Further tags

Άβγαλτη.

Μην ασχολείσαι. Είναι αγαθομούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενυχτισμένη γκόμενα που τα έπινε έως πρωΐας και δεν βλέπεται.

Πού τα έπινες μωρή ξελόντζα μεχρι τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Μυτιληνιός που ζει Αυστραλία.

Κάθε καλοκαίρι έρχονται στο νησί καγκουρογκασμάδες για διακοπές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτικός, συνήθως περιπλανώμενος ιατρός (τις παλαιότερες εποχές), ο σκιτζής ιατρός.

Παλιός, κλασσικός όρος, που δεν πρέπει να λείπει από το λεξικό αυτό.

- Δεν φταίει κανείς άλλος, φταις εσύ, που πίστεψες αυτόν τον κομπογαννίτη, ότι με την λοσιόν που σου πούλησε θα έβγαζες μαλλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακός τεχνίτης.

Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καρντάσης» και «καρντασάκι»:αδελφός, αδελφάκι απ' το τούρκικο kardash.

Χρησιμοποιείται στη Μακεδονία μεταξύ φίλων.

- Ρε καρντασάκι, πότε θα βρεθούμε για κάνα καφέ;
- Χαλαρά δικέ μου, όποτε θες μέσα.

Δες και θεσσαλονικιώτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρίγγλα και κακιασμένη γυναίκα, της οποίας οι παραξενιές οφείλονται σε άγαρμπες παλιές σχέσεις.

- Μας έχει τρελάνει στο καψόνι αυτή η Καριολίδου στη δουλειά.
- Κακογαμημένη είναι και ξεσπάει στ' αγοράκια η μαλάκω, αγνόησέ την.

βλ. και στραβογαμημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω την εντύπωση ότι το Ε αντιστοιχεί στη λέξη επικίνδυνος, τουτέστιν ΕΛΠΑ = Επικίνδυνος Λόγω Παρατεταμένης Αγαμίας.

- Ωραίο γκομενάκι η Μαιρούλα....
- Τρελάθηκες; Αυτή είναι ΕΛΠΑ, άμα σε βάλει κάτω κάηκες!

(από Hank, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άκακος άνθρωπος, αυτός που δε μπορεί να προξενήσει κακό σε κάποιον άλλο.

-Πώς ανέχεται και του μιλάει έτσι η γυναίκα του; Εγώ θα την είχα πλακώσει στα χαστούκια και μετά θα την χώριζα! -Δεν τον ξέρεις τώρα τον Γιάννη; Αρνάκι ήταν ανέκαθεν, πού να τολμήσει να μιλήσει άσχημα η να σηκώσει το χέρι του;

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που λέει ψέμματα με σκοπό να εντυπωσιάσει τον συνομιλητή του.

-Βγήκαμε χτες με τον Γιάννη για ποτό. -Καλά περάσατε; -Ωραία ήταν, αλλα πολύ παραμυθάς αυτός ο Γιάννης βρε παιδί μου. Προσπαθούσε να με κάνει να πιστέψω οτι κάθε βδομάδα έχει και διαφορετική κοπέλα επειδή αγόρασε καινούργιο αμάξι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified