Further tags

Ο ομοφυλόφιλος.

- Πώς σου φαίνεται ο νέος συνάδελφος:
- Για πισωκούντη τον κάνω. Λες να είναι «του συλλόγου»;

Βλ. και πισωγλέντης. Αντ. πισωκέντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.

- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαφλατάς και μεγαλόστομος.

(πομφόλυγα = φούσκα)

-Ήλθε και αυτός ο πομφολυγοπαφλάζων, με ύφος δεκαπέντε καρδιναλλίων, και μας τα έπρηξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δώσει υπερθετική ιδιότητα στο προσδιοριζόμενο όνομα. Συνώνυμα: απίθανος, φοβερός, μεγάλος, πολύς κτλ.

  1. Ρε πήγες και αγόρασες αυτήν την παπαριά που διαφημίζει η τηλεόραση; Τρελή απάτη, κορόιδο σε πιάσανε φιλαράκο!

  2. Με πήρε χαμπάρι ο διευθυντής που κοιμόμουνα στη δουλειά κι έφαγα τρελό γαμήσι! Παραλίγο να με απολύσει!

  3. Τρελό παιχτρόνι ο Λιθουανός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τέλειος, ο απίθανος, καύλα. Λέγεται με θαυμασμό και ενθουσιασμό.

- Καύλα ο καινούριος μου υπολογιστής ε;
- Καλά φίλε, είναι γαμάτος! Γρήγορα, φέρε μπύρες και μελομακάρονα και βάλε το Heroes να παίξουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκπάγλου καλλονής δεσποινίδα/κυρία την οποία χρησιμοποιεί ένας κύριος στις κοινωνικές εξόδους του προκειμένου να αποκρύψει την ομοφυλοφιλική του φύση. Εναλλακτικά, αυτή που κουβαλάμε έξω για να το παίξουμε ωραίοι.

- Ρε συ, κοίτα ο Γιώργος με τι γκόμενα κυκλοφορεί!
- Έλα ρε συ, όχι και να κυκλοφορεί με γκόμενα η αδερφή! Καμιά μπουζουριέρα θα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.

Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.

(από acg, 22/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα μπρατσωμένου ρετρό «υπερανθρώπου» που χρησιμοποιείται για προσδιορισμό τόφαλου, πολύ χοντρής σαβουρογκόμενας.

- Δες μαλάκα τι περνάει, πωπω, πρέπει να είναι τουλάχιστον 500 κιλά! Δες και τι φοράει ρε μαλάκα, θα μας τρελάνει!
- Πού πά ρε Τζιμ Αρμάο με το μίνι!

(από patsis, 28/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η και καλά άβγαλτη, η σιγανοπαπαδιά, η από μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα.

- Εγώ σε παρτούζα; Με προσβάλλεις!
- Μη μου το παίζεις παρθενοπιπίτσα ρε συ. Σε ξέρω τι πουτανάκι είσαι...

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπέλα με κοντό σγουρό φουντωτό μαλλί (αλά Τάμτα) και μοιάζει απόγονος της φυλής ζουλού σε μια εκδοχή διαστημικής ταινίας...

- Τι έγινε ρε! Μας βρήκαν τα X-Files και στην παραλιακή;
- Γιατί ρε;
- Βλέπω να περπατάν πολλοί ιπτάμενοι δίσκοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified