Further tags

Το πρεζάκι.

- Τσεκάρισε τον κόμη τζάνκουλα, σέρνεται το λείψανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραβέλι.

- Εγώ πάντως αυτόν τον Τζον Τραβόλτα δεν τον γαμάω.

(από Khan, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεις κάποιο τούμπανο και είσαι με πατσόλα.

Άσε ρε μαλάκα, έσκασε και η δικιά μου με 2 μουνάκια, την έπαιζα και έκλαιγα.

..στο 0:50, από τις πιο δυνατές σκηνές σε ταινία ever (seriously) (από Jonas, 12/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ετυμολογία της λέξης:

Ετυμολογικά η λέξη κάγκουρας προέρχεται από τα ίδια τα καγκουρό. Πώς γίνεται αυτό:

Σύμφωνα με μια θεωρία, εκείνοι που παρακολουθούν μια κόντρα αυτοκινήτων - στιγματίζοντας έτσι τον εαυτό τους γιατί δεν συμμετέχουν - από το κρύο αναγκάζονται να βάλουν τα χέρια στις τσέπες, παίρνοντας μια σκυφτή στάση. Πάλλονται για να ζεσταθούν θυμίζοντας έτσι τα καγκουρό.

Ο όρος προεκτάθηκε και από τους θεατές - κάγκουρες πέρασε στους ίδιους τους οδηγούς - κάγκουρες που ποζάρουν με το αυτοκίνητό τους και προσπαθούν να πουλήσουν μούρη.

Ο όρος πήρε και μια άλλη προέκταση για όποιον γενικά προσπαθεί να δείξει κάτι και θέλει να τραβήξει την προσοχή του κοινού με την οδήγηση, τη μόδα, το στυλ, τη συμπεριφορά του κλπ.

Ουδέν σχόλιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ντρέπεται να πει ή να κάνει κάτι.

  1. - Έλα ρε πλάκα θα έχει... Θα δεις!
    - Δεν έρχομαι ρε Νίκο... Φοβάμαι!
    - Άει μωρή κλασομπανιέρα!

  2. - Στείλε τον Κώστα να πάει να της μιλήσει!
    - Ποιον Κώστα ρε... Αυτός είναι κλασομπανιέρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν μπορεί να παίξει μπάλα, δηλαδή να φλερτάρει με ευκολία, επαγγελματισμό και αποτέλεσμα.

  1. - Ρε είδα τον Νίκο χθες με μια κουκλάρα... - Ποιόν, τον Νίκο;... Αυτός είναι άμπαλος ρε!

  2. - Ρε συ δε με θέλει η Μαρία! - Αφού είσαι άμπαλος ρε Γιώργο...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης χαρακτηρισμός προσώπου.

- Τι είπες μωρή κωλοτρυπιδόσουπα;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/Η έχων/έχουσα μακρόχρονη αποχή από σεξουαλικές δραστηριότητες. Κοινώς, ο αγάμητος.

Αρκτικόλεξο που σημαίνει Σύλλογος Επικινδύνων Λόγω Παρατεταμένης Αγαμίας.

- Ρε συ; Σ.Ε.Λ.Π.Α. κι ο Γιάννης; Πώς κάνει έτσι μόλις δει θηλυκό;
- Άσε, πρόεδρος και βάλε...

Το σήμα της ΕΛΠΑ (από poniroskylo, 16/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που γουστάρει πολύ τα γυναικεία οπίσθια (ε, άμα είναι γκέι τα αντρικά...)

  2. Αυτός που του αρέσει να κάνει πρωκτικό σεξ.

  1. - Ω ρε μανίτσα μου, κοίτα έναν πάτο που έχει η γκόμενα!
    - Α, εσύ είσαι μεγάλος κωλαράκιας!

  2. - Το 'χω ανάγκη πολύ Αννίτα μου, από πίσω σου λέω... Εεε, άντρας είμαι, το θέλω!
    - Σιγά ρε Κωνσταντίνε, ηρέμησε! Δεν τό'ξερα ότι είσαι κωλαράκιας!

(από Cunning Linguist, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified