Further tags

Ο απίθανος, ο φοβερός, ο ασυναγώνιστος. Χρησιμοποιείται ως θετικός χαρακτηρισμός προσώπων ή πραγμάτων, ενίοτε όμως χρησιμοποιείται και ειρωνικά.

  1. - Πολύ δεινό το παιχνιδάκι που μου έγραψες... Έχω κολλήσει κανονικά μιλάμε...

  2. - Χάχαχα!! Πρόσεξες τι φοράει η Κάτια σήμερα; - Δεινή εμφάνιση, έτσι; Τρελό γούστο στα ρούχα...

Got a better definition? Add it!

Published

Παραλλαγή της λέξης κυριλέ - προέρχεται από το εκκλησιαστικό Κύριε ελέησον.

Η κατάληξη -έησον πιθανόν να υιοθετήθηκε και από την ομόηχη αγγλική κατάληξη -ation.

- Πολύ κυριλέησον είσαι ντυμένος σήμερα βρε αδερφάκι μου. Γιατί δεν μου το είπες και ήρθα με τα σκισμένα τζίν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος, ο καθυστερημένος

  2. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος ερωτικά

- Άσε, να μου λείπει το βύσσινο. Θα το ξημερώσουμε με τον βραδυφλεγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σημαίνει κύριος, και χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια επειδή ομοιάζει ηχητικά.

Συνώνυμο: κυριλέ

Ο Κύριλλος ήταν μοναχός που μαζί με τον αδερφό του Μεθόδιο διέδωσαν τον χριστιανισμό στους Σλάβους και δημιούργησαν την σλαβική γραφή.

- Η Μαρία με έφτυσε, αλλά εγώ στάθηκα Κύριλλος.

- Άσ' τα σήμερα ντύθηκα αναγκαστικά Κύριλλος... Ο αδερφός μου παντρεύεται, γι' αυτό φόρεσα κοστούμι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη λέξη κύριος και χαρακτηρίζει (αναλόγως θετικά ή αρνητικά) πρόσωπο ή κατάσταση.

Αντίθετο της λέξης χαβαλέ, και πιθανότατα η λέξη κυριλέ ακολουθεί την ίδια κατάληξη.

Αρκετά παλιά έκφραση, που η χρήση της υποδηλώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία και στάση ζωής του ομιλούντα...

Παραλλαγές: κυριλάτος, κυριλάτα, κυρίλα και άλλες σύνθετες

Επίσης από αυτήν προέρχονται και άλλες παρεμφερείς που ομοιάζουν ηχητικά με την ίδια ακριβώς σημασία: Κύριλλος, Κυριλέησον.

  1. - Περάσαμε κυριλέ χθες το βράδυ...

  2. - Η γκόμενα που γνώρισα πολύ κυριλάτη...

  3. - Να ντυθείς κυριλάτα να είμαστε ασορτί...


  1. - Στο πάρτυ είχαν κυριλοκατάσταση και την κοπανήσαμε γρήγορα...

  2. - Η γκόμενα; Πολύ κυριλέ για να γούστα μου...

  3. - Μες στην κυρίλα το πουρό...

Διάσημη χρήση του "κυριλέ" από τον Τάκη Κυριλέ. (από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό στυλ τύπου τρέντυ.

Δες πώς πάνε στο σχολείο! Όλα τρεντυφατσουλάκια.

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουρό που το παίζει νέος. Μερικά χρόνια πριν στις ειδήσεις έγιναν πρώτο θέμα τα ρέιβ πάρτυ. Τότε υποτιθέμενη μητέρα παραπονιόταν στην τηλεόραση με γυρισμένη πλάτη και από κάτω οι σουπερατζούδες γράφανε: μάνα ρέιβερ. Σε λίγες μέρες άρχισε να κυκλοφορεί στην καθομιλουμένη ο χαρακτηρισμός πουρέιβερ.

Ο κύριος Γιώργος ο δικηγόρος είναι τελείως πουρέιβερ. Τον έχεις δει πώς βγαίνει τα βράδυα ντυμένος;

(από patsis, 07/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασόκος, συνήθως συνδικαλιστής ή μέλος της νεολαίας του κόμματος. Λέγεται για άνδρες και γυναίκες ομοίως.

- Θα κατέβω να ψηφίσω στο συνέδριο.
- Ρε Μάρα, είσαι πολύ πρασινοφρουρός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)

Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο

Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.

- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του αποκαΐδι. Αρχικά: ο κατεστραμμένος από drugs, ξίδια και άλλες έξεις. Πλέον συνδέεται με κάθε είδους κολλήματα και μονομανίες, αλλά και συγκεκριμένες στυλιστικές επιλογές και το όλο πλασάρισμα.

- Πάμε Mall να δούμε καμμιά ταινία;
- Άσε ρε μαλάκα, είναι πήχτρα από emo καΐδια, μου έρχεται να τα ψεκάσω τα μαλακισμένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified