Further tags

Χαρακτηρισμός προσώπου το οποίο είναι λίγο sui generis, λίγο τρελαμένο, λίγο εκτός της πεπατημένης, γενικώς λίγο πιο μακριά από το μέσο όρο.

Σημείωση: Το άτομο που είναι «αλλού» είναι πιθανό να είναι σωματικώς εδώ, γεγονός το οποίο μπερδεύει λίγο τα πράματα, αλλά αν υπάρχει καλή θέληση θα υπάρξει τελικώς και συνεννόηση.

1
... Μιλάμε ότι το τυπάκι είναι εντελώς τελείως αλλού. Μού 'λεγε κάτι ιστορίες χθες για τους Ελοχίμ και τους Νεφελίμ και φρίκαρα. Λες κι είχα βγει ραντεβού με το Λιακόπουλο, γαμώ την τύχη μου μέσα.

2
- Είσαι αλλού;
- Τι αλλού ρε μαλάκα; Εδώ είμαι.
- Ναι εδώ είσαι, αλλά είσαι αλλού με τις παπαριές που μου λες.
- Πώς δηλαδή;
- Α καλά...

Ας θυμηθούμε και το αριστούργημα του Μίλαν Κούντερα, Η ζωή είναι αλλού (από patsis, 13/07/09)

βλ. και αλλούφο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στοιχηματοπώλες. Τα γραφεία στοιχημάτων. Από το αγγλικό bookmakers που συχνά συντομεύεται σε bookies.

Οι μπουκις δίνουν 10/1 στη Λιβερπουλ 2-1 (Από blog)

Οι μπουκις παντως δειχνουν να το ψιλοφοβουνται το ματσακι.... Θεωρουν μεν τη Βερντερ φαβορι, αλλα οχι αυτο που λεμε ακλονητο φαβορι.... (Από forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξέρουμε όλοι τον παλαιοπώλη, τον παγοπώλη και τον παντοπώλη. Και σίγουρα έχουμε μπει σε κρεοπωλεία, καπνοπωλεία και καφεζυθοπωλεία. Είναι δε πλέον και πολύ πιθανό να συχνάζουμε σε κάποιο μεζεδοπωλείο - σχετικά νεόκοπο αυτό αλλά απολύτως καθιερωμένο πια.

Η ευελιξία των καταλήξεων -πώλης, -πωλείο είναι απεριόριστη και η χρησιμότητα τους για τους λεξιπλάστες ανεξάντλητη. Σχεδόν όποιο ουσιαστικό και να κολλήσεις μπροστά θα βγει, πάνω κάτω, νόημα - και την ίδια στιγμή θα έχει δημιουργηθεί μια καινούργια λέξη που θα περιγράφει, θα αποσαφηνίζει, θα ειρωνεύεται ή και θα φαντάζεται κάποια μεταπρατική δραστηριότητα ή αυτούς που την ασκούν.

Σε λεξιπλασίες αυτού του τύπου καταφεύγουμε συχνά για διάφορους λόγους - και ιδού μερικοί από τους λόγους αυτούς και ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  • δεν υπάρχει όρος που να εκφράζει την έννοια, ή τουλάστιχον΄όχι μονολεκτικά - π.χ. στοιχηματοπώλης αντί για πράκτορας στοιχημάτων ή μπούκις, ή καρτοπώλης αντί για πωλητής καρτών κινητής τηλεφωνίας, ή/και
  • κρίνουμε ότι απαιτείται μια δόση δηκτικής ειρωνείας - αλλά, σε ένα σχετικά κόσμιο - π.χ. ρουσφετοπωλείο αντι για το πολιτικό γραφείο βουλευτή, ή κηδειοπώλης αντί για ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, εργολάβος κηδειών ή κοράκι, ή τσοντοπωλείο αντί για ερωτικό βίντεο κλαμπ ή sex shop, ή/και
  • θέλουμε να δώσουμε μια λόγια επίφαση σε κάτι καθημερινό και μπανάλ - π.χ. σουβλακοπώλης αντι για σουβλατζής με παρόμοια λογική με το σουβλακερίαντί για σουβλατζίδικο, ή/και
  • αυτό μας ζητούν είναι άκαιρο, εξεζητημένο, παράλογο - βλ. παραδείγματα κάτωθι, και
  • απλώς θέλουμε να κάνουμε τον έξυπνο

-πώλης, -πωλείο = το τέλειο εργαλείο ... και φτιάχτο μόνος σου

  1. - Θέλω μπισκότοοοο ...
    - Τάκη, το παιδί θέλει μπισκότο ...
    - Κι εγώ τι θες να κάνω;
    - Να πα να του πάρεις ...
    - Τέτοια ώρα; Τέτοια ώρα, όλοι οι μπισκοτοπώλες έχουν κλείσει ...

  2. - Αχ, ένα ταγεράκι που φορούσε η Νικόλ Κίντμαν ... αλλά, πού να βρεις τέτοιο εδώ ... Παρίσι μόνο ...
    - Έτσι είναι, Ελίζα μου ... ταγεροπωλεία της προκοπής μόνο Παρίσι βρίσκεις ... άντε και Μιλάνο ... (κούνια που σε κούναγε, μωρή μπάζο ...)

  3. - Ξέρεις, Μήτσο μου, μ'αρέσεις ... αλλά εγώ δεν θέλω αυτές τις σχέσεις της μιας βραδιάς ... έγω θέλω μια σχέση σοβαρή ... θέλω δεσμό ...
    - Εντάξει, ρε μανούλα μου ... αύριο πρωί που θ' ανοίξουν τα δεσμοπωλεία θα πάω να σου πάρω έναν ... Τώρα θα κάτσεις για όχι ... έτσι να στον ακουμπήσω λίγο ... όχι τίποτα δύσκολο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράκτορας στοιχημάτων. Ο μπουκμέικερ, εκ του Αγγλικού bookmaker ή bookie.

Το γραφείο στοιχημάτων είναι, βέβαια, το στοιχηματοπωλείο - μαζί με τον Ιππόδρομο, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του αλογομούρη.

- Ο Χρηστάρας τα χώνει χοντρά στο στοίχημα ... και όχι μπασκλασαρίες πράματα, στο Ίντερνετ και τέτοια ... έχει τον προσωπικό του στοιχηματοπώλη στο Λονδίνο ... τον παίρνει τηλέφωνο και επενδύει ... κι απ' ό,τι μούλεγε παίρνει και άλλες αποδόσεις ... πολύ καλύτερες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O Αρχίδαμος ήταν βασιλιάς της Σπάρτης από το 469 π.Χ. περίπου.

Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται με περιφρονητική έννοια για να υποδηλώσει τον σταρχιδιστή, τον ζαμανφουτίστα και γενικά τον "πέρα βρέχει".

Τάκης: Τι ώρα έχει πάει;
Λίτσα: Οκτώ και είκοσι δύο.
Τάκης: Καλά μας δουλεύει! Στις οχτώ δεν είχαμε πει;
Λίτσα: Ναι, στις οκτώ!
Τάκης: Και σου είπα να πάρεις τα κλειδιά από χθες.
Λίτσα: Ελα ρε συ Τάκη αφού ξέρεις, δεν θα μου τα έδινε!
Τάκης: Έχεις το κινητό του;
Λίτσα: Ναι το έχω!!
Τάκης: Για πέστο.
Λίτσα: Εξι εννέα τρία δύο ....
Λίτσα: Τι;
Τάκης: Δεν απαντάει ο Αρχίδαμος!!!... (@#$%)
Λίτσα: Ας περιμένουμε μέχρι τις και μισή!
Τάκης: Τι λε ρε! Εχω δαγκώσει το καβλί μου εδώ έξω, και βρεεεεεέχει!
.........
Λίτσα: ... Α, νάτος!!!!!
Τάκης: ... Κοίτα να δεις, έφερε και ομπρέλα η λουλού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκέι, ομοφυλόφιλος.

- Ρε συ Μαρία, τι σου λέει ο Αντώνης, έχει αρχίσει να μ' αρέσει...
- Α! Άσ' τον αυτόν, το γύρισε... Μπομπ Σφουγκαράκης σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που γίνεται «τσιμπούρι» στους άλλους, που δεν φεύγει με τίποτα.

Καλά ρε παιδί μου, τελείως κορσοκολλημένος είναι! Όλο από πίσω μου τρέχει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο μεταλλάς που ακούει ή παίζει καφρίλες, δηλαδή death metal (αλλά και γενικά όποιο παρακλάδι του μέταλ περιέχει πολλή βαβούρα και βοθραλέα φωνητικά). Στα ντουζένια του ο καφρομεταλλάς δεν θέλει να έχει καμιά απολύτως σχέση με ποζεριές, η τραγική του κατάληξή είναι όμως συχνά ακριβώς αυτή: κουρασμένος από τις πολλές καφρίλες, το γυρίζει τελικά στα αγαπησιάρικα, και όποιος δεν με πιστεύει, ας ρωτήσει τον Σπύρο των Deviser...

- Να πάρουμε για κιθαρίστα τον Τάσο;
- Τι λες ρε μαλάκα, αυτός είναι καφρομεταλλάς, δεν κολλάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την γνωστή ευαισθησία με την οποίαν η γλώσσα αντιμετωπίζει τους εναλλακτικά ικανούς, η λέξη κουφαηδόνα χαρακτηρίζει έναν τύπο διαφορετικά οξυήκοου ανθρώπου. Δεν είναι ότι δεν ακούει - απλώς, ακούει αλλιώς και, πιο συγκεκριμένα, ακούει άλλα απ' αυτά που του λέμε. Όμως - επειδή, ίσως, δεν θέλει να παραδεχθεί ότι έχει κάποιο πρόβλημα ακοής - απτόητος απαντά σε αυτό που νομίζει ότι είπαμε, και μάλιστα δια μακρών. Δηλαδή, κελαϊδάει σαν αηδόνι. ΟΚ, κουφό αηδόνι - και ποιός μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν υπάρχουν;

Για κάποιο λόγο, η λέξη κουφαηδόνα είναι ηπιότερη από τη λέξη κουφάλογο.

Απαντάται και ως κουφαηδόνι.

- Καλά, ο θείος ο Νίκος είναι και η πρώτη κουφαηδόνα ... «Πάμε αύριο για μύδια» του λέω ... «γιατί βρίζεις, παιδί μου;» απαντάει. «Δεν υπάρχει λόγος να μεταχειρίζεσαι τέτοιες λέξεις, ειδικά στους μεγαλυτέρους σου». Και λέει και λέει και λέει και μου πήρε κάνα πεντάλεπτο να καταλάβω ... διότι, με τι μοιάζουν τα μύδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ηλεκτρονικά παιχνίδια, το κρέας είναι ο παίχτης με τις χαμηλότερες επιδόσεις, που «πεθαίνει» συχνά. Ο εύκολος στόχος.

- Τάκη, εσύ θα πας με την ομάδα 2.
- Τι λε ρε παπάρα; Σιγά μην πάρουμε το κρέας μαζί μας, αρκετά feedαρε το τελευταίο παιχνίδι...

Και νομιστεράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified