Further tags

Ο ταξιτζής, από παράφραση του ονόματος, του γνωστού Αιγύπτιου ηθοποιού Ομάρ Σαρίφ. Πέραν της εύκολα κατανοητής παράφρασης, η φράση προσφέρει και το επιπλέον εφέ της ανάδειξης οπτικών συνειρμών με μεγάλο μέρος της ευγενούς τάξεως των ταριφέων, δηλαδή μαυριδερός, μουστάκι, ανατολίτικο στυλ (ειδικά για τουρίστριες Βορείων χωρών).

Δυστυχώς για τον πραγματικό Ομάρ (γενηθείς ως Michel Demitri Chalhoub), οι δικοί μας ταρίφες συνήθως δεν διαθέτουν τα προσόντα του, δηλαδή κοσμοπολίτικο αέρα, γνώση ξένων γλωσσών (μιλάει εξαιρετικά Αραβικά, Αγγλικά, Ελληνικά και Γαλλικά, ενώ λιγότερο καλά Ιταλικά και Τουρκικά) και εξαιρετικό ταλέντο στο χαρτοπαίγνιο μπριτζ.

Συγνώμη Ομάρ, οι δικοί μας είναι αμφίβολο αν μιλάνε ακόμα και Ελληνικά, αλλά σαν και εσένα, από υποκριτικό ταλέντο οι περισσότεροι σκίζουν!

- Τι ώρα πετάμε αύριο;
- Στις 10. Θα περάσει ο Ομάρ Ταρίφ να μας μαζέψει στις 8.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που πέρασε στα ελληνικά από τα αραβικά, μέσω τουρκικών [τουρ. tekke, το μουσουλμανικό μοναστήρι].

Στα νέα ελληνικά βέβαια, ο όρος δε χρησιμοποιείται με τη θρησκευτική του διάσταση, αλλά αναφέρεται στο καταγώγιο που συχνάζουν οι χασισοπότες και είναι γεμάτο καπνό από τους ναργιλέδες που «εργάζονται» αδιάκοπα.

Με άλλα λόγια, ο χώρος των «Μοιραίων» του Κ. Βάρναλη.

  1. Άσμα Τζίμη Πανούση, από το δίσκο Μουσικές Ταξιαρχίες:

Ο τεκές

Μόλις μπουκάρω στον τεκέ
τον αργιλέ τσακώνω
και μες στα φυλλοκάρδια μου
τραβώ τον ξελιγώνω.

Του τεκετζή ξηγήθηκα
να τον ξαναγεμίσει,
μα για κακή μου σύμπτωση
σώθηκε το χασίσι.

Και ξεμπουκάρω απ' τον τεκέ
μες την ταβέρνα πάω,
δυο ποτηράκια εφετινό
κάθομαι κοπανάω.

Ζούλα τρελός στη σούρα μου
βγαίνω απ' την ταβέρνα,
για το τσαρδί μου πάγαινα
είχα γενεί στην πένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αντρογυναίκα, η γυναίκα αλόγα, η ψηλή και άχαρη, η νταρντάνα στα χειροτερότερά της, αυτή που θα πεθάνει από καρκίνο του προστάτη. Μπορεί να είναι και τζιβιτζιλού, μπορεί όμως και να μην είναι.

Καθόσον η χρήση της έκφρασης προϋποθέτει μια έστω στοιχειώδη εξοικείωση με την πολιτική και τα διεθνή θέματα, θα την ακούσεις κυρίως σε πιο ιντελεκτουέλ / κολωνακιώτικους κύκλους, που αποφεύγουν συνειδητά την αναπαραγωγή λαϊκάντζικων και κακόηχων λέξεων, όπως οι παραπάνω.

Ο συνταγματάρχης Μουαμάρ ελ Καντάφι, δικτάτορας κατ' ουσίαν της Λιβύης από το 1969, είναι ένας ζωντανός πολιτικός θρύλος. Η εκκεντρικότητά του ξεπερνά κάθε όριο. Μορφή υπερτεράστια και γκροτέσκα, τροφοδοτεί με τα καμώματά του τα διεθνή Μήδια σε συνεχή βάση. Ιδίως οι διεθνείς επισκέψεις του φέρνουν σε περιφερόμενο τσίρκο, ένα πανηγύρι του τρελού: στήνει τη βεδουίνικη σκηνή του στα πάρκα των πόλεων, πραγματοποιεί αυτοκρατορικές εμφανίσεις με κουστωδίες και παράτες και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.

Οι επισκέψεις του Καντάφι είναι όμως κι ένα πανηγύρι του μουνιού, καθώς ο ίδιος, γνωστός μουνάκιας, συνοδεύεται πάντοτε από καμιά σαρανταριά και βάλε γυναίκες-σωματοφύλακες, για την προστασία του από τους κακούς απογόνους των αποικιοκρατών. Οι γυναίκες αυτές είναι και καλά πολεμικές μηχανές, εκπαιδευμένες σε ειδική κανταφοσχολή, δεμένες με όρκο ζωής και θανάτου προς τον ηγέτη. Υποτίθεται - εδώ γελάμε - πως παραμένουν παρθένες, οι κακές γλώσσες όμως λένε πως ο Καντάφας τις έχει περάσει από ένα χεράκι, έτσι να ξέρει τι ψωνίζει ο άνθρωπας..

Τα ιντερνάσιοναλ Μήδια αρέσκονται να τις ανεβάζουν και να τις κατεβάζουν ως ωραίες και σεξουλιάρικες, όμως η θλιβερή πραγματικότητα είναι πως οι περισσότερες μοιάζουν σα να έχουν τρακάρει με τρόλεϊ, μπαζόλες, ανδροειδή του κερατά... Αυτά βέβαια ισχύουν μάλλον για τα εκλεπτυσμένα λαϊφσταλάδικα γούστα μας, ενώ ως γνωστόν περί ορέξεως κολοκυθόπιτα..

- Μαλάκα πως σου φαίνεται η Γεωργία η ρεσεψιονίστ; Μου σκάει κάτι χαμόγελα τον τελευταίο καιρό όταν μπαίνω, κόλαση σε λέω...
- Εσύ αγόρι μου πρέπει να 'χεις να γαμήσεις πολύ καιρό. Ή μήπως να σου συστήσω κανά καλό οφθαλμίατρο; Ρε δε τη βλέπεις πως είναι η γυναίκα, καμήλα με τα όλα της, σαλάχι, υβρίδιο, ιππόκαμπος, σωματοφύλακας του Καντάφι και δε συμμαζεύεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γκόμενα με την ευρύτερη έννοια, συμπεριλαμβανομένης και της συνομοταξίας μουνάρα. Βλ. και τα πολλά παράγωγα του συνθετικού -μούνα.

  2. Κάποιο αντικείμενο θαυμασμού, πόθου ή φετιχισμού.

  3. Σε σεσινεπασλάνγκ, γυναικείο Αραβικό όνομα (منى ) που σημαίνει «επιθυμίες».

  1. - Κάποια στιγμή διαπίστωσα ένα γυνακείο βλέμμα να έχει καρφωθεί πάνω μου, ήταν μια σαραντάρα περίπου, μούνα με ενα εξώπλατο φόρεμα που το σκίσιμό του άφηνε ακάλυπτο όλο το μπούτι, το έκφυλο βλέμμα της με είχε κυριολεκτικά αναστατώσει.
    (από εδώ)

  2. - Εγω σου λεω να βαψεις μαυρο (αλλα οχι ματ) ζαντες, σασι και καπακια μοτερ πορτοκαλι τα πλαστικα και αμα εχεις λευτα κανε ενα νικελ το πιρουνι και το ψαλιδι. Πιστεω πως θα ειναι πολυ μουνα αμα θες κανε τις ζαντες διχρομια οπως λες!!!
    (από εδώ)

  3. - Εδώ στο πρόγραμμα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Ιορδανία, η Μούνα συνεχίζει τον αγώνα της να ξαναπερπατήσει. Σήμερα, η Μούνα θα βάλει ξανά τα τεχνητά της μέλη... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που συνηθίζεται απο τους αντι-Λαζοπουλικούς και σημαίνει το προφανές.

- Τι λέει πάλι αυτός ο αηδίας, ο αλ τσαντίρ μαλάκ; Πότε θα πάψει επιτέλους να ασχολείται με το κάθε παρτσακλό;

(από FARSOKOMODIA, 18/12/09)Τα λεφτά, λεφτά μην ξεχνιόμαστε... (από FARSOKOMODIA, 18/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και η καλή έννοια. Αυτός που δε μασάει. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Το σκληρό καρύδι. Το αγύριστο κεφάλι, και όχι υποχρεωτικά ακραίος, αλλά πάντως μοναχικός, ως άτομο ή ομάδα. Που έχει την άποψη και τις ιδέες του και τις υπερασπίζεται αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

- Να πιάσουμε τον δασάρχη ν’ αποχαρακτηρίσει την έκταση και μετά βγάζουμε και την άδεια. - Εδώ έχεις μπλέξει φίλε, ο δασάρχης δεν πιάνεται, είναι ταλιμπάν.

(από joe909, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίεργη λέξη με πολλές σημασίες. Επίρρημα.

Στον Βόλο και στην ευρύτερη περιοχή λέγεται ακόμα και σήμερα με τη σημασία πράγματι, όντως.

Στη Μεσσηνία και στην Αρκαδίασημαίνει παρά ταύτα.

Άλλος το δίνει τέλος πάντων από το αραβοτουρκ. akibet (συνέπεια, αποτέλεσμα).

Στην Αχαΐα το λένε για το επιτέλους ή το ντε και καλά.

Στην Αιτωλοακαρνανία (βλ. παρ. 3) μπορεί και να έχει την έννοια ήδη.

Τη λέξη αναφέρει και ο Μακρυγιάννης.

και ναι, δεν είναι σλανγκ...

  1. Δεν ακούς, σου είπα ότι θα σπάσει εκεί όπου το έβαλες και ακουμπέτι έσπασε!

2, Ακουμπέτι, να μην τα πολυλογούμε και για να μη βαρυγκομάς, για όλα τούτα, Βεζύρη μου, έχεις, στ' αλήθεια, άξιο πιά, για το Γριπονήσι αρματολό...
«Το χρονικό μιας Μικρής Πολιτείας κι ενός Μεγάλου Ήρωα», Γ. Παπαστάμου

  1. Τι επάθανε οι ερμαδιακιές και δε γεννάνε, δεν ξέρω. Εφάγανε ακουμπέτι ούλο το αραποσίτι, εγιομίσανε τον τόπο κοτσιλιά και αυγό μπίτι.
    Δρυμώνας, Αύγουστος 2009, τοπική εφημερίδα, Βασίλειος Η. Σκανδαλής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To σίσα (shisha) πρόκειται για τον γνωστό (ν)αργιλέ. (συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης).
Λέγεται και χούκα (hookah).

Ψήνεσαι να πάμε να καπνίσουμε κάνα σίσα στον Πειραιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified