Further tags

Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.

Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...

Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, σπαγγοραμμένος.

- Κέρνα μια μπύρα κι εσύ μια φορά ρε εβραίε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που καπνίζει πολύ, το φουγάρο.

-Ανάβει το ένα μετά το άλλο. Μερικές φορές καπνίζει και δύο μαζί. Τούρκος σου λέω...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού poseur. Ο επιδειξίας, αυτός που μοστράρει κάποια ιδιότητά του (μπράτσα) ή κάποιο απόκτημά του (αυτοκίνητο, mp3-player) για να προκαλέσει το θαυμασμό, τη ζήλια των άλλων. Λέγεται και ποζέρι, πόζερος.

- Κοίτα αυτόν πόση την έχει!
- Τι να δω... την κάλτσα που έχει βάλει στο βρακί του για να φουσκώνει; Ο ποζεράς...

(από Khan, 16/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που δεν ξέρει τίποτα, το κούτσουρο.

- 124 ευρώ διά 10 άτομα;
- ...
- Πες ρε μαλάκα, αφού είμαι σκράπας στα μαθηματικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που δεν ξέρει τίποτα ή είναι χαμηλών πνευματικών δυνατοτήτων, ο σκράπας.

- (γύρισμα σελίδας) Ποιος είναι ο Αλογοσκούφης ρε ΄συ;
- Καλά, είσαι τελείως κούτσουρο μιλάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ στενός φίλος - υπερθετικό του κολλητός (πεπαλαιωμένος όρος).

- Πες μου Μάκη, και είσαι κολλητός με τον Ψινάκη;
- Αυτοκόλλητος Μιμή - θα σε κάνω Βανδή...

(από Khan, 26/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ στενός φίλος (πεπαλαιωμένος όρος).

- Ποιοι θα πάτε Στρέφη;
- Εγώ και καναδυό κολλητοί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας - πατρινή διάλεκτος.

Ουστ, ρε παλιομινάρα!

(από Khan, 16/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.

Τι είπες ότι έκανες;;; Δεν παίζεσαι με τίποτα ρε πούστη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified