Further tags

Το λέμε για κάποιον που βρίζει άσχημα. Μάλλον οι λεμβούχοι από Μάλτα μεριά μιλούσαν άσχημα.

Τον τράκαραν και άρχισε να βρίζει σαν μαλτέζος λεμβούχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπρος / καπρί: το αγριογούρουνο.

Το λέμε για να δείξουμε ότι κάποιος έχει πολύ μπρουτάλ άτιτιουντ.

Πόσο κάπρος μπορεί να είναι ο Δημητράκης ...είδες πώς της μίλησε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε γκόμενα η οποία πληρεί μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

  1. Είναι μη υπολογίσιμου βεληνεκούς λόγω εμφάνισης.

  2. Η επόμενη υποψήφια γκόμενα κάποιου (αναφέρεται απρόσωπα).

  3. Κάθε νέτο με το οποίο απλά ψήνεται κατάσταση, οπότε άθελά τους οι άντρες στην παρέα την προσφωνούν έτσι καθώς δεν υπάρχει ακόμη η λεγόμενη «εξοικείωση» μαζί της.

  1. (Μη υπολογίσιμου βεληνεκούς)
    - Τι έγινε ρε φίλε; Ακόμα δεν το πήδηξες το γκομενάκι και το παράτησες; Κρίμα είναι.
    - Άσε με ρε μαλάκα, έφαγα καλά και πάω για άλλα. Έγραψε +1 και τέλος. Μέτρια γκόμενα, δεν αξίζει να ασχοληθώ.

  2. (Η επόμενη υποψήφια γκόμενα)
    - Τι θα γίνει, θα χτυπήσουμε κανένα γκομενάκι;

  3. (Ψήνεται κατάσταση)
    - Βλέπω το ψήνεις καλά το γκομενάκι, όλο ναζάκια σου έκανε σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω αν έχει θέση εδώ μέσα, αλλά ας δούμε εν τάχει (ποιος τα 'χει; ) το σημασιολογικό φορτίο της λημματογραφούμενης προσφώνησης.

Όταν αυτή απευθύνεται σε γυναίκα, η ατμόσφαιρα ελαφραίνει αξιοσημείωτα με την χρήση του αρσενικού μωρέ, με όλον τον αέρα χαλαρής οικειότητας που αυτό φέρει. Αντιθέτως, η χρήση του θηλυκού τύπου μωρή είναι αρνητικά φορτισμένη, ακόμα και στην περίπτωση προφανέστατα φιλικής διάθεσης από την πλευρά του ατόμου του εκφέροντος τη λέξη, η οποία αποκτά μια νυάνς πατερναλιστικής ειρωνείας στην καλύτερη περίπτωση. Την περίπτωση που ο αποδέκτης του «μωρή» είναι άντρας, δεν την συζητάμε καν.

Στον καθεστωτικό λόγο, ένα αντίστοιχο θα ήταν το διαφορετικό ηθικό πρόσημο των εκφράσεων «δημόσιος άνδρας» και «δημόσια γυναίκα».

Τώρα, να πούμε για την έως και θυελλώδη συνύπαρξη του καθώς πρέπει, του καθημερινού και του αργκοτικού λόγου; Μπα, θα ξημερωθούμε... Θέμα ώσμωσης είναι όλα. Να δω μόνο τον Πρετεντέρη στο γυαλί να κατεβάζει πουστοπουτανιλίκια και χριστοκάντηλα και να πεθάνω ρε μάστορα...

Αυτά, και γλαύκα ες Αθήνας. Στην τελική, άμα το λήμμα δεν είναι σλανγκ, ας πάρει την τσαπού, και τι έγινε μωρέ...

Νταξ μωρέ, ελπίζω να καταλαβαινόμαστε, μη ζητάτε παράδειγμα και μην αρχίσετε τώρα τα «μη λουφάρεις μωρή κουφάλα» και τέτοια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «σκατόψυχος».

Είσαι γαμόψυχος αν δεν παραδέχεσαι ότι αυτός που κλέβει γιατί δεν έχει να φάει, είναι αθώος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που κάνει τζιβιτζιλικια = σκέρτσα.

Έμπλεξες με τζιβιτζιλού που θα σου κάνει την ζωή σου ποδήλατο μέχρι να την ρίξεις σε κρεβάτι φουκαρά μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά, αυτός που έχει γαμημένη ψυχή, ψυχή γάμησέ τα, ή κάτι τέτοιο γουατέβα.

Από διαδικτυακές βρισιές:

  1. ποτὲ πιό μπουχεσόβλακας καὶ τέτοιο κλαψαρχῖδι δὲν ἐγεννήθηκε στὴ γὴ, ψόφησε ὁ γαμώψυχος

  2. χιλιες φορες να το κανεις παρα να εισαι γαμωψυχος και πουτανας γιος!!!!

  3. Σκατόμυαλος και γαμόψυχος!!!!! Τί έγινε καπνιστές;;Τον ήπιαμε;;

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κάνει πονηρές πουστιές. Πρόκειται για την μειωτική σημασία που έχει η πουστιά ως πονηριά και μπαμπεσιά, το οποίο δεν έχει να κάνει με το να είναι κανείς γκέι (τουλάχιστον όχι οπωσδήποτε). Βλ. και αλεπούστης.

  1. ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΞΕΦΟΡΤΩΘΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΛΕΗΛΑΤΗΣΕΙ ΤΟ ΧΩΡΟ Ο ΠΟΝΗΡΟΠΟΥΣΤΑΣ ΑΛΛΑ ΤΟΝ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΕΙ ΧΑΜΠΑΡΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΠΛΕΟΝ. (Εδώ).

  2. Μαλακιες του κακριδη ειναι αυτες.Το πολυ να του ειπαν οτι οι πνευματικοι προγονοι τους ηταν,οτι δηλαδη ολη μερα οι φραγκοι διαβαζαν τους αρχαιους και αυτος σαν πονηροπουστας να καταλαβε αυτο που ηθελε. (Εδώ).

  3. Πονηροπουστας. Ειναι & φοιτητης στο ανοιχτο πανεπηστμιο η μαιμου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κώλος γκόμενας που αποτελεί ποίημα πάντα κατά τις προσωπικές προτιμήσεις του καθενός. Άλλοι τον προτιμούνε τουρλωτό, άλλοι σφιχτό, οπότε εξυπακούεται το θέμα. Κυρίως όμως η έκφραση αναφέρεται στους ελαφρώς τουρλωτούς και ταυτόχρονα σφιχτούς κώλους, χωρίς κυτταρίτιδες, ραγάδες και τα συναφή.

Θυμάσαι ρε τη Μόνικα Μπελούτσ; Είχε μια κωλάρα στα νιάτα της... κι ακόμα κρατάει σκέψου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημείο νέτου άξιο θαυμασμού. Η λέξη προέρχεται από τα αντίστοιχα λογοτεχνικά ποιήματα τα οποία είναι επίσης άξια θαυμασμού.

- Γκομενάρα η καινούργια του Νικόλα, έτσι;
- Άσε μη μου τα θυμίζεις. Έχει μια βυζάρα ποίημα.

(από HardcoreGR, 23/03/13)wonderfull  (από perketis, 24/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified