Μικρό γλυκό γκομενάκι ηλικίας 17 με 23.
(ελαφρύ πέσιμο σε παστάκι στο δρόμο)
- Ωπ, παστάκι, κρίμα που δεν έχω φέρει κουταλάκι μαζί μου σήμερα!
- (οι αντιδράσεις ποικίλουν)- Ρε φίλε, τι γαμάτο μαγαζί είναι αυτό! Τίγκα στα παστάκια!
Μικρό γλυκό γκομενάκι ηλικίας 17 με 23.
(ελαφρύ πέσιμο σε παστάκι στο δρόμο)
- Ωπ, παστάκι, κρίμα που δεν έχω φέρει κουταλάκι μαζί μου σήμερα!
- (οι αντιδράσεις ποικίλουν)
- Ρε φίλε, τι γαμάτο μαγαζί είναι αυτό! Τίγκα στα παστάκια!
Σχετικά: πιπίνι, μπουγατσάκια
Got a better definition? Add it!
Γκόμενα κατίνα, τελευταία, ούτε για τον πούτσο δεν είναι!
Τι πουτσόκαρο είναι αυτό που μας κουβάλησες πάλι;!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που λικνίζει (λιχνίζει, όπως λένε κάποιοι κρητικοί) τη μέση του, δηλαδή ο κουνιστός, ο τοιούτος, ο ομοφυλόφιλος, η αδελφή, ο πούστης, η λούγκρα και όλα τα λοιπά.
- Γαμώ τους γκόμενους ο Γιώργος, ρε πούστη μου...
- Ε όχι και «ρε»...
- Δηλαδή;;;;
- Ε, ολίγον τι λιχνομέσης μου φάνηκε...
- Λες νά;...
- Μπα, δεεε(ν)...
- Κι αν ναι;…
- Ε τόοτε!...
Got a better definition? Add it!
Κάτι σαν την Μαγδάλω με το στόμα το μεγάλο που το έφαγε το άλλο (τι εφιάλτης!). Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει είτε άνδρα είτε γυναίκα, ακόμα και αντικείμενο (πχ. αυτοκίνητο, μηχάνημα με φρουτάκια, κττ) και σημαίνει τον άπληστο, τον αχόρταγο, αυτόν που όλα τα τρώει, κυριολεκτικά ή μεταφορικά) και δεν λέει να σταματήσει.
Μεγάλη φαγάνα ο Άλκης! Για πότε εξανεμίστηκε η περιουσία της Ντόριας και δεν πήρε κανείς χαμπάρι! Επενδύσεις, σου λέει. Της τά 'φαγε όλα στο κοκό και στις αλλοδαπές! Και τώρα, μην τον είδατε... Λούης!
- Τυχερός ο Κωστάκης... κληρονόμησε το εργοστάσιο από τον πατέρα του και τώρα, ζωή και κοκότα!
- Μπα, μην το λες, μεγάλη φαγάνα το εργοστάσιο αυτό. Τον βλέπω να το πουλάει σύντομα...
- Α και μετά δεν θα έχει να ζήσει;;;...
Got a better definition? Add it!
Ζώο και μόγγολο.
Χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην χαμηλή νοητική ικανότητα του αναφερόμενου ως «ζώγγολο».
- Τι κανείς εκεί ρε ζώγγολο;!
- Κοίτα το ζώγγολο πώς πάει να παρκάρει!
- Της μιλάω και είναι λες και μιλάω σε ντουβάρια! Κανονικό ζώγγολο λέμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που ζει, τρέφεται, ανασαίνει με το πορνό, με το γαμήσι, με οτιδήποτε έχει σεξουαλικό περιεχόμενο, αυτός του οποίου η ζωή και τα λεγόμενά της έχουν νόημα μονάχα αν ιδωθούν μέσα από το πρίσμα του γαμησιού.
- Ρε συ τι κάνουν ο Σάκης, ο Μιχάλης, η Βαγγελιώ, η Ανίτα, όλοι αυτοί; Δεν τους βλέπεις πια;
- Ε ρε μαλάκα, σώνει! Έπηξα πια μ' αυτούς τους πορνόβιους, κάθε φορά που συναντιόμαστε δεν ξέρουν να πούνε τίποτ' άλλο παρά για γαμήσια, πουτάνες, τσοντούδες, ξεσκίσματα, εμπειρίες που κανείς δεν έχει ζήσει όπως αυτοί, μετά βάζουν και μια τσόντα να δούμε, κάθε φορά τα ίδια, βαρέθηκα.
- Ε, αγάμητοι θα είναι όλοι τους.
- Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις...
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του βλάκα, ηλίθιου, χαζού. Το λένε συνήθως σε άτομα που έχουν πει απίστευτη βλακεία.
- Τα Γιάννενα είναι διαφορετική πόλη από τα Ιωάννινα;
- Ρε Γιάννη είσαι πολύ κοκάρι ρε παιδάκι μου. Όλο μαλακίες πετάς.
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη. Σέξυ, πουτάνα, μπουρδέλο. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τις γυναίκες που είναι άσχημες και ντύνονται προκλητικά για να δείχνουν σέξυ.
- Ρε μαλάκα, κοίτα αυτή στο απέναντι πεζοδρόμιο!
- Τι είναι αυτό ρε; Πού πάει έτσι το σεξοπουτανομπούρδελο;
Got a better definition? Add it!
Τοπική λέξη από χωριό της Αρκαδίας. Χρησιμοποιείται για αυτούς που ξυπνούν αργά και πάνε στη δουλειά τους όποτε τους καβλώνει, κατά το μεσημεράκι δηλαδή.
- Τι ώρα πήγε ρε;
- 12.30.
- Ο μαλάκας ο Γιώργος πού είναι;
- Έλα μωρέ αφού τον ξέρεις... Καβλομεσημέρης είναι...
Got a better definition? Add it!
Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.
Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.
Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.
Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;
Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!
Δες και ξενέρωμα.
Got a better definition? Add it!