Further tags

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό που παραπέμπει στην σπόντα, το «καρφί», την λεγόμενη σφήνα ρε παιδί μου, που μπαίνει ανάμεσα σε ζευγάρια / παρέες από τρίτους.

Ακούστηκε πρώτη φορά (;) σε μεσημεριανή εκπομπή, κάνοντας την ομιλούσα να καραφλιάσει, αλλά και να googl-άρει μήπως νοιώσει καλύτερα βρίσκοντας την ετυμολογία. Μάταιος κόπος.

Λέγεται και μαλαφούκι. Σπανίως γίνεται χρήση της λόγω της περίεργης προφοράς της.

- Λοιπόν άκουσα πως αυτή η καημένη, η βήτα διαλογής, βάζει κέρατο στον άντρα της.
- Άι μωρή! γιατί βάζεις μαλαφούκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «ευχαριστώ». Όπως λέμε σπέκια, σόρια.

Δεν είναι μόνο το θένκι - τα θένκια, αλλά πάει και με το thank you το οποίο συχνάκις ακούγεται «θένκγια».

- Πω! και γαμώ τα κουρέματα! Σπέκια!
- Θένκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της ναυτικής σλανγκ.

Η ξαφνική καταιγίδα που ξεσπάει βίαια, συνήθως μικρής διάρκειας.

Μου θυμίζει το αγγλικό rage (=οργή). Στα γαλλικά πάντως, ouragan είναι η θύελλα.

Εκφράσεις: είναι ραγάνι, κατεβάζει ραγάνι, πετάει ραγάνι.

  1. Ο καιρός έδινε 8αρι τραμουντάνα, αλλά εδώ την νύχτα είχε φτάσει 9άρι γραίγο με το κύμα να μπαίνει ζωντανό στον Εύδηλο και να λούζει το λιμάνι ενώ ο αέρας ήταν ραγάνι. Από εδώ (καταχώριση Νο 6).

  2. Άσχετα το ότι είναι Ιταλός ο πλοίαρχος, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένας τέτοιος όγκος σε πρυμοδέτηση είναι πολύ δύσκολο να ασφαλίσει ιδιαίτερα στην Ηγουμενίτσα σε ένα λιμάνι που από το πουθενά μπορεί να πετάξει ραγάνι, ή να γίνεται χαμός άμα έχει κακοκαιρία. Από εδώ (καταχώριση Νο 16)

  3. «Θα το βγάλω ραγάνι, που θέλει να πει, καταιγίδα σφοδρά μα μικρής διάρκειας. Κι άμποτε Θε μου, το τελευταίο να΄ναι στη ζωή μου. Καλοπέρασα με την πρώτη, τον τυφώνα, στα νιάτα μου, μ΄ακόμα πιο πολύ, χίλιες φορές πιο πολύ, με τούτη, το ραγάνι,** τώρα που μπαίνω στα γεράματά μου. Φτάνει πια.»
    Από το μυθιστόρημα του Βασίλη Λούλη, «Τη λέγανε Μαρία» (1948).

(από Mr. Cadmus, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρηματική πατέντα που λύνει ιδιαίτερα πολύπλοκα προβλήματα χρησιμοποιώντας ευτελή εργαλεία της καθημερινότητας.

Από το τηλεοπτικό γατόνι των έητηζ Μαγκάιβερ (που μπορούσε να αφοπλίσει πυρηνικές κεφαλές με έναν ελβετικό σουγιά, δύο συνδετηράκια και λίγη μονωτική ταινία) και του σλανγκοεπιθήματος -ιά.

Αγγλιστί: MacGyverism.

Πάσα: Señor Cadmus στο Δ.Π., Βίκαρ.

- Το ξηλωνω, του βαζω διακοπτη η μηπως γινεται καμια Μαγκαιβερια σε επιπεδο BIOS ή S/W και υπακουσει στας διαταγας μου;
(εδώ)

- Ωραιος! Χρησιμοτατο μηχανημα και το κολπακι με το κομπουτερακι πολυ μαγκαιβερια!!!!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άμυαλος, ο μωρός παρθένος, ο έχων μυαλό νηπίου, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο άμπαλος γενικότερα...

Προέρχεται από τα αξιολάτρευτα «Τελετάμπις», χαρακτήρες αγαπημένης παρέας τηλεοπτικής σειράς απευθυνόμενης σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, την οποία ο τηλεοπτικός Δρακουμέλ εφηύρε, προκειμένου να τα σκλαβώσει αιωνίως στο κλουβί με τις ηλίθιες... Ως εκ τούτου, απετέλεσαν άλλη μία δικλείδα του συστήματος για την από νωρίς, οπτικοακουστική, ποιμαντορική εξάρτηση του εκκολαπτόμενου τηλεοπτικού ποιμνίου...

Επιπλέον, λόγω της γενικότερης ξενέρας και ανουσιότητας που προξενούσαν στο «κριτικό μάτι», αυτές οι φιγούρες, με τα καμώματά τους, κατ' επέκτασιν, μπορεί ο τελετάμπης να ταυτιστεί με τον ξενέρωτο, τον αδιάφορο, τον νυσταλέο τύπο...

- Άντε, τελετάμπη, κουνήσου! Πάλι μουχλιάζεις στο κομπιούτερ; Σήκω να πα να δούμε κάνα στρινγκάκι στο «μπόντις»!

Teletubbies (από poniroskylo, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σορτάρω, δάνειο εκ του shorting της αγγλόφωνης χρηματιστηριακής ιδιολέκτου, που σημαίνει πως «επιδίδομαι στην χρηματιστηριακή πρακτική του short selling», δηλαδή της πώλησης μετοχών τις οποίες δεν έχω ακόμη στην κατοχή μου αλλά τις έχω ως δανεικές (με την προοπτική πως θα τις ξαναγοράσω όταν θα πέσει η αξία τους), το οποίο αν και έχει μεταφραστεί ως ανοικτή πώληση, μολαταύτα χρησιμοποιείται αυτούσιο στον οικονομικό τύπο και τους ελληνικούς χρηματιστηριακούς κύκλους.

Εμπεριστατωμένη ανάλυση και σχόλια περί του φαινομένου και στο λήμμα σορτάκιας.

  1. Επίσης δάνειο του αγγλικού sort out, που σημαίνει ξεδιαλέγω, ξεσκαρταρίζω. Η χρήση του όμως δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη.

Πάσα: Πειρατίνα Τζένη (από την Υεμένη;)

  1. - Η κρίση, που έμεινε γνωστή ως κρίση των καταθέσεων και δανείων, έληξε επίσημα το 1995 και το Resolution Trust Corporation ενσωματώθηκε στον εγγυητικό μηχανισμό της Fed (Federal Deposit Insurance Corporation), που είχε δημιουργηθεί την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης τη δεκαετία του '30, με στόχο τη ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος και την προστασία των αποταμιευτών σε περιπτώσεις τραπεζικών πτωχεύσεων. Σε μια ακόμη δραματική εξέλιξη στο πλαίσιο της επιχείρησης σωτηρίας των διεθνών κεφαλαιαγορών, οι βρετανικές χρηματιστηριακές αρχές ανακοίνωσαν την απαγόρευση της πρακτικής των ανοιχτών πωλήσεων (short selling), δηλαδή της πώλησης μετοχών που δεν έχουν υπό την κατοχή τους οι επενδυτές, αλλά τις έχουν δανειστεί και η οποία θεωρείται ως μία από τις πηγές της πρόσφατης χρηματιστηριακής αστάθειας. (Από εδώ)

  2. - Στον SP500 θα διακινδυνέψω σορτάρισματα τις επόμενες εβδομάδες γιατί πιστεύω ότι η «τύχη θα είναι με το μέρος μου». Αλλά προσοχή είναι για μεγάλα παιδιά παιχνίδι. ΠΧ... Εαν δω μια «παράλογη ανοδική αντίδραση» παρακολουθώ 60λεπτα διαγράμματα και μόλις το σύστημα δώσει κορυφή εγώ σορτάρω. Αυτό με δεδομένο ότι η βραχυχρόνια τάση είναι καθοδική. Δεν ξέρω πως παίζεις εσύ τα παράγωγα αλλά εγώ είμαι πολυ προσεκτικός γιατί δεν έχω λεφτά για πέταμα. Γενικά τα παράγωγα τα προτείνω μόνο σε πολύ έμπειρους αλλιώς μοιάζει σαν να δίνεις πυρηνικά όπλα σε έναν μαθητευόμενο μάγο! Ποια θα είναι νομοτελειακά η κατάληξη; (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο από την αγγλική λέξη death (θάνατος), σχετική με το μουσικό μεταλλικό ιδίωμα του death metal.

Η ντεθιά, όμως, σαν ελληνική λέξη, πάει ακόμη παραπέρα. Η χρήση της ενδέχεται να σηματοδοτεί τέσσερα σχετικά μεν, αλλά επί της ουσίας διαφορετικά πράγματα:

  1. Μία δισκογραφική δουλειά του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

  2. Ένα μουσικό πέρασμα σε κομμάτι το οποίο μπορεί να παραπέμπει συνθετικά και εκτελεστικά στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα.

  3. Ένα ολοκληρωμένο μουσικό κομμάτι δισκογραφικής δουλειάς του μουσικού χώρου της μέταλ, το οποίο χαρακτηρίζεται από την συνθετική (κατά κύριο λόγο) τεχνοτροπία του death metal, έστω και αν συνολικά ο δίσκος κινείται σε άλλα μουσικά μονοπάτια (τις περισσότερες φορές εντός του ευρύτερου μεταλλικού μουσικού ιδιώματος).

  4. Οτιδήποτε μπορεί να παραπέμπει ηχητικά στα στοιχεία του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος.

Τέλος, η λέξη ντεθιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχετικά με άλλες περιπτώσεις (σχετικές ή μη με τις διάφορες μορφές τέχνης) υποδηλώνοντας μία αποπνέουσα ζοφερή, πένθιμη ή ψυχοπλακωτική διάθεση ή έκφραση. Στην περίπτωση αυτή, το ουσιαστικό μετατρέπεται στο επίθετο ντεθιάρικος (ντεθιάρικη, ντεθιάρικο).

  1. Μπράβο βρε Gothic καιρό είχα να ακούσω τόσο καλή ντεθιά. (Από εδώ)

  2. τι ψαγμενη ντεθια ειναι αυτη... απο σουηδια ακουμε μονο the haunted... (Από εκεί)

  3. Sorry αλλά με πολλαπλά takes και hard panning και καμιά 100 βατ και κανά μπουστάρισμα και κανά eq και ένας βοξ μπορεί να βγάλει που και που καμιά ντεθιά... (από παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα μεταβατικό.

Παραδόξως, αν και προερχόμενο από το λατινογενές arrivare, φτάνω, στα ελληνικά έχει σλανγκιστεί ως διώχνω, εκπαραθυρώνω. Και δη βίαια, χωρίς ελπίδα επιστροφής και εξηλέωσης. Άιντε, και στα δικά μας.

Συνδέεται χαλαρά με το αυτοκτονώ κάποιον λόγω της μεταβατοποίησης (γουώου) αμετάβατου ρήματος, αλλά εδωπέρα έχουμε μια πιο ακραία αλλαγή του νοήματος. Στο αυτοκτονώ η ενέργεια παραμένει κατά βάσιν η ίδια, ενώ εδώ αντιστρέφεται, και αδυνατώ να καταλάβω πώς μπορεί να προέκυψε, εφ' όσον το ίδιο ρήμα, εξελληνισμένο, στην αμετάβατη μορφή του απαντά και με την κανονική σημασία.

Έχω την εντύπωση, ας μιλήσει και το φιλοσλάγκον κοινό, ότι παίζει ούτως καί στην αμετάβατη μορφή του, δηλαδής αριβάρω ίζολ φεύγω. Σε αυτήν την περίπτωση, αν δεν το λέω μόνο εγώ δηλαδή, δίνεται μια κάποια εξήγηση.

Συνώνυμα: σουτάρω, την κάνω.

  1. - Άλλαξε πάλι προπονητή ο γαύρος;
    - Σιγά μην τον χάριζε ο σόκρατες, στο δίμηνο τον αριβάρησε...

  2. - Ωπ, άργησα! Αριβάρω παίδες και τα μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified