Further tags

Ο ομοφυλόφιλος άντρας. Χρησιμοποιείται ως ύβρις.

Τι λες μωρή λούγκρα; Ποτέ έμαθες εσύ από μπάλα και θα μας πεις και για τον Ολυμπιακό τώρα;

(από GATZMAN, 20/09/09)

βλ. και πούστης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδεικνύει ομοφυλοφιλία. Προέρχεται από τον τρόπο που κάθονται ή και καπνίζουν οι ομοφυλόφιλοι, με τον καρπό γυρισμένο προς τα έξω.

- Ρε κοίτα εκεί στην γωνία, η Ρούλα με έναν τύπο. Λες να βρήκε γκόμενο; - Τι γκόμενο ρε συ, δεν τον βλέπεις τον τύπο πως τον σπάει τον καρπό, φιλενάδες είναι.

Δες επίσης και καίω τη βάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παιδεραστής. Χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για άντρες που τους αρέσουν οι μικρότερες γυναίκες.

- Τον είδες τον Παναγιώτη με την εικοσάχρονη που κυκλοφορεί; - Ναι τον παιδέρα, αυτή θα μπορούσε να είναι κόρη του! - Εντάξει μωρέ, καλά τρώει αυτός, καλά του τα τρώει και αυτή, τα βρίσκουν!

(από jesus, 25/01/09)

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συμμαθητής με τις γυαλούμπες που πάντα όλοι ήθελαν να τον χτυπήσουν και να του πάρουν το σάντουιτς, αλλά το έκαναν πολύ λιγότερο συχνά απ' όσο θα ήθελαν γιατί «θα είχαν να κάνουν με τη δασκάλα».

-Θα του βάλω τα γυαλιά στον κώλο να κλάνει μυωπία, του βρωμοαπουσιολόγου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, αυτός που το γλεντάει «από πίσω».

- Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες.

«Ποιό λεβέντη; Τον τέτοιο μου τον πισωγλέντη...» (Ελληνοφρένεια) (από vikar, 12/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.

Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οι πράξεις του ή τα λόγια του δεν βγάζουν κανένα νόημα και δεν έχουν κανένα σκοπό. Αλλιώς: ο Ό,τι να 'ναι.

- Τι ασυναρτησίες λέει αυτός τόση ώρα; - Άφησε τον στο κόσμο του, είναι τελείως κουκουρούκου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο την λέξη «βροντή». Αυτός που πέφτει ή τρακάρει με μοτοσυκλέτα. Κατά το πέσιμο ή το τρακάρισμα παράγεται ένας δυνατός ήχος. Μια βροντή. Εξ ου και το βρόντακας.

-Ο βρόντακας πήγε και βρόντηξε πάνω στο πεζοδρόμιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίδια σημασία με τον καμένο. Ο κατεστραμμένος από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ.

-Εγώ πλέον δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τον Κώστα. Αφού είναι καΐλας, άλλα του λέω και άλλα καταλαβαίνει. Δεν του 'χει μείνει κύτταρο για κύτταρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατεστραμμένος, συνήθως από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ. Αυτός που έχει κάψει πάρα πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με τις παραπάνω καταχρήσεις και φαίνεται στον τρόπο που μιλάει και φέρεται.

Κοίτα ρε τον καμένο! Μόνος του μιλάει, μόνος του γελάει, μόνος του χορεύει. Τι έχει πάρει και κάνει έτσι άραγε;

Δες και κάρβουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified