Further tags

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν οι Έλληνες της Γερμανίας, με αποδέκτες τους μελαχρινούς αλλοδαπούς που διαβιούν στη χώρα (Βορειαφρικάνους και Ινδοπακιστανούς). Η λέξη είναι ελληνισμός,και προέρχεται από την παράφραση της λέξης der Kanake (die Kanaken), που στη γερμανική αργκό σημαίνει ο μελαχρινός-σκουρόχρωμος αλλοδαπός (ο αγγλικός όρος είναι wog) και είναι εξαιρετικά αρνητική. Η προέλευση της λέξης είναι από τον δυτικό Ειρηνικό και συγκεκριμένα τη νέα Καληδονία, όπου στις τοπικές γλώσσες Kanaka σημαίνει άνθρωπος. Στα νέα ελληνικά αντίστοιχα χρησιμοποιείται ο όρος Κούληδες.

- Έχει πολλούς Έλληνες στην Κολωνία θεία;
- Όχι αγόρι μου, έχει γεμίσει ο κόσμος Κανάκηδες, η Γερμανία κάποτε δεν ήταν έτσι.

(από krepsinis, 06/09/08)Κι αυτός Κανάκης είναι (από GATZMAN, 06/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο έμπειρος, αυτός που στη ζωή του έχει περπατήσει σε πολλά μέρη, έχει σπουδάσει στο σχολείο της ζωής κι έχει μάθει τα κόλπα της πιάτσας. Ψυλλιάζεται τέλος πάντων πράγματα που δεν τα καταλαβαίνει κάποιος που κάθεται σπιτάκι του, πίνει το γαλατάκι του και παίζει Playstation...

- Θα μας την κάνει τη ματσαράγκα ο Ρούκουνας, τον κόβω...
- Γιατί ρε Σταύρακα, ξήγα τον έκοψα εγώ...
- Ρε άκου με που σου λέω, κάτι τέτοια παλικαράκια τα παίρνω γραμμή στο φτερό...
- Πάσο...

(Ο Σταύρακας είναι περπατημένος...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που φοράει πάνω της τόσα μπιχλιμπίδια, λιλιά, στρας, λαμέ και ό,τι άλλο απαστράπτον και τσίπικο αξεσουάρ κατεβάσει το χαμηλό γούστο της, που προκαλεί ανήκεστο βλάβη στα μάτια όποιου άτυχου την αντικρύσει.

Συγγενής εξ αίματος του καρκατσουλιού, της καρακαλτάκας, του τσόκαρου και λοιπών φορτωμένων αχθοφόρων μπιζουκλερί.

- Πω ρε πούστη μου, την Άρτα και τα Γιάννενα έβαλε πάλι πάνω της αυτή η Πίτσα...
- Γάμησέ τα, λατέρνα κανονική η γκόμενα!

Μια ορίτζιναλ λατέρνα. Ευνόητο γιατί η υπερβολικά στολισμένη γυναίκα χαρακτηρίζεται λατέρνα. (από poniroskylo, 26/09/08)Από το \'Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο\' (1955) με την Καρέζη νεότατη και κούκλα (από poniroskylo, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαουτζίκος, οι πληβείοι, η μάζα. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να δηλώσει «κατώτερης» τάξης άτομα.

- Σινεμά Δευτεριάτικα ;
- Σιγά μην πάω με την πλέμπα να χάσω το πρώτο εικοσάλεπτο μέχρι να καθίσει κι ο τελευταίος μαλάκας, πας καλά; Δευτεριάτικα και πρώτη παράσταση και σε όποιον αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια λέξη «χαμαιλέων» που μπορεί να έχει πολλές έννοιες... όπως φλώρος, μαλάκας... κλπ κλπ... Η έννοια της είναι, κατά κάποιον τρόπο, αφηρημένη...

  1. - Είδες τι αυτοκίνητο πήρε ο ΤΑΔΕ;!;!;
    - Άντε ρε... αφού η παλιο-πλέμπα,δεν ξέρει να οδηγεί...

  2. - Ψιτ, κοπέλα να σε πάω μια βόλτα με τη μηχανή μου;!;
    - Α, να χαθείς βλάκα...
    - Σιγά μωρή πλέμπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η συμπεριφορά και η διάθεσή κάποιου έχει επηρεαστεί εμφανώς λόγω πραγματικής ή επινοημένης πίεσης / καταναγκασμού.

Ένα αεροπλάνο πέφτει στη ζούγκλα και σώζονται 25 άτομα. Τους βρίσκει μια φυλή και τους πηγαίνουν στο φύλαρχο.

- Βρήκαμε αυτούς. Τι να τους κάνουμε αρχηγέ;
- Να τους πάτε να τους φάνε τα λιοντάρια.
- Είναι και μια γιαγιά 80 χρονών. Και τη γιαγιά αρχηγέ;
- Και τη γιαγιά. Τι πρόβλημα έχεις; Μάνα σου είναι;

Τα λιοντάρια όμως έφαγαν μόνο 6 από αυτούς και χόρτασαν. Τους υπόλοιπους τους ξαναγυρίζουν στον φύλαρχο.

- Μείνανε 19. Τι να τους κάνουμε αρχηγέ;
- Να τους πάτε να τους φάνε οι λεοπαρδάλεις.
- Και τη γιαγιά αρχηγέ;
- Και τη γιαγιά. Πάλι πρόβλημα έχεις; Μάνα σου είναι;

Και οι λεοπαρδάλεις όμως έφαγαν μόνο 6 και οι άλλοι ξαναγύρισαν στον φύλαρχο που είχε αρχίσει να σπάζεται που του τα πρήζανε συνέχεια.

- Μείναν 13 αρχηγέ. Δεν έχουμε άλλα ζώα να ταΐσουμε. Τι να τους κάνουμε αυτούς;
- Ε, αυτούς πάρτε τους και πηδάτε τους. Δώστε τους να καταλάβουν, ξεπατώστε τους, αλλά μη μου τους ξαναφέρετε εδώ.
- Και τη γιαγιά αρχηγέ;

Τότε πετάγεται η γιαγιά.

- Ε, πια εσύ με τις ερωτήσεις. Τι ζόρι τραβάς με μένα; Μάνα σου είμαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O δύσκολος, ο προβληματικός και κακότροπος, στις σχέσεις του με άλλους ανθρώπους . Λέξη τουρκικής προελεύσεως, cenabet (προέρχεται από τα αραβικά).

Ό,τι και να σου πει το κωλοπαίδι ο Κυριάκος, κάνε το παγώνι. Είναι τζαναμπέτης απ' τους λίγους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας με εμφάνιση, βλέμμα και κινήσεις που παραπέμπουν σε πορνοστάρ χαμηλού ή υψηλού μπάτζετ πορνοταίνιας (κοινώς τσόντας).

Κατά την θέαση ενός τέτοιου αντικειμένου καθαρά σεξουαλικού πόθου, ένας άνδρας αναφωνώντας «τσόντα!» με χαμηλή (και ενίοτε βραχνή φωνή), και λαμβάνοντας ως απάντηση από έναν άλλον άνδρα κάτι του στιλ «σ'σκις!», ξαλαφρώνει κάπως από τα ερωτικά σήματα του εγκεφάλου του που έχουν χτυπήσει κόκκινα και που πρόκειται να μείνουν ανεκπλήρωτα (ή να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης για το σπίτι). Είναι άλλωστε γνωστό ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, αν δεν μοιραστείς τον «ενθουσιασμό» σου με άλλους άντρες, σε παίρνει το παράπονο... Το ενδεχόμενο πάλι να σου κάτσει αυτή η γκόμενα ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, ειδικά αν δεν έχεις και κατιτίς ακριβό για να τραβήξεις την προσοχή της...

- Μαλάκα κοίτα πώς κουνιέται η μουνάρα!
- Πώωω... Μιλάμε για πολύ τσόντα!
- Καύλα!!
(Και συνεχίζεται ο διάλογος με παρεμφερείς χαρακτηρισμούς, μέχρι να ξεπεραστεί κάπως το σοκ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης ψωροπερήφανος. Είναι για τους σωραίους, τους ζαγοραίους, τους κάγκουρες, τους σγκάγκουρες, για όλους τους νάρκισσους του ντουνιά.

(οι ψωλοπερήφανοι δεν έχουν ανάγκη από παράδειγμα).

(από xalikoutis, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σερβιτόρα που κάνει τα ρεπό των άλλων.

- Πώς πήγε το καλοκαίρι;
- Καααλά. Αθήνα έμεινα.
- Πήξιμο!
- Μπα, καλά ήταν, γνώρισα όλες τις ρεπατζούδες στα στέκια, είδα επιτέλους καναν καινούργιο κώλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified