Απο το πουριτανή καριόλα. Είναι αυτή που την ξέρουν ως σεμνή, όμως με τη πρώτη ευκαιρία αποδεικνύει το αντίθετο.
- Είδες ρε συ Λόλα, αυτή η Στέλλα που σαλιαρίζονταν με τον φλούφλη..;
- Ναι ρε μόρτισσα, σ'το είχα πει ότι είναι πουριτανιόλα.
Απο το πουριτανή καριόλα. Είναι αυτή που την ξέρουν ως σεμνή, όμως με τη πρώτη ευκαιρία αποδεικνύει το αντίθετο.
- Είδες ρε συ Λόλα, αυτή η Στέλλα που σαλιαρίζονταν με τον φλούφλη..;
- Ναι ρε μόρτισσα, σ'το είχα πει ότι είναι πουριτανιόλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος που χρησιμοποιείται για άτομα ανεξαρτήτως καταγωγής αλλά κοινού στυλ, το οποίο πρόσκειται στο στυλ του «μπραχαμιού». Δηλαδή παρωχημένες ενδυματολογικές επιλογές οι οποίες θυμίζουν βλάχο σε νεαρή ηλικία, εξού και η λέξη.
- Ήμουν Ποσειδώνος και περίμενα 7 ολόκληρα λεπτά να άναψει το κωλοφάναρο, και δε φτάνει μόνο αυτό, ήταν και ένας βλαχοτηνέιτζερ μπροστά μου που είχε πωρωθεί με το "Τζίγκλι μπελς" της Θώδη και δεν ξεκινούσε με τίποτα ο μαλάκας. Μια ολόκληρη ουρά περίμενε να τελειώσει η τραγουδάρα!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη η οποία σημαίνει τον υπερήλικα, με μία δηκτική ωστόσο χροιά. Σημαίνει δηλαδή τον μεγάλο σε ηλικία και ανίκανο, εξαιτίας της ηλικίας αυτής, για τα περισσότερα πράγματα.
-Όλο το βράδυ μου έκανε καμάκι ο πατέρας του Γιώργου. Δε βλέπει που δεν μπορεί να περπατήσει καλά καλά, θέλει και έρωτες το ραμολί, κατάλαβες;
Βλ. και παππουδέλι, γεροντάματα, μουστόγερος, Μαθουσάλας, λυκόπουλο, το, πίτα του παππού, πα(π)πουτσοθήκη, σαβανοκαρτέρης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος ή κάτι που είναι για πέταμα, άχρηστο ή άσχημο.
- Πήγα και πήρα αυτή την οθόνη που είχα βρει στην αγγελία και είναι για τα μπάζα, μια θολούρα βλέπεις μόνο! - Ε τι περίμενες με 50ευρώ που έδωσες;!;
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιείται για άνδρες κάθε ηλικίας που πρόσκεινται στο στυλ «μπυροκοιλιά, αξύριστο του βρομιάρη, αθλητική εφημερίδα παραμάσχαλα, φραπέ στο χέρι και κωλοχωρίστρα τριχωτή που φαίνεται κατά τη διάρκεια της επίκυψης ή και χωρίς αυτήν».
- Ο Γιάννης ο Ελληνάρας πήγε στο survivor να κάνει τι; Να πιει φραπέ με τους πελεκάνους;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απαντάται κυρίως στο θηλυκό γένος και αναφέρεται σε γυναίκα που περνά τα -συνήθως χαμηλά- στάνταρ του ανδρός.
- Η Μαρία θα φέρει και μια φίλη της το βράδυ.
- Καλή;
- Αξιαγάμητη!
Βλ. και γαμισάμπλ, κρεβατάμπλ, γαμήσιμος, ευγάμητος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ξένος, ο αλλοδαπός, κυρίως οι νεαρές αλλοδαπές τουρίστριες.
Και μέχρι το επόμενο καλοκαίρι που θα ξανάρχονταν τα ξενάκια, τα καμάκια τις πόλης πέρναγαν τις ώρες στους στο καφενείο, παίζοντας μπιλιάρδο, χαρτιά και λέγοντας ιστορίες των κατακτήσεών τους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κάτοικος των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Γιαννιώτες βλέποντας την αντανάκλαση του φεγγαριού στην λίμνη της πόλης τους και νομίζοντας πως έχει πέσει μέσα, τρέξαν με παγούρια να αδειάσουν τη λίμνη και να πιάσουν το φεγγάρι. Τον χαρακτηρισμό αυτό μέχρι και σήμερα τον θεωρούν υποτιμητικό.
- Γεια σου ρε Παναγιώτη Παγουρά! - Καλά ρε Γιώργο, να με κορόιδευε κανείς άλλος να το δεχόμουν. Αλλά όχι και συ ρε που είσαι από το Αγρίνιο!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος ποτέ και με τίποτα. Δεν χάνει ευκαιρία να γκρινιάξει, να κλαφτεί και να κατηγορήσει την μοίρα του για ό,τι συμβαίνει.
- Θα πάω για καφέ με τον Τάκη θα 'ρθεις; - Με αυτόν τον κλαψομούνη; Θα αρχίσει πάλι πως δεν έχει γκόμενα, λεφτά, όρεξη, πως δεν του αρέσει ο καιρός, η δουλειά του, ο καφές και ο κόσμος στην καφετέρια! Άσε προτιμώ να κάτσω μόνος μου καλύτερα.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος που χρησιμοποιείται ανεξαρτήτως φύλου και ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου κάποιος είναι ιδιαιτέρως θορυβώδης.
- Τι τσιρίζεις μωρή καραμούζα;;; Σου είπα, αν δεν το βουλώσεις δεν πάμε πουθενά!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified