Further tags

Είναι αυτή που πριν χωρίσει με τον γκόμενο Α, έχει ήδη εντοπίσει τον γκόμενο Β.

Κατά την τακτική της μαϊμούς δλδ, προτού πηδήσει απ'το ένα κλαδί, έχει ήδη πιαστεί από το επόμενο.

Θα λέγαμε ότι είναι φανατική σχεσάκιας, που παραμένει σε έναν τελειωμένο δεσμό, απλώς για την ασφάλεια του πράγματος ενώ παράλληλα ψάχνει τρόπο να τον κάνει κορνούτο.

-Τώρα που βεβαιώθηκα ότι ο Αντρέας ενδιαφέρεται για σχέση, λέω να χωρίσω το Μιχάλη. -Ε, είσαι μεγάλη μαϊμού!

Βλ. και τσίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουτός, ο χαζός, ο βλάκας. Εκείνος που έχει χαμηλή νοημοσύνη, που δεν είναι έξυπνος.
Κατά το παρελθόν έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει γαϊδούρια.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη στο τραγούδι "Γαϊδαράκος" λέει "Ντε, βρε γαϊδαράκο, ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ' άλλα, γαϊδαρέ μου, κουτεντέ".
Επίσης, η Γεωργία Βασιλειάδου στο τραγούδι "Ο κυρ γάιδαρος" λέει "Ντε κυρ Μέντιο Ντε Ντε Ντε Αχ κυρ Μέντιο κουτεντέ".

Αλίκη Βουγιουκλάκη - Γαϊδαράκος Γεωργία Βασιλειάδου - Ο κυρ γάιδαρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γερόντι / γερόντισσα, αναφερόμενο κυρίως στους γονείς κατά το παλιότερο και κλασικό γέρος / γριά.

-Ρε Μαράκι, πως αλλάζω ringtone σ' αυτό το ρημάδι
-Τι το θες το smartphone ρε μπαμπά αφού είσαι ρόντι!

Got a better definition? Add it!

Published

Εφήμερη, μετεμφυλιακή σλανγκιά του 1950, με την οποία χαρακτηρίζονταν οι εξόριστοι που ψήφισαν την Δημοκρατική Παράταξη, δηλαδή το αριστερό πολιτικό σχήμα που κατέβηκε στην τότε εκλογική αναμέτρηση, και το οποίο διαδέχτηκε η ΕΔΑ στις εκλογές του 1951.

«Ήμασταν 5 όλοι από ένα Νομό. Είχαν ψηφίσει ένας Φιλελεύθερους, ένας ΕΠΕΚ και τρεις ΔΠ, ο λοχαγός τους κάλεσε και τους πέντε και ρώτησε

«Ποιος ψήφισε Φιλελεύθερους;» Βγήκε αυτός που είχε ψηφίσει και τον έδιωξε.

Ύστερα «Ποιος ψήφισε ΕΠΕΚ;» Βγήκε ακόμα ένας.

«Δεν βρήκες κανένα εθνικό κόμμα να ψηφίσεις βρε γαιδούρι;»

«Μα είχα υπηρετήσει στο γιατρό Αρβανιτάκη που μου έσωσε την αδελφή».

«Φύγε κάθαρμα. Στο πειθαρχείο»

Και ύστερα παρέλαβε εμάς τους τρεις: Με βρισιές και κλωτσιές και μας έστειλε στη γραμμή που συγκέντρωναν τους «Δέλτα – Πίτες». Τριάντα κλείστηκαν στο πειθαρχείο και 150-160 υποβιβάστηκαν στην γ κατηγορία».

εδώ

Οσο για τ’ αποτελέσματα που έδωσε το «Αναμορφωτικό» τους σύστημα πάνω στις χιλιάδες των κρατουμένων, το απέδωσαν με την ψήφο τους ανάγλυφα οι «Δελτα-πίτες» στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950.

Ολα τα παιδιά αυτά, που ζητωκραύγαζαν πότε υπέρ του Βασιλόπουλου κι άλλοτε υπέρ του Μπαϊρακτάρη, [...] τα παιδιά αυτά της ΕΠΟΝ και της Εθνικής Αντίστασης, που κάτω από άγρια βασανιστήρια είχαν κάνει τη δήλωση μετανοίας [...] Ψήφισαν όλα τη Δημοκρατική Παράταξη – το σύνθημα της ομάδας κρατουμένων – και τίναξαν τη Μακρόνησο και το σύστημά της στον αέρα.

εκεί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ανάμεσα στα 45-60, με απλά λόγια ένα σιτεμένο μετα-μιλφ προς το προ-γκιλφ. Ο χαρακτηρισμός προιδεάζει για παρουσιάσιμη, σεξουαλική και ώριμη γυναίκα, είτε και όχι.

Παράδειγμα εδώ

-Τι έγινε Νικολάκη με την πουράτζα που σε γυρνόφερνε;

-Καλά μωρε, πέφτει κανάς φιρφιρίκος που και που

-Καβάτζα η πουράτζα δηλαδής

Παρ 2

Λέω και γω θα σκάσει το μιλφάκι από το γαμησοσαιτ και θα γίνει σκηνικό και σκάει τελικά μια πουράτζα, εντελώς θείτσα, έγινα λούης

Got a better definition? Add it!

Published

Ο στρατιώτης των ειδικών δυνάμεων, όπως αποκαλείται από τους ανώτερους. Επειδή στις Ειδικές Δυνάμεις η λέξη "φαντάρος" θεωρείται προσβολή, ο σωστός τρόπος αναφοράς στους μη βαθμοφόρους είναι Καταδρομέας ή Πεζοναύτης. Στην καθομιλουμένη όμως πιο σύνηθες είναι το "κομμάντο" ή "κομμαντούλης" στο πιο σλάνγκικο.

Λοχία, πάρε δύο κομμαντούληδες και πήγαινε στη διαχείρηση να φορτώσετε πυρομαχικά για τη βολή.

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτομο το οποίο έχει προτιμήσεις για χοντρές, ο παχογαμιάς, ο χοντρογάμης.

Μαλάκα Γιάννη ογκόβιε, αυτή η δικιά σου σα φάλαινα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ψηλής γυναίκας, συνήθως με βορειο-ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και επιπλέον κιλά, που τραβάει το βλέμμα λόγω της σωματοδομής της.

Σημ. τέτοιες γυναίκες τις περισσότερες φορές σχετίζονται με μεγάλο στήθος.

- Ρε συ, τί είναι αυτή ρε; Δε ξέρω αν πρέπει να ερωτευτώ ή να της ζητήσω να παλέψουμε!

- Ναι μάγκα μου, πρέπει να έχει δώσει πολύ χαρά η κρεβατογεμίστρα, όχι αστεία!

[λεζάντα εικόναςλεζάντα εικόνας]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση του 'ξεκωλοπατόμουνου', επί το ευφωνικότερον.

Τι πατομουνο ειναι αυτο ΡΕ; Και την πηδαγε δεκαπενταχρονος;
Εγω με αυτη εκανα και 4 παιδια να γινω πολυτεκνος και να παρω αδεια ταξι... (πηγή)
Former teaching assistant Caroline Berriman admitted to having sex with a teenage student

Μετά, -αναμενόμενο- έρχεται το υπερθετικό υπερπατόμουνο:

Τώρα γιατί με αναγκάζεις να θυμηθώ το υπερπατόμουνο που είχαμε στο "μάθημα" της Ολυμπιακής Παιδείας και το γυροφέρναμε όλοι ΟΛΟΙ ΟΛΟΙ ΛΕΜΕ και κανείς δεν μπόρεσε να το βάλει όχι 50 αλλά έστω 1 φορά κάτω παρά γυρνούσαμε σπίτι και τον παίζαμε με τη βιντεοκασέτα της Σύλβια Σέιντ; (πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published

Άνδρας με μεσαίο προς μικρό ανάστημα, ελαφρύς και συχνά πολύ νεανικό πρόσωπο. Είναι αδιαλείπτως με το παράπονο και γκρινιάζει ασυστόλως. Στα μαθητικά του χρόνια τις περισσότερες φορές ήταν μισοκλαμμένος γιατί τα υπόλοιπα αγόρια τις τάξης δεν τον έβαζαν στην ποδοσφαιρική ομάδα τους ή όταν τον φώναζαν για 5x5το απόγευμα -παρότι ο πεκινουάς έφερνε την μπάλα - τον άφηναν εκτός να μαζεύει το τόπι.

Στη συνέχεια της ζωής του ο πεκινουάς καταλήγει κομπλεξικός υπάλληλος στο δημόσιο, παντρεμένος με μια μπράσκα και 2 παιδιά. ΠΡΟΣΟΧΉ μην πιάσετε πότε γκόμενο έναν πεκινουά. Είναι συνήθως μιρμίρης, καρμίρης και συχνά νούλα

-Τον θυμάστε τον Σπύρο από το σχολείο;
- Ποιον μωρέ; Εκείνο το παιδάκι το κακόμοιρο;
- Ναι εκείνον τον πεκινουά! Τον βόλεψαν στο Δήμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified