Αυτός που παίρνει αναβολικά, για να φτιάξει σώμα τούμπανο.
Άλλος ένας αναβολικάριος πέθανε από ξαφνικίτιδα στα 45 του.
Αυτός που παίρνει αναβολικά, για να φτιάξει σώμα τούμπανο.
Άλλος ένας αναβολικάριος πέθανε από ξαφνικίτιδα στα 45 του.
Got a better definition? Add it!
Ο body-builder, το μπιλντέρι, ο γυμνασμένος, ο χτισμένος.
Να αποφεύγεις τα σκληρά, να μην κολλάς στους μπιλντεράδες να διοργανώνεις ρεσιτάλ για μετανάστες και φυγάδες. (Η θεά, 1999, στίχοι: Ισαάκ Σούσης, τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).
Got a better definition? Add it!
Ο διαθέτων απολλώνια κορμάρα, δηλαδή ο γυμνασμένος, ο σμιλεμένος.
Τι να κλάσεις κι εσύ με τον απολλώνιο για τον οποίο σου λέει να μην ανησυχείς.
Got a better definition? Add it!
Ο γεροδεμένος, ο μποντιμπιλντεράς.
Ανακοινώθηκε ο γάμος της χρονιάς: Παντρεύεται στα 37 της η Ελληνίδα δημοσιογράφος και ο σωματαράς σύντροφός της. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Η φασαία που ακούει Manu Chao, όντας παράλληλα τσαούσα στη συμπεριφορά.
Θα φάει πολύ στραπ-όν ο Μητσάκος με τη μανουτσαούσα που έμπλεξε.
Got a better definition? Add it!
Ο γυμνασμένος σωματαράς που είναι σαν να έχει συμπληρωθεί το σώμα του, ενίοτε και με συμπληρώματα διατροφής.
Κυκλοφορούσε με έναν συμπληρωμένο στο νησί.
Got a better definition? Add it!
Ο γυμνασμένος που το σώμα του είναι σαν σμιλεμένο από γλύπτη.
Πού να ανταγωνιστείς εσύ τώρα τον σμιλεμένο στην παραλία.
Got a better definition? Add it!
Ο γυμνασμένος που το σώμα του στον κορμό σχηματίζει ανάποδο τρίγωνο.
Έχει κάνει φοβερό σώμα, είναι τριγωνικός!
Got a better definition? Add it!
Ο γυμνασμένος που ο κορμός του σώματός του σχηματίζει μια ανάποδη πυραμίδα.
Είναι ανάποδη πυραμίδα, έχει το τέλειο σώμα.
Got a better definition? Add it!
Μειωτικό για τον ιερωμένο, τον ιερέα, από το τουρκικό tavlabas. Λόγω παρετυμολογίας από το ταύρος, συχνά χρησιμοποιείται για τον ογκώδη, παχύσαρκο ιερωμένο.
Got a better definition? Add it!