Further tags

Η πραγματική σημασία της λέξεως είναι η παρδαλή κατσίκα ή προβατίνα, άνω των 6 ετών, που δεν γεννάει πια. Υβριστικά χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός άσχημη γυναίκας προχωρημένης ηλικίας. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα αλβανικά [αλβ. gjosa, γίδα].

  1. Ο Εθνικός Σταρ είμαι εγώ και όχι η γριά γκιόσα! (δήλωση Εθνικού Σταρ Ανδρέα Ευαγγελόπουλου).

  2. (καταχώρηση από το Agrotravel.gr)
    «Επισκεφθείτε τα «γκιοσάδικα» στο Δήμο Μiδέας της Αργολίδας. Κάθε χρόνο, από τον Απρίλιο , την Κυριακή του Θωμά, έως τις 14 Σεπτεμβρίου (συνήθως), είναι η καλύτερη εποχή για τα παραδοσιακά εστιατόρια της περιοχής να ετοιμάσουν , με τον μοναδικό τους τρόπο, την γκιόσα , ψημένη σε πετρόχτιστο φούρνο. Πλησιάζοντας, η μυρωδιά προμηνύει τι «μέλλει γενέσθαι» και αποχωρώντας …δεν είστε σε θέση να σκέφτεστε καθώς η γαστριμαργική σας εμπειρία και το ντόπιο κρασί δεν σας το επιτρέπουν».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκυθρωπός και κακόκεφος άνθρωπος. Μάλλον η λέξη προέρχεται από τα λατινικά [λατ. murcus (κουτσουρεμένος) + flexus (γερμένος προς τα κάτω) = μουρτζού φλ(ης) -α]

- Πέρασα το πρωί από το σπίτι και είδα τον πατέρα σου. Πολύ μουρτζούφλης ρε φίλε, μπας και με αντιπαθεί;
- Όχι ρε, τον έχει πάρει από κάτω με τις πανελλήνιες, επειδή ο αδερφός μου δεν πέρασε, γι' αυτό είναι έτσι.

Mourtzoufliko poniroskylo (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διερμηνέας, ρίζα αραβική < αραβ. targumān -ος με μετάθ. του [r] και τροπή του αρχικού [t > δ], η οποία πέρασε εν συνεχεία στα τουρκικά. Μέγας δραγουμάνος ήταν τιμητικό αξίωμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι διερμηνείς μετέφεραν εντολές σε ξένους στρατιώτες, επισκέπτες και όπου τέλος πάντων χρειαζόταν συνεννόηση. Μετέφραζαν έγγραφα, έγραφαν εντολές και γενικά ήταν μεσάζοντες σε συμφωνίες και εντολές.

Ο Μέγας Δραγουμάνος της Πύλης κατέφθασε στο αρχηγείο του Ρωσικού Στρατού, προκειμένου να μεταφέρει την οθωμανική πρόταση για ανακωχή.

(από krepsinis, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπατίρισα, χρεοκόπησα, έμεινα ταπί και ρέστος, μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια.

«Στα ‘δωσα όλα και έμεινα στον άσσο
έτσι θέλησα να σου εκφράσω
πως τη μέρα που θα φύγεις θα καταστραφώ»
(Η γυναίκα του Ντέμη)

Άσσος στα χρέη (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός για τους αντάρτες, κυρίως κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.

Η ευτέλεια των ανώνυμων κατσαπλιάδων του διαδίκτυου δεν μπορούσε να συνεχιστεί επ' άπειρον.

Απαραίτητο αξεσουάρ κάθε κατσαπλιά που σέβεται τον εαυτο του! (από Vrastaman, 11/09/08)Ο Κλάρας στο κλαρί! (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει πέσει τρελό χώσιμο στην δουλειά / σχολείο / ζωή μας, έχει πήξει το μουνί μας.

Εν ολίγοις, μας πήδησαν στην εργασία!

- Κλείνουμε αποτελέσματα τριμήνου και έχει πέσει πολύ γαμήσι στο γραφείο...

Θέλω να πάω στην Ίφκινθο! (από Vrastaman, 11/09/08)

βλ. και σχετικό λήμμα έχει πιξελιάσει το μουνί μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε κατάσταση εξαιρετικά κακής διάθεσης λόγω βαρεμάρας, ή κακής παρέας.

Άσε ρε φίλε, βγήκα με ένα ταγάρι και με πήγε σε φεστιβάλ Αγγελόπουλου. Η κάμερα εστίαζε για δύο ώρες σε ένα βράχο... εκείνη την είχε καταβρεί, και εγώ βαρούσα ενέσεις!

Πιάσε την σύριγγα τσιμπητέ! (από Vrastaman, 11/09/08)σε τέτοια κατάσταση ήταν το παιδί... (από jesus, 22/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναλώνω τον όχι και τόσο πολύτιμο χρόνο μου σε αδράνεια, κωλοβαράω, πλήττω.

Ισχύει τόσο λόγω πραγματικής έλλειψης δουλειάς (πχ ελλείψει πελατών σε κατάστημα) όσο και λόγω ιδεολογικής στάσης ζωής.

Ανάθεμά σε ΙΚΕΑ, όλοι οι μαραγκοί βαράμε μύγες!

Σόκ και δέος (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζωντόβολο ή ζωντανό στη δυτική Κρήτη. Γενικά ο βλάκας. Αρχαία λέξη. Λέγεται στις πόλεις από σβούρους και πετσιά.

  1. - Που λερώθηκες ρε;
    - Πήγε ο Μανώλης να πιεί από τη μπύρα μου και μ' έκανε πουτάνα!...
    - Έ, το έχνος!

  2. βλ. στο media 03.57

(από xalikoutis, 11/09/08)

Βλ. και σχετικό λήμμα ζουλάπι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified