Further tags

Ο τάχας / ο μονίμως παριστάνων κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Από το αγγλικό pretender.

- Δεν τον γαμάς τον πρετεντέρη! Την είδε πλούσιος...

(από Khan, 02/06/13)

Από το αγγλικό pretender (=αυτός που προσποιείται), το οποίο στα ελληνικά ταυτίζεται απόλυτα με το επώνυμο γλοιώδους δημοσιογράφου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικροσκοπικό παιδί (κυριολεκτικά είναι το σαυράκι).

Ήλθαν δυο παιδιά να πουν τα κάλαντα. Το ένα ήταν ένα σαμιαμίδι μια σταλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνήσιος, αυτόχθων Αθηναίος.

- Από πού κατάγεται ο κ. Αγησίλαος:
- Είναι γνήσιος Αθηναίος, γκάγκαρος, γενεές δεκατέσσερις!

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήθεν τυπάκος που το παίζει γόης και λεφτάς για να ψαρέψει κοπελίτσες (χαμηλού IQ πάντα), που προσπαθεί συνέχεια να κρύψει τα κόμπλεξ και τις ανασφάλειές του κατηγορώντας τούς άλλους, γενικά ο γλοιώδης τύπος.

- Ρε συ ο Λιμοκοντορίδης χτύπησε Μερσεντές!
- Άσε ρε με τον λεμέ, κανένα σαράβαλο απο μάντρα θα αγόρασε και μας πουλάει μούρη τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορθόδοξος παπάς (προφανώς λόγω ενδυμασίας).

Ακούστηκε από τον αποσχηματισθέντα πρώην Αρχιμανδρίτη Αργύρη Τσακαλία (θείο του Ξηρού της 17Ν).

-Κι αυτός ο Αρχι-μπάτμαν...
(ο Α. Τσακαλίας μιλώντας στην TV αναφερόμενος στον πρώην προϊστάμενό του Αρχιερέα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παπάς (λόγω γενειάδας) εξού και το υβριστικό τραγόπαπας.

- Πάτερ μου ελάτε κι από δώ να μας κάνετε αγιασμό!
- Από εκεί, θα περάσει άλλος τράγος! (δηλ. στο απέναντι πεζοδρόμιο)

(ΑΛΗΘΙΝΗ στιχομυθία, την παραμονή των Θεοφανείων!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιγούρι, ο λιμασμένος, ο γύφτος.

- Ήρθε σπίτι μου χτες και μου άδειασε το ψυγείο το λιμάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).

- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!

κούρβα τα πίτσκατα (από Fotis Nitsiopoulos, 27/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως στην επαρχία οταν κάποιος κάνει χαζομάρες ή είναι άβουλος, και παραπέμπει στα οικόσιτα κτήνη.

Ρε το ζωντανό, πήγε και κόλλησε το αγροτικό μέσα στο χωράφι.

ή

Περιμένεις να ψηφίσουν κάτι διαφορετικό απ' αυτό που τους είπε ο μπαμπάς τους, αυτά τα ζωντανά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζώο (εκ της Τουρκικής).

-Τι έκανες εκεί βρε ζώον; Μα τόσο χαϊβάνι είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified