Further tags

Εκ του πηδήκουλας και καριόλης. Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στο σεξομανή (άτομο) και στον κωλόκαιρο κατά περίσταση.

  1. -Είμαι πηδιόλης -Σ αρέσει η ιππασία βλέπω (πηγή ask.fm)

  2. Ο καιρός σήμερα είναι πηδιόλης φίλε... Δεν παίζει να βγω μου γάμησε τα σχέδια για το βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέφτουλες + αρχί÷. Χαρακτηρισμός για τους χαζογκόμενους... Ο τύπος του αγαπητού αγάμητου που σκέφτεται με το κάτω κεφάλι αποκλειστικά!

Στο κλαμπάκι χθες τι πεφτουλίδια κυκλοφορούσαν ρε φίλε..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζοχαρούμενος, ανώριμος. Λάιτ μπινελίκι.

Με εσένα θα ασχολούμαστε;... Άντε τράβα άλλου ρε χαρχάλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τα ανώριμα τυπάκια που το παίζουν δήθεν ψαγμένα... Είναι lite μπινελίκι.

Άκουσε εκεί να με πει εμένα ο γλιμπάτζας αφιλότιμη. Βρε δεν κοιτάει την καμπούρα του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημα γυναίκα, το μπάζο.

Άσε μη φέρεις εσύ γκόμενες, όλο κάτι πατσαβούρια φέρνεις, θα πούμε στο Νίκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τραγουδιστής που γκαρίζει στο μικρόφωνο με φάλτσα φωνή και σκοτώνει τα τραγούδια. Ή ο τεχνικός ηχητικός που φτιάχνει τα μικροφωνικά συστήματα αλλά συνήθως μας παίρνει τα αυτιά αν το κάνει τελευταία στιγμή.

Πάνω που πήγε να πει το πιο σημαντικό χάλασε το μικρόφωνο και δεν είχανε και μικροφωνιά, μόνο έναν άσχετο που μας πήρε τα αυτιά.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κούρβα είναι η κλώσσα, η κότα. Αλλά μεταφορικά λέμε έτσι και την πουτάνα και το ξέκωλο.

Από τον Τσιμπατόνε στο Πρόχειρο.

Σε καλέσαμε να έρθεις, αλλά μην φέρεις και αυτήν την κούρβα μαζί σου και μας κάνει ρεζίλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλαστούπα είναι η σφουγγαρίστρα. Ή αυτό με το οποίο καθαρίζουμε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Για αυτό λέμε μαλαστούπα και μια γκόμενα που είναι τελείως μπάζο, πατσαβούρα. Και κάποιον που είναι μαλάκας και μινάρας. Αλλά και μια μεγάλη πούτσα, επειδή και η σφουγγαρίστρα είναι μεγάλο ραβδί, όπως φανταζόμαστε την πούτσα.

Από τον Τσιμπατόνε στο Πρόχειρο.

  1. Τι να δώσω στο Πακιστάνι με τη μαλαστούπα; 600 Ευρώ παίρνω κι εγώ, δεν βγαίνω...

  2. - Καλά χώρισε το θεόμουνο για αυτήν τη μαλαστούπα;
    - Μπορεί να βγάζει άλλα γούστα στο κρεβάτι, δεν ξέρεις.

  3. Με αυτόν τον μαλαστούπα που έχουμε για πρωθυπουργό μην περιμένουμε και πολλά πράγματα.

  4. Κι εκεί που είχαμε πάει στην ερημική παραλία βλέπουμε ένα παππούδι να πετάει έξω τη μαλαστούπα και να αρχίζει να τον παίζει μπροστά σε όλους.

(από Καλαπόδας, 02/03/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξέκωλο που αλλάζει οικοσύστημα ανάλογα με τις εποχές, το χειμώνα πηγαίνει στην Αράχωβα και το καλοκαίρι στη Μύκονο.

Ωραία ρε φίλε! Μπήκε η άνοιξη! Σε λίγο θα πάμε και σε μια εκδρομή της ΔΑΠ στη Μύκονο να βρούμε κανά αποδημητικό τσουλί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και «τρυφερή είναι η νύχτα», καμία σχέση. Οι ορισμοί του γραφικού των Papara και Dirty talking είναι υποδειγματικοί. Αλλά δεν έχει να κάνει!

Ήταν μια εποχή που την ονόμασαν «Εκσυγχρονισμό» και η Ελλάδα τότε ήτανε «Ισχυρή». Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν ασφάλουσλυ η άνοδος του λάιφστάιλ και των νέας κοπής καθωσπρεπισμών και καθωσδενπρεπισμών (κατά το «αμφορείς εντάξει, αλλά αν δε φορείς»; Τζόνυ Βαβούρας). Μια σούπα-μούπες σύμφυρση παχυδερμικά επιδερμικών συμπεριφορών και προσεγγίσεων στο ζην. Βλ. και το λήμμα νεοφιλελέρα.

Η κατηγορία-κατηγόρια «γραφικός» επιστρατεύθηκε προκειμένου μέσα από την καρικατουροποίηση τους να διαολοστέλνονται συνοπτικώς (να απονομιμοποιούνται κοινωνικά) αξίες και πρακτικές που χαλούσαν τη σούπα: έτειναν προς τη γραφικότητα όσοι κατέβαιναν σε πορείες και «φώναζαν», όσοι ασκούσαν κριτική στην τεχνοκρατικοποίηση του επαγγέλματός τους, όσοι «νοσταλγούσαν» ένα λιγότερο εμπορευματοποίημενο ποδόσφαιρο κ.τ.ο. Αλλά θα πρέπει να γίνουμε γενικώς πιο καχύποπτοι. Γενικά «γραφικότητα» χαρακτηρίστηκε ότι κι αν έκανε κανείς διαφορετικό ή παλιομοδίτικο εκτός κι αν το έκανε από άποψη, δηλαδή, ήταν κάπως φτασμένος (είχε έτοιμο κοπάδι να τον εξυμνήσει - βλ πχ θεατράνθρωπος) ή σε τροχιά ανόδου, δηλαδή, αν μέσα από αυτό είχε καταφέρει να κερδίσει χρήματα ή είχε καταφέρει να γαμήσει/θεί. Γραφικοί όσοι επέμεναν στο παλιό αμάξι επειδή δεν είχαν ανάγκη επίδειξης, γραφικοί όσοι έμειναν στο χωριό επειδή το αγαπούσαν κι όχι επειδή έφτιαξαν έναν αγροτουριστικό ξενώνα, γραφικοί όσοι φορούσαν άσπρες φανέλες χωρίς να έχουν μπράτσα και ξυρισμένο στέρνο (εσχάτως και τατού). Κλπ κλπ.

[ΠΡΟΣΟΧΗ: Το χαρακτηρισμό «γραφικός» άρχισαν να φλερτάρουν (καπηλεύονται;) πολλοί που δεν τους είχε δα εντελώς τελείως ξεβράσει ο καιρός και η ιστορία, αλλά που τους συνέφερε να καμώνονται πως τους έχει. Είναι εκείνοι που, αν δημοσιολογούσαν, έλεγαν και λένε με μισοκακόμοιρο ύφος: «Μας λένε γραφικούς, αλλά...». Η γραφικότητα και η εκλεχτική συγγένεια προς το καλτ ήταν/είναι σε αυτήν την περίπτωση μια μορφή εκπροσώπησης και κοινωνικής νομιμοποίησης συμπεριφορών - περιπτώσεις από βιζιτούδες της σόου βυζ που διαφημίσαν εαυτές προτάσσοντας την ελλεεινίδικη τσαχπινοπουτανιά, μέχρι εθνικιστοπατριώτες που της μίλησαν της καρδιάς του νοικοκυραίου, ποινικολόγους που μέσα από τη γραφικότητά τους στέλνουν στην πιάτσα το μήνυμα ότι υπερασπίζονται και το διάολο τον ίδιο, αλλά και κουκουέδες που συνέχισαν να σηκώνουν την μπαντιέρα της εργατικής τάξης, της ιδιόμορφης, δηλαδή, και με το αζημίωτο συμμετοχής τους στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό («εμείς, εμείς, οι μόνοι συνεπείς» που λένε τα ΚΝΑΤ). Κλπ κλπ.]

Οπωσδήποτε η βρισιά γραφικός φορέθηκε στα ΜΜΕ και στον καθημερινό λόγο πολύ όπως λέει κι ο Ντέρτυ στον ορισμό του και κατέληξε να σημαίνει στον κυρίαρχο λόγο, διαταξικά και διηλικιακά, στην πόλη και στο χωριό, απλά τον «μαλάκα», τον yet-to-be απόβλητο.

Υπήρξε αντίσταση; Ναι, υπολειμματικά, την μαρτυρεί η φράση «γραφικά είναι τα Άγραφα» που έχει και παρήχηση και λέει και την αλήθεια για τα πραγματικά υπέροχα Άγραφα. Αν κάποιος κατέθετε τη γραφικότητα ως μομφή για κάτι που δεν του άρεζε, του' λεγε ο γραφικός, αν ήξερε τη φράση: «γραφικά είναι τα Άγραφα», και τελείωνε τη συζήτηση περί γραφικού ή μη.

Με την κρίση αλλάξανε τα κόζα: η αντιμνημονιακή γραφικότητα έγινε πολυχαϊδεμένη θεμιτή πολιτική αντίδραση. Αλλά και η υποστήριξη του μνημονίου έγινε κι αυτή γραφικότητα. Επίσης αλλάξανε τα πράγματα και με τους χίπστερς, προφ για να παραμείνουν τα ίδια.

- Ελάτε τώρα κύριε Ταρίφα με τις γραφικότητες.
- Γραφικά είναι τα Άγραφα παληκάρι μου, ξέρω τι σου λέω. Κι εγώ σου λέω ότι δε μας ψεκάζουν με τ' αεροπλάνα, για τα χημικά όπλα της Συρίας που μας τα φέρανε στην πόρτα μας τι έχεις να πεις; Κι αυτό γραφικότητα είναι;

Πρώτα σε λένε γραφικό, μετά προφήτη. (από Khan, 01/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified