Further tags

Ο δήθεν ερεθιστικός. Για τις γυναίκες δεν χρησιμοποιείται ειρωνικά, συνήθως.
Για αντικείμενα: μπορεί και να σημαίνει ζόρικο, νευρικό, κλπ

  1. Κοίτα το τέρας που κάνει και τον καυλιάρη...
  2. Πολύ καυλιάρα γκόμενα η Ανίτα!
  3. Πήρα ένα αυτοκίνητο πολύ καυλιάρικο (ακολουθεί ατελείωτη και βαρετή περιγραφή του αυτοκινήτου).

(από Khan, 03/10/12)

Βλ. και καβλιάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήθεν ερωτικός.

α. Πολύ τον σεξουλιάρη μας παριστάνει ο Μάκης...
β. Σεξουλιάρα γκόμενα, αλλά δεν την πήδαγα με τίποτα.
γ. Αγόρασα ένα φόρεμα πολύ σεξουλιάρικο. Να δούμε πού θα το φορέσω...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που αργεί να γυρίσει ένα τσιγαρλίκι.

- Ε τον ρούκουνα τον Περικλή, το γονάτισε... Γύρνα το ρεεεεεεεεεεε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που είναι τόσο χαζός που το βλάκας δεν είναι αρκετό για να τον καλύψει ως άτομο!

- Πω πω! Τι βλάκας που είναι ο Μήτσος!
- Αυτός δεν είναι βλάκας, είναι δεκαπεντόβλακας!!!!

[Και τα μυαλά στο μπλέντερ]!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως από ηλικίες 14-18 για να δηλώσει μια ξενέρωτη κατάσταση.

Νατάσα: Ο Γιώργος μου 'φερε μια ανθοδέσμη χθες βράδυ που 'λεγε «σ' αγαπώ μωρώ μου θέλω να μαστε μαζί για πάντα!».

Αννα: Και τα 'χετε μονο 1 βδομάδα; Ξενέεεεεεεεεε!!!

Αφρικανέ Αφρικανέ, μου φαίνεσαι πολύ ξενέ! (από Khan, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Πόρνη που δεν στεγάζεται σε οίκο ανοχής, αλλά κάνει πιάτσα στον δρόμο.

Οι μόνες περιπατητικές που έμειναν στην εποχή μας είναι τα «κορίτσια» στη Συγγρού.

Περιπατητική φιλοσοφία (από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή που θέλει διακαώς να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αν και η φωνή της είναι λίγο πιο μελωδική απ' του κορακίου. Ντύνεται, μάλλον γδύνεται, για ν' ανέβει στην πίστα, θυμίζοντας περισσότερο περιπατητική παρά καλλιτέχνιδα.

Από εκπομπή του Μητσικώστα:

«Και τώρα, η διεθνούς φήμης ψολίστ, Στέλλα Μπεζ!»

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή που γουστάρει πολύ κάθε είδους πούτσο.

- Μάντεψε ποια συνάντησα σήμερα με τον νέο της γκόμενο αγκαλιά: την Πιπίτσα.
- Α, την κυρία Χατζηπούτσογλου θες να πεις; Τι νέο γκόμενο μωρέ, ξεπέτα κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων ό,τι λέει η λέξη.

Πολύ κομπλεξάρας ρε παιδιά ο τύπος. Μόνο άνδρες πήγαμε στην ερημική παραλία, όλοι πέσαμε γυμνοί στη θάλασσα, κι αυτός ντρεπόταν να βγάλει το σώβρακο. Λες να 'ναι κοντοτσούτσουνος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άπληστος, καβάτζας, παρτάκιας.

- Να γυρνάει ρε κροκόδειλε, να γυρνάει!
- Μόλις τό 'σκασα ρε μαλάκα.
- Τι μόλις τό 'σκασες ρε παπάρα, έχεις κάψει και την τζιβάνα να πούμε. Φέρ' το λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified