Further tags

Υποτιμητικός, ειρωνικός χαρακτηρισμός που δηλώνει διανοητική ανεπάρκεια ή ελλιπείς εμπειρίες λόγο ηλικίας, απευθυνόμενος νεοφιλελεύθερους. Από το (νεο)φιλελευθερούλης.

Την φιλανθρωπία των ρούληδων την φροντίζει η "αόρατη χείρα της αγοράς".

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκέι άνδρας, συνώνυμο του τρύπιος.

- Πως είναι η κατάσταση στο γραφείο; - Άστα μαν, 3/5 είναι τρυπάτοι.

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα:
Αγάνωτος= Αυτός που δεν γανώθηκε, ο χωρίς κασσίτερος. Η επικασσιτέρωση. Έμειναν αγάνωτα τ' αγγιά, (τα κατσαρολικά).

Αγάνωτη= Αυτή που δεν γαμήθηκε. Τι να την κανς μωρ΄ αυτήνια αγάνωτη είνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Η χρήση ακατανόητων στο ευρύ κοινό εκφράσεων που προσιδιάζουν στον γνωστό καθηγητή-πολιτικό, οι οποίες συχνά υποκρύπτουν ή περιλαμβάνουν προσβλητική και οξεία γλώσσα. Ο χαρακτηρισμός δε, είναι συχνά απαξιωτικός.

Eύχομαι η οξεία ζουραρίαση να μην μας χτυπήσει όλους μετά τα -ήντα και για όσους έχουν προσβληθεί να γίνουν γρήγορα καλά. Όπως το ΑΝΤΙ που θυμόμαστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου, ιδιαίτερα ψαρά, φτωχού και κάποιου που η βλακεία του προκαλεί προβλήματα.

Προέρχεται από την ενετοκρατία στην Λευκάδα όταν μετανάστες από το Μπουράνο ήρθαν ως ψαράδες: Μπουράνο > μπουρανέλος > μπρανέλος.

- Ούτε μια γέφυρα δεν μπορούμε να φτιάξουμε χωρίς οι ψαράδες να κλαίνε. - Τι περίμενες με τους μπρανέλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοράσιο που έχει προτίμηση σε κυρίους κάποιας ηλικίας. Μεταφορικά, χρησιμοποιεί το σώμα της ως θήκη για την τσαπού του παππού.

στίχος Τούση : -Έτρωγες και τσαπού παππού, παπουτσοθήκη!

Got a better definition? Add it!

Published

Το λήμμα Μολούκος είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό με ρίζες από τις λέξεις "Μαλάκας" και "Τζουτζούκος". Πλησιάζει σε έννοια το "μουνόδουλος" ΄ή το "αγαπούλης" με τη διαφορά ότι δίδεται έμφαση στην φαταλιστικά παθητική στάση του άρρενα και χρησιμοποιείται είτε περιπαικτικά ως αρνητικός χαρακτηρισμός προς τον φίλο "παθών" που τον παρασέρνει το αιδοίο ασυστόλως είτε από τη "Θήλυ" αφέντρα προς το θύμα άρρενα όπου τον έχει ως αρσενική αβοήθητη και καταδικασμένη τραβιόλα που θα υποκύπτει στις όποιες σεξουαλικές ορέξεις της χωρίς δυνατότητα διαφυγής.

Η συνήθης προφορά της λέξης από γυναίκα είναι κάπως περιπαικτικά ναζιάρικη με ιδιαίτερο κοφτό τονισμό στο "λούκ" όπου υψώνεται η ένταση της φωνής και ακολουθεί μια μικρή κοφτή παύση στο "κ" και ένα σύρσιμο του οοοοοο --> μο-λούκ |... οοοοοο. Άντρας προς άντρα η προφορά είναι μέσα από τα δόντια και με λιγότερο σύρσιμο + τσαντισμένο/απογοητευμένο ύφος.

- Άρρεν: Δήμητρα; Τι κάνεις γυμνή στο δωμάτιό μου;
- Θήλυ: Σκάσε μικρό αμπλαούμπλικο κοαλάκι!
- Άρρεν: Πως μιλάς έτσι μωρή;...πάω να φύγω!!!
- Θήλυ: Δεν πας πουθενά... Έχω γκάβλες... Έλα εδω μολούκο μου.

- Άσε Γιάννη πάλι είχα τραβήγματα στο σπίτι.... Με έχει κάνει κομμάτια.... αλλά την αγαπάω.
- Ρε μολούκο! Τι παπαριές είναι αυτές; Άκου λίγο Σταρόβα "Αυτό που θέλουν οι γυναίκες"...

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτική λέξη για το "αντιαισθητικό" μαλάκας. Δηλαδή ο αγνός μαλακούλης. Αυτός που κάνει την παπαριά συνήθως επανειλημμένα αλλά άθελά του και αποκλειστικά και μόνο λόγω απειρίας. Μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε όταν απευθυνόμαστε σε παιδιά κάτω των 10 ετών π.χ. στις λαϊκές μάζες ακούγεται πυκνά συχνά με την κατάληξη -άκος δλδ τσιτριμπινάκος ή όταν απευθυνόμαστε σε ενήλικες χαρακτηρίζουμε με αυτή τη λέξη (και με περιπαικτική διάθεση) τον συνομιλητή μας με αποκλειστικό σκοπό να τον πικάρουμε για κάποια παιδαριώδη και ερασιτεχνική πράξη του.

Επίσης χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε πλήθος μαλακισμένων αλλά αγνών πράξεων με έναν πιο απαλό χαρακτηρισμό λέμε: έκανες "τσιτριμπινιές" aka "μαλακίτσες".

Παράδειγμα 1 - Ήρθε επίσκεψη το ανίψι σου τριών χρονών (3)
- Γιαννάκη πάλι σου έπεσε στο πάτωμα το τηλεκοντρόλ; Έλα δω τσιτριμπινάκο (μησουγαμήσω από μέσα σου αλλά δε το λές φωναχτά)!

Παράδειγμα 2
- Ρε τι τσιτριμπίνης είσαι εσύ;! Πάλι ξέχασες το φερμουάρ του παντελονιού ανοιχτό;

Παράδειγμα 3
- Έφερες τα ρούχα από το καθαριστήριο;
- Τα ξέχασα... Θα τα πάρω αύριο...
- Πάλι άρχισες τις τσιτριμπινιές;

Got a better definition? Add it!

Published

Η καυτή, σέξι γυναίκα που είναι όμως κοντή.

-Μουνάρα η Βάσω φίλε. Σεξοβόμβα! -Ε, όχι ακριβώς σεξοβόμβα, είναι κοντούλα. Σεξονάρκη είναι...

Got a better definition? Add it!

Published

Λαϊκή έκφραση από τα mid00ies τουλάχιστο. Το λέμε για άνθρωπο που στη ζωή του για να ανεγερθεί κοινωνικά ή οικονομικά γλύφει/κολακεύει τους ανωτέρους του και παράλληλα λουφάρει αισχρά, δηλαδή είναι μόνο γλύψιμο φραπεδάκι και τσιγαριά (γιατί είναι και Νεοέλληνας). Ο όρος είναι αδόκιμος για το χαρακτηρισμό των απλών λουφαδόρων. Ο όρος είναι αποκλειστικά για τους λακέδες των προϊσταμένων και των διευθυντάδων που ολημερίς λουφάρουν και ρουφιανέυουν τους υπολοίπους και φυσικά και τους απλούς λαϊκούς λουφαδόρους που κατά βάθος όλοι αγαπάμε!

-Πίπα, φράπα και τσιγάρο όλη μέρα η "φίλη" σου η τσιγαρού Ζάχο, 2 λεπτά αράξαμε με το Σαμίρ και μας κάρφωσε στη προϊσταμένη η ρουφιάνα.

Got a better definition? Add it!

Published