Further tags

Το μπυρολαμόγιο είναι το άτομο αυτό που γλυκοκοιτάζει την μπύρα σου και με το που θα γυρίσεις το βλέμμα σου θα βάλει χέρι στο πολύτιμο ποτό σου και θα κατεβάσει όσες περισσότερες γουλιές μπορεί.

Ένα μπυρολαμόγιο υπάρχει σε κάθε παρέα που σέβεται το αλκοόλ και συνήθως πρόκειται για κάφρο αρσενικού γένους. Ασχέτως αν έχει λεφτά να πληρώσει την δική του μπύρα το μπυρολαμόγιο πιστεύει πως η μπύρα του πλησίον του έχει πάντα καλύτερη γεύση. Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει και η χρήση της λέξης «ποτολαμόγιο».

- Πώ ρε φίλε, κοίτα τι μπήκε μες το μαγαζί.
- Πάω, πάω.
- Κάτσε ρε μαλάκα να πιούμε την μπύρα μας πρώτα και μέτα πάμε να κεράσουμε σφηνάκι.
- Ρε συ, ποιός ήπιε την μπύρα μου; Ούτε στην μέση δεν την είχα φτάσει. Μαλάκα Βαγγέλη εσύ την ήπιες πάλι; Τι μπυρολαμόγιο είσαι αδερφέ μου.
- Όχι εγώ ρε, στ'ορκίζομαι ο Κώστας ήταν.
- Ποιός Κώστας ρε φιδέμπορα που το μουστάκι σου απο τον αφρό είναι σαν του Παπαφλέσσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα εκλεπτυσμένων ή, απλά, ακριβών εμφανισιακών γούστων.

Η τυπική κυριλογκόμενα δεν θα διάβαζε Άρλεκιν, αλλά βλέπει «Σεξ εντ δε σίτι». Γουστάρει να ακούει μπουζούκια (πρόκειται λοιπόν και για μπουζουκομούνι) ή τζαζ –αλλά σπάνια κάτι το ενδιάμεσο.

Το ενδυματολογικό της προφίλ συχνά πλησιάζει τα όρια του κιτς, υπερβαίνοντάς τα μόνο κατ' άλλες γκόμενες και ποτέ κατά τους επίδοξους εραστές της –τους οποίους, καθώς συνήθως πρόκειται για τρελό παγόμουνο, πρώτα θα τους φαλιρίσει και μετά, ίσως, τους κάτσει από φιλότιμο ή από πλήξη.

Ανομολόγητο όνειρό της, να ήταν διεθνούς φήμης σταρ και να κατοικούσε σε κάποια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη κατά τα στάνταρ των παραγωγών χόλιγουντ, σε διαμέρισμα που κατά το ήμισυ τουλάχιστο θα αποτελούνταν από δωμάτια-γκαρνταρόμπες, σπα και γυμναστήρια.

Προϊόντος του χρόνου η τυπική κυριλογκόμενα συσσωρεύει φαρμάκι για την ξοδευμένη της ζωή, και άνθρωποι απέναντι στους οποίους είναι ακόμα κάπως ειλικρινής μπορούν να είναι μόνο τα παιδιά της –τουλάχιστον μέχρι και αυτά να ενηλικιωθούν.

Η τυπική κυριλογκόμενα τελικά είναι από τους ανθρώπους που, κατά το κλισέ, ακόμα και αν είναι αρκετά έξυπνοι που να μπορούν να αναπτύξουν εκλεπτυσμένο γούστο, την ικανότητά τους αυτή τη διοχετεύουν αποκλειστικά στο λεγόμενο «φαίνεσθαι».

Προφανώς, μπορεί κανείς ανάλογα να μιλά και για κυριλογκόμενους.

Παράβαλε: λαμέ γκόμενα, βλαχομπούρμπερη, ταγάρι, τρέντουλο

  1. Απ' τη δεξιά πόρτα του Ντάτσουν ξεπροβάλλει ένα άπαιχτο, αλφαδιασμένο, δίμετρο, με γαλανά μάτια, σαρκώδη χείλια, φυσικά μεταξένια μαλλιά, φιδίσιο κορμί, μες στα Ντόνα Κάραν και το χρυσαφικό. Μιλάμε για την ιδανική δόση αθωότητας με υποψία προστυχιάς, ένα μωρό 20-22 ετών, κυριλάτο, με φοβερό ταμπεραμέντο και αριστοκρατική κοψιά, με το πανάκριβο φουλάρι του, το καπέλο του, με τα όλα του. Παγώνει, σας λέω, κυριολεκτικά το Κολωνάκι, παθαίνει την πλακάρα της η μπουρζουαζία: «Πού το χτύπησε τέτοιο «παιδί» ο τζίψι;». Χεράκι χεράκι ο Αθίγγανος με την άπαιχτη κυριλογκόμενα, να φιλιούνται και να κοιτάζονται τρυφερά και ν' ακούγεται σ' όλη την πλατεία ένας γδούπος (και ουχί ψίθυρος) καρδιάς που πολύ θα ζήλευε κι αυτός ακόμη ο Μανούσος Μανουσάκης. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. - Χάζευα αγγελίες και βρήκα μια για ένα Fuego Turbo του '86 με 300 ευρώ, έστω πως το αμάξι δεν είναι κοτέτσι, το χτυπάω και το φέρνω στη νορμάλ μορφή του [...]. Η απορία είναι τι αντίχτυπο θα είχε σε ένα ανυποψίαστο γκομενάκι αν έσκαγα σε ραντεβού με αυτό;
    - Αν και δεν είμαι γκομενάκι απαντώ: Το ανυποψίαστο γκομενάκι θα έβγαζε ένα χλευασμό, μια υπεροψία, ένα για ποια με πέρασε, μα τι του βρήκα κτλ, όσο τσόλι και να ήταν ή όσο κυριλογκόμενα και να ήταν. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες και -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χοντρή γυναίκα.

Τι μπομπιστάμνα είναι αυτή η Νίκη αδερφάκι μου. Σε λίγο το σπίτι θα της έρχεται εφαρμοστό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που βασικά δεν σημαίνει τίποτε και ωσεκτουτού μπορεί να σημαίνει τα πάντα. Παντός καιρού.

Η κλασική χρήση του τσιριμπίμ τσιριμπόμ απαντάται στην ταινία του 1968 «Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη», σε σενάριο - φυσικά - Τσιφόρου-Βασιλειάδη. Σε μια από τις καταπληκτικές σκηνές του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου, ο Αθηνόδωρος Προύσαλης, σε ρόλο μάγκα ανθρώπου της νύχτας, χαρακτηρίζει τσιριμπίμ τσιριμπόμ πρώτα την Μάρω Κοντού και μετά την Κατερίνα Γιουλάκη. Δεν εξηγεί τι σημαίνει ακριβώς, αλλά είναι επιδοκιμασία και από τα συμφραζόμενα συνάγουμε ότι πρόκειται για κυρίες καθως πρέπει, αλλά συγχρόνως και ξηγημένες, με κυριλέ τρόπους αλλά και μαγκίτισσες. Ίσως υπάρχει μια αμυδρή σχέση με τις τσιριμόνιες, με το σεις και με το σας, αλλά το τσιριμπίμ κάνει αντίστιξη με το τσιριμπόμ και η αναφορά αυτοαναιρείται.

Σε τρέχουσα χρήση, η έκφραση έχει πολλές και ποικίλες σημασίες, συχνά αντιφατικές. Το οποίο είναι ΟΚ γιατί νομίζω ότι και ο Τσιφόρος το ήθελε να χαρακτηρίζει αντιφατικά πράγματα. Έτσι, το τσιριμπίμ τσιριμπόμ μπορεί να σημαίνει:

  • μόρτικο, βαρύ - δες παράδειγμα 2.
  • χαζοχαρούμενο, ελαφρύ - δες παράδειγμα 3.
  • άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε, ασυναρτησίες, παλαβομάρες - δες παράδειγμα 4.
  • λελέδικο, φλωρίστικο, τσιριχτό - δες παράδειγμα 5. Ίσως με αυτή τη σημασία να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι αδερφίστικο.
  • υποκρισία, συναλλαγή, ψευτοκυριλέ - δες παράδειγμα 6 όπου και η σαφέστερη αναφορά στις τσιριμόνιες.
  • παράνομος δεσμός, ερωμένη, το πονηρόν - δες παράδειγμα 7. Η χροιά αυτή υπάρχει και όταν ο Προύσαλης χαρακτηρίζει την Κοντού τσιριμπίμ τσιριμπόμ.

    Βγάλε άκρη.

  1. Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη, απόσπασμα από τον κλασικό διάλογο.

Αθηνόδωρος Προύσαλης: Δεν βλέπω το πρόσωπο!
Κατερίνα Γιουλάκη: Ναι, αλλά ποιον θέλετε;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Ψηλός, όμορφος, βουτυράτος...
Κατερίνα Γιουλάκη: Βουτυράτος;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Με μια αψηλή, τσιριμπίμ, τσιριμπόμ...
Γιώργος Γαβριηλίδης: Τσιριμπίμ, τσιριμπόμ; Excuse me, μήπως είσαστε από τη Νότια Αφρική;
Αθηνόδωρος Προύσαλης: Όχι, από τη Νέα Σμύρνη! Κατάστημα «Το παλουκάκι».

  1. Ομιλώ περί του περικαλλούς άσματος το οποίο ηκούεται άμα τη ενάρξη της ιστοσελίδας: http://eniayton.blogspot.com/ aka λαλυμένον ύδωρ. Το άσμα αυτό είναι βαρύ σεκλέτικο, μόρτικο, ξηγημένο, καραμπαμπάμ, ντιριντραντράν, τσιριμπίμ τσιριμπόμ και πολύ μάγκικο άμα λάχ' να ούμ...(Από http://funel.blogspot.com)

  2. Για να καταλάβω, εσύ νομίζεις ότι διαθέτεις τον ίσκιο τον βαρύ; Βρε τσαρλατάνε, δεν κάθεσαι καθόλου μα καθόλου ήσυχα; Γιατί μας δουλεύεις όλους ψιλό γαζί με τα «τσιριμπίμ τσιριμπόμ» διηγηματάκια σου; (Από http://askardamikti.blogspot.com)

  3. Ναι,άμα δεν έχουμε τι να πούμε το ρίχνουμε στο τσιριμπίμ - τσιριμπόμ. Παλιό το κόλπο. Δεν πιάνει όμως. (Από forum)

  4. Περνάμε στον ΣΠΑΣΤΙΚΑ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟ κίτρινο λεκέ που ονομάζεται Τουίτυ... Πόσο πολύ αγαπάω τον γατούλη Συλβέστερ! Και πόσο μου ανάβουν τα λαμπάκια όταν ακούω την τσιριμπίμ-τσιριμπόμ χαζοφωνούλα του καναρινιού να λέει ψευδά: «I tink I saw a putty-cat» ΝΑΙ, ΣΙΧΑΜΕΝΟ ΠΛΑΣΜΑ!!! Γάτα είδες! (Από http://peslac.pblogs.gr)

  5. Ο αρχηγός των τσιγγάνων πέθανε και τη θέση του πήρε ένας άλλος νεότερος που είχε βαρεθεί τα τσιριμπίμ τσιριμπόμ με τους καλούς κυρίους και ένιωθε σεβασμό προς τους ομοεθνείς του και ήθελε το δίκιο της φυλής του να λάμψει, βρε αδερφέ, επιτέλους! (Από http://rodiat5.blogspot.com)

  6. Καταρχήν, ακόμα και η Μόνικα Μπελούτσι να υποκύψει στις σεξουαλικές σου ορέξεις δεν πρέπει να το μάθει κανείς (ούτε ο καλύτερός σου φίλος, όση εμπιστοσύνη και να του έχεις). Ok, κάποιος θα το μάθει, κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, εσύ θα το καταλάβεις ότι κάποιος ξέρει για τα τσιριμπίμ τσιριμπόμ σου, αλλά δεν θα ξέρεις ούτε ποιος, ούτε πως. Τι να κάνουμε, αυτά έχει η ζωή. (Από http://www.myworld.gr)

(από MXΣ, 03/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός άντρας.

Τι αβοκάντο είναι αυτό ο Τάσος αδελφάκι μου; Ανεβαίνει στη ζυγαριά και γράφει «Μην ανεβαίνετε όλοι μαζί».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας ελληνικός ορισμός για τους ομοφυλόφιλους άντρες.

- Πολύ στο σούξουμούξου την έχει την Μαρία ο Μάκης και θα μου την φάει στο τέλος.
- Ποιος μωρέ; ο τσιριμπίμ τσιριμπόμ; Σαν φιλενάδες τα λένε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς, νωθρός και δυσκίνητος. Η απλάδα κυριολεκτικά είναι ένας μεγάλος ανοικτός χώρος, κάτι σαν αλάνα, άρα ο απλάδας είναι αυτός που με τον όγκο του κατά κάποιο τρόπο την γεμίζει.

- Προχώρα ρε απλάδα και θα χάσουμε το καράβι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παρτάκιας, αυτός που κοιτάει μόνο τον εαυτό του. Χρησιμοποιείται και ως πουλημένο τομάρι, όταν αναφερόμαστε σε αυτόν ο οποίος για προσωπικό, συνήθως οικονομικό όφελος, πουλάει το σύνολο στο οποίο οι άλλοι νομίζουν ότι ανήκει.

- Αυτός ο παίκτης δεν δίνει την μπάλα από το αριστερό στο δεξί του παπούτσι, πόσο μάλλον στους συμπαίκτες του.
- Τι περιμένεις από το τομάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για τους δήθεν μάγκες.

- Άσε μας ρε μαλάκα... Είσαι μόνο μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι!!

(από panos1962, 15/11/09)(από panos1962, 18/11/09)

Βλέπε και τακουνόμαγκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πάνχοντρη γυναίκα, η γυναίκα με τεράστιο εκτόπισμα, η τοφάλα. Η λέξη αυτή αποτελεί ονομασία γνωστού τύπου φάλαινας, της φάλαινας Όρκα.

Κώστας, απευθυνόμενος σε χοντρή που τον πάτησε: Α ρε όρκα, πάτα και λίγο Ελλάδα!
Δημήτρης, φίλος του Κώστα: Γιατί σκούζεις ρε;
Κώστας: Μα την είδες την παλιοκουφάλα. Με ξενύχιασε. Και τώρα όπου φύγει φύγει.

(από rigo21, 07/09/08)(από Khan, 31/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified