Further tags

Συντμημένη εκδοχή του «απαυτός», που χρησιμοποιείται για να υποδείξει άτομο συγκεκριμένης ιδιότητας, την οποία ο ομιλών αγνοεί.

Το ακούσαμε δια στόματος Φώφης (Αντιγόνη Κουκούλη) στην ελληνική ταινία «Ένα έξυπνο μούτρο», όταν εισβάλλει στο γραφείο του Πότη (Β. Αυλωνίτης) και του Ιορδάνη (Ν. Ρίζος) και το αγαπήσαμε πάραυτα, γιατί κακά τα ψέματα, γεμίσαμε ποφτούς σ' αυτή τη χώρα...

(από το ορίτζιναλ, όσο το επιτρέπει η ασθενής μου μνήμη)
Φώφη: - Εσύ είσαι ο ποφτός, ο διευθυντής εδώ μέσα να πούμε;
Ιορδάνης: - Ναι, εγώ είμαι ο ποφτός!
Πότης: - Και εγώ ποφτός είμαι!
Φώφη: - Καλέ πόσοι ποφτοί είστε εδωπέρα μέσα!
Πότης: - Είμαστε πολλοί! Και εσύ ποφτή είσαι;

Μεταξύ 1.13.00 και 1.15.00 - είναι ολόκληρη η ταινία ταινία (από poniroskylo, 17/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαινομενικά πάμψυχρη γυναίκα. Αυτή η οποία, από το βλέμμα της μέχρι τα τρίσβαθα του κόλπου της, δείχνει ακίνητη σα μαρμαρωμένη -και κρύα σαν το μάρμαρο. Από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις χαρακτήρων (έχει δει κανείς ποτέ;). Προσοχή: όχι η μπλοκέ γυναίκα που είναι σεξουαλικά ψυχρή ή που είναι αντικοινωνική και κρύβεται πίσω από μια ανέκφραστη όψη. Μιλάμε πάντα για αξιοπρέπεια, κύρος και απόλυτο έλεγχο.

Ο παραμυθένιος αυτός χαρακτηρισμός δεν βγάζει λοιπόν απέχθεια, ούτε καν μπορεί να καταχωρισθεί ως Πρόστυχος ή Σεξιστικός. Είναι τίτλος. Εγείρει το δέος και τον σεβασμό, ακριβώς όπως και το μάρμαρο -ως πέτρωμα, ως αξία, ως χρήση.

Μια μαρμαρομούνα είναι μεγάλη πρόκληση. Αν σε δεχθεί (όχι «υποκύψει»!), έχεις καταφέρει όσα λίγοι. Και αξίζεις πολλά. Άρα η μαρμαρομούνα είναι κάτι ανώτερο και της αρχοντομούνας, θα λέγαμε ο υπερθετικός βαθμός της. Το δε παγόμουνο είναι εντελώς τελείως άλλη κλάση, όπως λέει ο jonas στο λήμα-ασίστ ice queen.

Τι γίνεται τώρα κάτω από την μαρμάρινη αυτή όψη και πόζα, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Οι λίγοι που μάθανε δεν μπορούν να εξηγήσουν.

Παραθέτω και το χότζειο σχόλιο του ice queen:

Ιταλικά λέγεται fica di marmo = μαρμαρομούνα. Ως «βασίλισσα του χιονιού» λέγεται και στα τούρκικα, αλλά δε θυμάμαι πώς.

- Ρε συ, έχει χαθεί ο Στέλιος, έχεις μάθει νέα του, είναι καλά;
- Δεν ξέρω, είναι τελειωμένα ερωτευμένος με μια μαρμαρομούνα, το παλεύει, γράφει ποιήματα κι ετς τώρα.

(από Khan, 19/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ή γέρος, fun της Goth μουσικής και lifestyle, που χλαπακιάζει ασυστόλως burgers, πατατάκια, πίτσες και παιδάκια με το αίμα τους, με αποτέλεσμα να γίνεται παχύσαρκος και να μεγαλώνουν τα βυζιά του. Επιμένει να φορά όμως κολλητά μαύρα και δερμάτινα και μπιχλιμπίδια και να γίνεται ρόμπα στους Goth κύκλους. Από Βισιγότθος.

- Ακούνε οι ελέφαντες Goth; - Ο Λάκης είναι, ο Βυζιγότθος.

(από xalikoutis, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά η λέξη προήλθε από την επιθεώρηση του Σεφερλή «Ο Μπαχαλόγατος» (απέναντι από το πατσατζίδικο του Τζιτζιφιόγκουρα), αλλά στην πορεία απέκτησε την έννοια του Τζιτζιφιόγκου, του Φλώρου.

- Πωπω τον Βρασίδα δεν τον πάω μια!
- Ούτε εγώ, α ρε τον Τζιτζιφιόγκουρα, να ούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους Πατρινούς, αλλά και από τους δυτικοελλαδίτες γενικότερα. Υπάρχει και η ορθογραφία Μοιραλέικα, αλλά δεν είναι ετυμολογικά σωστή.

Η ερμηνεία είναι απλή και δεν θέλει πολλή φαντασία. Όπως συμβαίνει με τα αρχίδια καπαμά και τα αρχίδια μέντολες αναλόγως και εδώ πρόκειται για μαλακίες, για τρίχες, για γελοιότητες.

Ας κοιτάξουμε τώρα και την προέλευση της έκφρασης.

Πολλοί θεωρούν ότι είναι εφεύρεση του πάλαι ποτέ βουλευτή Αχαΐας, Μένιου Κουτσόγιωργα, ο οποίος την έκανε γνωστή πανελληνίως. Για την ιστορία, όταν γνωστός εκδότης ζήτησε από τον Κουτσόγιωργα να σχολιάσει τις φήμες για το σκάνδαλο Κοσκωτά, εκείνος απαξίωσε το ζήτημα, με τον χαρακτηρισμό 'αρχίδια Μιραλέικα'.

Στην πραγματικότητα όμως, άλλη είναι η καταγωγή της έκφρασης. Και συγκεκριμένα, το ένδοξο Μιράλιο ή Μιράλι, μικρό χωριό λίγο έξω από την Πάτρα.

Τι το ξεχωριστό έχουν τα απίδια των Μιραλιωτών; Ό,τι και τα Καλαβρέζικα, φαντάζομαι!

(Από τον Ιστό)

''Τό Πανεπιστήμιο πρώτα είναι χώρος
εκπαίδευσης καί μετά παραγωγής πολιτικής.
Όλα τ΄άλλα είναι αρχίδια Μοιραλέικα
(τό κατά Κουστόγιωργα 1ο,ψαλμός 6ος
στίχος 5ος).

Αναστάσης.''

βλ. και μπαρούφα (-ες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που, σε σύγκριση με κάτι άλλο, είναι ή δείχνει μηδαμινό, ανάξιο λόγου.

Προέρχεται από κάποια διαφήμιση των τότε μοναδικών ανταγωνιστών Κολυνός / Kolynos και Colgate. Μία από τις δυο είχε βάλει φθόριο και ήταν ... Fluoride, ενώ όλες οι άλλες ήσαν απλώς οδοντόκρεμες.

Η έκφραση γενικεύθηκε με λίγο σκωπτική απόχρωση και ακούγεται ακόμα από κάτι γέρους σαν τον Hodjas για παράδειγμα.

  1. Μπροστά στη Μύκονο, όλα τα άλλα νησιά είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  2. Μπροστά στη ρακή των Εξαρχείων (όταν την πίνεις παρέα με το Hodjas) όλες οι άλλες ρακές είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  3. Μπροστά στον ΧΧΧΧΧ όλοι οι άλλοι χρήστες είμαστε απλώς οδοντόκρεμες.

  4. Μπροστά στο slang.gr όλοι οι άλλοι ιστότοποι είναι απλώς οδοντόκρεμες.

κ.ο.κ. ad infinitum

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα μισοριξιά.

Κυριολεκτικά, η κοντή και αδυνατούλα που όμως το παίζει Πάμελα...

Μεταφορικά, η χειριστική γυναίκα, η πουτανόψυχη.

Το μισο-, ενώ αναφέρεται στο ήμισυ, τελικά χωράει και την απόχρωση του μίσους, ως προς την χρήση της, καθότι η λέξη χρησιμοποιείται εξαιρετικά υβριστικά.

Επίσης ουδετεροποιείται και γίνεται «μισομούνι».

  1. δεν θα σε κανει οτι θελει το καθε μισομουνι

  2. μαζί με ένα άλλο εξίσου πράσινο
    μεταχειρισμένο μουνόπανο και εκείνο το μισομούνι την Εύη Τζέκου,
    τη στήσανε και πήγανε να φάνε τον άνθρωπο τον Ζαχόπουλο.

  3. μισομούνες ξεπρωκτιασμένες ημίκολπες πουτανάρες της μητριαρχικής σπυριασμένης χοάνης που μουγγνίζοντας σας ξέρασε σ' αυτόν τον κόσμο...

όλα αυτά τα καταπληκτικά, από το νέτι.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την παλιά καλή και ξένοιαστη εποχή της δραχμής, ο τσιγκούνης, φραγκοκίλερ, φραγκοφονιάς.

Πάλι μια μελιτζανοσαλάτα μόνο παράγγειλε στην ταβέρνα ο δραχμολάτρης και φυσικά μετά πλήρωσε ρεφενέ.

(από joe909, 04/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτοξεύεται ειρωνικά σαν βαριά μομφή αποκλειστικά προς άντρες:

  • Όταν αυτοί κόντρα στο (όχι και τόσο άδικα) βαθιά ριζωμένο στερεότυπο, είναι φανατικοί οπαδοί της ήσσονος έως καθόλου προσπάθειας χωρίς αυτή η στάση τους να έχει κάποια σχέση με το «δε θέλει κόπο· θέλει τρόπο»,
  • Όταν αυτοί έχοντας ξεφύγει απ’ ότι αρμόζει ρετροσεξουαλικώς, όχι μόνο εμφανισιακά, σε κάθε πραγματικά αρχιδάτο, έχουν υιοθετήσει σα δεύτερο πετσί την κορεκτίλα και την ατσαλάκωτη βιτρίνα των ομιλούντων κεφαλών και των γιάπηδων, τρέμοντας στο παραμικρό στραπατσάρισμά της. Άλλωστε, η εικόνα, ιδιαίτερα στα ΜΜΕ, είναι από καιρό σημαντικότερη απ’ το καθαρό κούτελο του ντόμπρου αρσενικού και το άσπιλο όνομα,
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον τζαζεμένο πως πρέπει να κουλάρει αφού δεν τρέχει μία κι επιπλέον υπάρχουν εκεί κάτω πράγματα που ζαλίζονται, υπενθυμίζοντάς του πως η ενασχόληση με τρίχες δεν αποτελεί τεκμήριο σοβαρότητας και
  • Όταν κάποιου του κατεβάσουν τη μάπα ακόμη και στις κινηματογραφικές αμερικλανιές πλέον, σπάνια μένει ανέπαφη η χωρίστρα. Οπότε, από αλάνι, μπορεί να σημαίνει αυτόν που αποφεύγει να παίξει ξύλο (και μεταφορικά), από δειλία.

Η φράση συχνά ακολουθεί το απαξιωτικό «σιγά» κι εκτοξεύεται άνετα κι εναντίον όλων όσων έχουν ξεχάσει άθελά τους τι είναι η χωρίστρα, επιτείνοντας την ειρωνεία.

Κατόπιν όλων αυτών είναι προφανές πως οι φράσεις:

  • «Χωρίς να χαλάσει η χωρίστρα» σημαίνει «χωρίς κούραση / άνετα / χαλαρά / δίχως συνέπειες»
  • «Θα χαλάσει η χωρίστρα» σημαίνει «σιγά το πράγμα» αλλά λέγεται και επιθετικά σαν γείωση όταν βαριόμαστε να κάνουμε κάτι.

Για την περιποίηση, τιθάσευση και απόδοση λάμψης στα μαλλιά, χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς διάφορες ουσίες, πολλές απ’ αυτές λιπαρές με βάση ζωικά ή φυτικά έλαια. Μεταξύ αυτών το μεδουλάρι (μεδούλι με λίπος), η λίπα (χοιρινό ξίγκι), και οι λιγότερο μπίο μπριγιαντίνη, brylcreem κι ένας σωρός πομάδες. Σήμερα διάφορα τζελ, αφροί κι εγώ δε ξέρω τι άλλο, γεμίζουν σειρές από ράφια στα απανταχού σούπερ-μάρκετ εξασφαλίζοντας περισσότερο ή λιγότερο περίτεχνα χτενίσματα που λανσάρουν διάσημοι κάθε είδους.

Λαμβάνοντας υπόψη την προσοδοφόρα προώθηση του μετροσέξουαλ τύπου, το γεγονός πως πολλοί εργαζόμενοι άντρες πλέον δεν είναι χειρώνακτες και ασφαλώς τα επίπεδα ανεργίας, δεν είναι τυχαίο πως παίζουν τα πολύ κοντινά στην έκφραση «σιγά το καλτσόν» και «σιγά μη φύγει κάνας πόντος» που εστιάζουν τη απαξίωση του ανδρισμού σε σεξουαλικό κι όχι σε άμεσα σωματικό, ψυχικό άρα στην τελική, σε ευρύτερα κοινωνικό επίπεδο.

  1. - Κανόνισε να έρθω για καμιά βόλτα από τα μέρη σου και να έχει τίποτα κοτρόνια στο πουθενά κακομοίρη μου! Εγώ τουλάχιστον του τα διέλυσα όλα για να έρθετε όλοι, και να μη σας χαλάσει η χωρίστρα στο μαλλί κουβαλώντας. Άσε που τέτοια κοτρόνια δεν έχετε εσείς από εκεί. Έχετε μόνο βουτυράκι.

  2. - Παιδιά, ούτε όταν περιμέναμε τα αποτελέσματα του ΑΣΕΠ δεν έριξα τόσο γέλιο με τον σαρκασμό της αναμονής!! Όλοι καλά, πάντα καλά!! Τον βρίσαμε, τον βρίσαμε τον Αρούλη, φοβήθηκε μην του χαλάσει η χωρίστρα απ’ τις κατάρες και πώς θα εμφανίζεται στα κανάλια!!! Με πήρε πριν λίγο κι αυτός ο θείος μου ο αιρετός και μου είπε ότι «αναγκάστηκαν να τους βγάλουν τους πίνακες μετά από πιέσεις. Δεν είχαν σκοπό για τώρα!!!!!!»

  3. - Σιγά ρε, σιγά μη χαλάσει η χωρίστρα. Έτσι αφορίστε την πολιτική και θα σας κυβερνάει ο φούφουτος. Αυτό μας έλειπε τώρα να κινδυνεύουμε από τους πολιτικοποιημένους πολίτες. (σχολιάζει την κριτική πατεράδων με που διαδηλώνουν μαζί με τα παιδιά τους).

  4. - Σύντροφοι, είστε παλικάρια. Χίλια μπράβο, τι άλλο να πω; Είστε απίθανοι! (…) Είσαστε αγωνιστές από τους λίγους. Τέτοιους μωρέ θέλουμε, όχι κυριλάτους αριστερούς με γραβατούλα που φοβούνται μη χαλάσουν τη χωρίστρα τους.
    (επικροτεί δράση υπέρ των μεταναστών που τη θεωρεί ευθεία πρόκληση εναντίων Χρυσαυγιτών, στον Αγ. Παντελεήμονα Αχαρνών).

  5. - Κρίμα τον καημένο. Του χάλασαν τη χωρίστρα. (σχολιάζει ειρωνικά την επίθεση στο βουλευτή Κ. Χατζηδάκη που επιπλέον τυγχάνει φαλακρός).

  6. - Τι μούτρα είναι αυτοί του pick n' roll. Ρε, όταν έρχεται ο ψηλός για σκριν έχει στο μυαλό του να ρολάρει και να του δώσετε καλά τη μπάλα κοντά στο καλάθι. Όχι ρε ρεμάλια, να βάλει αυτός τα στήθια του, να κοπανίσει με το σκριν του αυτόν που στο κάτω - κάτω της γραφής εσάς μαρκάρει και όχι αυτόν, για να σουτάρετε εσείς άνετοι και ωραίοι, χωρίς να χαλάσει η χωρίστρα σας από τα 5-6 μέτρα.

  7. - Γιατί συγχύζεστε; Θα χαλάσει η χωρίστρα!(…) (σχολιάζει γελοία ενδυματολογικά παράπονα).
    - Φέτα το παίρνουμε μάτια μου, αλλά για να το πάρω φέτα εκτός, πρέπει και λίγο να ξεσπάσω εντός, δε βρίσκεις;

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάπιο ονομάζουμε ένα αντικείμενο όταν δεν είναι τόσο καλό ποιοτικά.

Το αντίθετο, δηλαδή όταν κάτι είναι πολύ καλό, το ονομάζουμε μουνάρα.

- Καλός ο καφές στο νέο μαγαζί;
- Μπα, σάπιος ήταν.

- Σάπιο το φτηνοκινητό που αγόρασα, ούτε bluetooth δεν έχει.

- Καλή η νέα γκόμενα του Μήτσου;
- Όχι ρε, σάπια ήταν.

- Το ηχοσύστημα στο αμάξι σάπισε, μία διαβάζει τα cd, μία όχι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified