Selected tags

Further tags

Ολοκληρωμένη η έκφραση έχει ως εξής: με άφησε νταντέλα ή είμαι νταντέλα, σε έκανα νταντέλα. Συνώνυμο του τους πήρα και τα σώβρακα, μας άφησαν άφραγκους, τίναξα την μπάγκα στην Καζαμπλάνκα, δεν έχω ούτε για ταξί, με ξεζούμισαν κ.λπ. Η λέξη προέρχεται από την δαντέλα, λόγω της περίτεχνης μπορντούρας και λόγω του ότι τα καλά εσώρουχα είναι δαντελένια.

Η έκφραση αναφέρεται συνήθως σε τρεις μεγάλους τομείς της ζωής. Τον τζόγο, τον έρωτα και το σεξ. Στους δύο πρώτους αφορά το οικονομικό, στον τρίτο την κατάσταση της κωλοτρυπίδας.

-Μεγάλη εμφάνιση ο δικός σου χθες.
-Τι έγινε, τους τάραξες;
-Πήρα όλο το τραπέζι. Μόνο ο Σάκης έμεινε στα λεφτά του. Οι άλλοι έφυγαν νταντέλα... Είχα πολύ ρέντα.

-Εκείνος ο ξάδελφος σου, τι απέγινε; Τι μούτρο κι αυτός! Αποφυλακίστηκε;
-Ναι, αφού του έκαναν τη σούφρα νταντέλα κάτι παλουκάρια...

-Κοίτα ρε που έμπλεξε πάλι ο Μπάμπης.
-Γάμησε τα. Και να πεις ότι δεν ήξερε, αλλά το το μουνί σέρνει καράβι.
-Θα πάθει και θα μάθει κι αυτός.
-Έτσι θα γίνει. Θα του φάει το Μαριζάκι ό,τι ακίνητο και κινητό διαθέτει και θα τον αφήσει νταντέλα, όπως τον πρώην της...

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία. Κατά συνεκδοχή, η αγορά επί πιστώσει. Κι αυτό γιατί οι παλιοί ταβερνιάρηδες είχαν ένα μικρό μαύρο πίνακα –την πλάκα– και εκεί σημείωναν με κιμωλία, με το τεμπεσίρι, τα βερεσέδια των πελατών, τα χρωστούμενα.

Η λέξη έχει επιβιώσει (just) με αυτή την έννοια στην έκφραση γράφω τεμπεσίρι –θέλει να πει η έκφραση πως σημειώνω ότι κάτι μου χρωστάς αλλά είτε δεν με νοιάζει να το ξεπληρώσεις, γιατί είναι ασήμαντο, είτε ξέρω ότι δεν πρόκειται να το ξεπληρώσεις, γιατί είσαι μπαταχτσής.

Υπάρχει επίσης και η έκφραση εσύ έχεις την πλάκα, εσύ και το τεμπεσίρι –δηλαδή, όλα τα εργαλεία και τα ατού τα έχεις στα χέρια σου και κάνεις κουμάντο.

Η προέλευση της λέξης, όπως έχει ήδη πει ο vikar, είναι από το τούρκικο tebeşir που σημαίνει ακριβώς κιμωλία και η σαφώς πιο συνηθισμένη σημασία της είναι η κιμωλία του μπιλιάρδου.

  1. Κάποιοι Έλληνες συνταξιούχοι με ένσημα μιας ζωής παίρνουν συντάξεις πείνας. Τους βλέπουμε κάθε μήνα στις ουρές να περιμένουν για λίγα ευρώ που θα τους φτάσουν για μια εβδομάδα και μετά αρχίζουν το τεμπεσίρι (αγοράζουν βερεσέ) για να μπορέσουν να επιβιώσουν. (από το blogathinaios.blogspot.com)

  2. (Από το τραγούδι «Μονά ζυγά τα χάνουμε» (1973), Στίχοι: Γ. Καλαμαριώτη, μουσική: Γ. Μητσάκη, ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη)

Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά / στενάζει η φτωχογειτονιά / καρτούτσο ξεροσφύρι / Στο καπηλειό του Βελωνιά / στη μουχλιασμένη τη γωνιά / και γράφε τεμπεσίρι.

  1. – Μεγάλο καλό, αδερφέ... θα στο χρωστάω...
    – Ναι ρε, εντάξει... θα το γράψω τεμπεσίρι...

  2. Ποιος είναι ρε, το κουμάντο σ' αυτό το ψιλικατζίδικο; O Ταρζάν και η τσίτα; Αυτοί δεν είναι που κρατάνε την πλάκα και το τεμπεσίρι; (Ρητορικές ερωτήσεις από το xanthiblogs.gr, οι «αυτοί» που αναφέρει είναι η κυβέρνηση)

Πλάκα και τεμπεσίρι (από poniroskylo, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτυχημένος στοιχηματισμός. Όταν τις παίζει στοίχημα (ΠΑΜΕ στοίχημα) και χάνει ότι λεφτά έχει βάλει. Είναι η πιο συνηθισμένη λέξη μεταξύ των πωρωμένων τζογαδόρων. Όλοι έχουμε πάει στον κουβά μπιπ το στανιό μου.

(το είχα πάθει πριν από κάτι μήνες)

Παίζω ένα κουπόνι για Σαββατοκύριακο. Τη Γκρόνιγκεν άσο, τη Σάλτσμπουργκ διπλό, τη Μπάρτσα διπλό μες στη Μπιλμπάο. Πιάνω και 3 ιταλικά. Και τι χάνω; Τι χάνω μπιπ τη γκαντεμιά μου; Τη Γκεντσλερμπιρλιγκί. Την είχα παίξει Χ την πουτάνα. Από τότε δεν ξαναπαίζω τούρκικα. Ο απόλυτος κουβάς.

Γιά φέρτε όλο το παραδάκι εδώ... (από Marco De Sade, 17/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πελάτης ο οποίος επιλέγει να αποχωρήσει δίχως να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό που αντιστοιχεί στα προϊόντα που έχει καταναλώσει σε ένα μαγαζί.

Αν και πιθανό έως προφανές αίτιο αυτής της συμπεριφοράς θα μπορούσε να θεωρηθεί η απώλεια του χρηματικού αντιτίμου που θα έπρεπε να καταβληθεί, τις περισσότερες φορές ο λόγος που οδηγεί τον καταναλωτή να «τραβήξει πιστόλα», όπως λέμε, είναι η υποσυνείδητη ανάγκη που νιώθει να πάει κόντρα στο κατεστημένο, αναδεικνύοντας την λανθάνουσα καουμπόικη κουλτούρα του. Βέβαια, σε καταστάσεις εκτεταμένης χρήσης αλκοόλ, ο πιστολέρο ίσως λειτουργήσει ακούσια, μη όντας ικανός να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να πληρώσει.

Η προέλευση της λέξης αυτής βρίσκεται στη μακρινή άγρια δύση, όπου ο περίφημος Κλιντ Ίστγουντ, οπλοφορώντας, κατανάλωνε αμύθητες ποσότητες αλκοόλ στα εκάστοτε σαλούν και κατόπιν αυτού, εξαιτίας του ευερέθιστου χαρακτήρα του, τραβούσε το πιστόλι του, τα έκανε όλα λίμπα και φυσικά έφευγε κούκλος-ηθοποιός χωρίς να πληρώσει τίποτα!

Αξίζει να σημειωθεί πως αδόκιμη θα ήταν η εννοιολογική ταύτιση της λέξης με τον ομώνυμο ανεγκέφαλο ποδοσφαιριστή του ΟΣΦΠ Κώστα Μήτρογλου, ο οποίος απέκτησε το προσωνύμιο αυτό λόγω του χαρακτηριστικού πανηγυρισμού του!

- Πωωω ρε μαλάκα... τσαλακώσαμε τρία χοτ ντογκ και δύο αραβικές πίτες ο καθένας... Να δούμε πώς θα πληρώσουμε τώρα...
- Άι οφ δε τάιγκα, ρε μαλάκα... θα φύγουμε πιστολέρο στο χαλαρό....

Βλ. και πιστόλα, πιστολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα που κατατίθεται με απεριόριστο ρισπέκ στον τρισμέγιστο ορίτζιναλ σλανγκογνώστη Γιώργο Γεωργίου.

Ερμηνεύεται ως το έσχατο σημείο απελπισίας λόγω χρεών, ένα βήμα πριν το πουλί δηλαδής. Το σημείο αυτό χαρακτηρίζεται απαξιωτικό ακόμα και μεταξύ των αλανιών που μεταχειρίζονται τέτοιου είδους εκφράσεις, και που βεβαίως δεν θεωρούν ανήθικο το να είσαι ωραίος και να έχεις και τα χρέη σου.

Μπαινοντας βαθιά στην ουσία του λήμματος, διαπιστώνουμε τα εξής:

  • Ότι η αλυσίδα του χρέους καταλήγει σε άτομα εκτός του monkeysphere του ομιλούντος
  • Μιλάμε σαφώς για ένα πληθος πολυάριθμο, αλλά ποτέ «όλον τον κόσμο», να μη λεμε και υπερβολές, σοβαροί άνθρωποι!
  • Η υποδιαίρεση της ανθρωπότητας στην οποία αναφερόμαστε αποτελεί κομματι του δυτικού ανεπτυγμένου κόσμου, οπότε και θα στραφούν σε ένδικα (και όχι μονο) μέσα για να πάρουν τα λεφτά τους.

(φορουμοαποριών συνέχεια....)

Γεια σας παιδιά.
Δουλεύω 6 χρόνια σε Α.Ε. ως τεχνικός η/υ με σύμβαση αορίστου χρόνου. Η συγκεκριμένη εταιρία χρωστάει σε όποιον φοράει παπούτσια. Ειδικά σε μένα χρωστάει «μόνο» μισθούς 10 μηνών συν δώρα. Το Φλεβάρη εγώ μπαίνω φαντάρος και από ότι διάβασα σε μερικές απαντήσεις σας δεν είμαι υποχρεωμένος να παραιτηθώ. Δυστυχώς θα κινηθώ δικαστικά [...] (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βερεσέ (επίρρημα): με πίστωση. Από το τουρ. veresiye, υπάρχει και ο τύπος της λέξης βερσιγιέ.

Ο βερεσές είναι η αγορά ή η πώληση με πίστωση. Τα βερεσέδια είναι τα οφειλόμενα χρήματα της αγοράς ή πώλησης με πίστωση. Το βερεσέδικο είναι το αντικείμενο που αγοράζεται/πωλείται με πίστωση.

τα ακούω βερεσέ: χωρίς να δίνω σημασία, χωρίς να τα λαμβάνω υπόψη. Απάντηση με έμφαση στο «ότι έχω ήδη πάρει την απόφαση μου και δεν με μεταπείθεις».

τζάμπα και βερεσέ: χωρίς σοβαρή αιτία, άσκοπα, μάταια, άδικος κόπος, πήγε στράφι.

  1. Αυτός, όλο βερεσέ αγοράζει χωρίς να ξεπληρώνει, πότε θα αγριέψουν οι προμηθευτές να του κάνουν κατάσχεση στην περιουσία του, δεν ξέρω… (=με πίστωση)

  2. – Δεν φοβάσαι τι θα ‘πει ο κόσμος αν προχωρήσεις στο διαζύγιο; - Αυτά τα ακούω βερεσέ! Ήδη έκανα την αίτηση διαζυγίου. (=δεν δίνω σημασία)

  3. –Τελικά ο δρόμος θα περάσει από αλλού. - Κρίμα, τόσος κόπος για να φτιάξουμε το εστιατόριο πήγε τζάμπα και βερεσέ. (=μάταιος κόπος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εορταστική εκείνη περίοδος όπου, επιτέλους, μαζεύεται και κανένα φράγκο παραπάνω και ξεχρεώνουμε δανεικά. Συνήθως συμβαίνει όταν ο τύπος που έρχεται να σφραγίσει το υποθηκευμένο μας σπίτι για λογαριασμό της τράπεζας πατάει ήδη το χαλάκι. Ο λεγόμενος 13ος μισθός είναι όντως 13ος μιας και ο γκαντέμης ποτέ δεν μένει στην τσέπη παραπάνω από όσο χρειάζεται να παιχτεί μια διαφήμιση με θέμα τα Πόκεμον ενώ ένα μούλικο παρακολουθεί.

Θα ήταν τρομερή παράβλεψη να μην αναφερθεί το κρυμμένο μήνυμα του λήμματος. Μιας και τα «εορταστικά έσοδα» εξαφανίζονται ως δια μαγείας πρέπει να έρθουν νέα που θα μας επιτρέψουν να καταναλώσουμε όλα τα «απαραίτητα» που επιβάλλει η περίοδος. Έτσι, το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων καταφεύγει σε μεθόδους δανειοδανείων ώστε και γαλοπούλα να φάει, και να πάει σε σαλέ για να έχει απάντηση στην ερώτηση «Πού πήγες διακοπές», και να κάνει τα 3/4 της Πτολεμαΐδας χαρούμενα γεμίζοντας το σπίτι με λαμπιόνια και εξασφαλίζοντάς τους λίγη δουλίτσα ακόμη και να βρει την κατάλληλη ενδυμασία που θα έχει την τιμή να τσαλακωθεί περιμένοντας στην είσοδο γνωστών ξενυχτάδικων. Οπότε έχουμε γέννηση καινούριων χρεών κάτι που απεικονίζεται με γλαφυρότητα από το λήμμα.

Βέβαια η μία και μοναδική λύση είναι η αγορά ενός ή και περισσότερων κασονιών με μπουκάλια βότκα, τοποθέτηση επάνω τους σκούφου του Άι Βασίλη που τα μετατρέπει αυτόματα σε χριστουγεννιάτικο δώρο και σόλο αποστολή εξαφάνισής τους. Άντε και καλές γιορτές!

(Ο Γρηγόρης βρίσκει στο δρόμο το Σταμάτη και συζητάνε σε Χριστουγεννιάτικο κλίμα)

Γρηγόρης: - Καλά Χριστούγεννα ρε Σταμάτη! Τί κάνεις; Πώς πάει;
Σταμάτης: - Καλά χρωστούγεννα να πεις καλύτερα. Άσε, από το πρωί τρέχω και πληρώνω... Μόλις πήρα τον 13ο μισθό πλήρωσα δόσεις για τις διακοπές που πήγαμε πρόπερσι, για το 3ο αυτοκίνητο που έχουμε για αποδράσεις στο βουνό, για την πλαστική στήθους της γυναίκας μου, για το σχολείο των παιδιών και πήγα και ψώνισα και για το ρεβεγιόν που θα κάνουμε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Δεν θέλω κουβέντα, θα έρθεις, είναι πλέον παράδοση.
Γ: - Να φέρω για δώρο τσιγάρα, σοκολάτες και μια τούρτα με κρυμμένο πριόνι μέσα ή θα την σκαπουλάρεις μέχρι την Πρωτοχρονιά;

(από Khan, 21/01/14)(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν πληρώνεις σε μαγαζί.

- Μαλάκα λέω να την κάνουμε πιστόλα.

Βλ. και πιστολιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιδίδομαι σε λούφα, τεμπελιάζω εν ώρα εργασίας φροντίζοντας να μη δίνω στόχο, εξαφανίζομαι την κατάλληλη στιγμή και αφήνω τους συναδέλφους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Αρμόζει ιδιαίτερα στις στρατιωτικές και στις δημόσιες υπηρεσίες.

  2. (μτβ.) Κλέβω, με ιδιαίτερη έμφαση στο λαθραίο της ενέργειας, υφαρπάσσω.

  3. Αποφεύγω την πληρωμή μιας οφειλής ή την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης.

  4. Περνάω, μεταφέρω, διεκπεραιώνω λαθραία.

  1. Εχω το προβλημα μου και εχω τους αναλγητους απο την υπηρεσια να με τρεχουν λες παω να λουφαρω με ψευτικο προβλημα
    εδώ

  2. μπήκα άοπλος
    στα πράσινα ντυμένος
    στο να λουφάρω άριστα εκπαιδευμένος
    πρωί πρωί
    και αγουροξυπνημένος
    να με τρέχει ένας καριόλης
    μόνιμα πορωμένος
    ένα-δύο
    ένα-δύο
    ένα-δυο.
    εδώ

  3. Ωραίο τασάκι, από το σταθμό το λούφαρες;

  4. ...free pass και σημερα στην Εγνατια....αν και η εταιρια ανακοινωσε για σημερα 18/10, γκραντ οπενινγκ με διφραγκο το περασμα,δεν υπηρχε θεμα...ανοιχτα....
    ..οσο ειναι ανοιχτα εγω, λουφαρω 8 ευρω την εβδομαδα,426 ευρω τον χρονο...παντα για προορισμο Κομοτηνη - Θεσ/νικη,ελα - πανε.....δεν θα πω μην σωσουνε να τα ανοιξουνε,γιατι θελουμε τον αυτοκινητοδρομο παντα ανοιχτο και καλυτερο.........και βεβαια να τα σκανε και ολοι οι διπλανοι μας,που στηριζουνε το εμποριο τους και στην Εγνατια....................
    εδώ

  5. Στο στρατοπεδο που με στειλανε (εβρο) δυστυχως δεν μπορεσα να γλιτωσω τον πρωτο μηνα στην εκπαιδευση του οπλιτη με τιποτα, απλως κοιτουσα να λουφαρω το κρανος. Μετα απο αυτο εκανα μια σκηνη οτι εχουν παθει τα νευρα μου επειδη χανω μαλλια και ζητησα να δω δερματολογο που ηξερα πως δεν ειχε η μοναδα. Με εστειλαν σε κεντρικο νοσοκομειο οπου μοστραρα παλι ολα τα χαρτια και ο τυπος (ταγματαρχης νομιζω, ιατρος φυσικα) μου δινει ελευθερο για 1 μηνα.
    εδώ

  6. Οι τράπεζες της Ευρώπης… λουφάρουν αποταμιεύοντας
    εδώ

  7. Έλεγα να λουφάρω κι εγώ την περιουσία μου στο εξωτερικό, αλλά οι ελβετικές τράπεζες δε δέχονται καταθέσεις σε μεγαλοφυΐα και ψυχικό πλούτο.
    εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουμπανιασμένο, θεωρείται κάτι που βρίσκεται στα απώτερα όρια του. Προφ, η λέξη προέρχεται από το τέντωμα του δέρματος πάνω στο ξύλο, ώστε να κατασκευαστεί ένα αξιοπρεπές και αποτελεσματικό τύμπανο.

Βάση αυτού του χαρακτηριστικού του τύμπανου, η λέξη έχει σλανγκοποιηθεί σε άπειρους τομείς. Οι κυριότεροι από αυτούς:

  • auto moto: α) τουμπανιασμένο αυτοκίνητο είναι αυτό που μετά τις μετατροπές, καταλαμβάνει τον διπλάσιο όγκο. Αεροτομές, φτερά, τριπλάσια λάστιχα, προβολείς. Τουμπανιασμένη μηχανή είναι αυτή που επίσης έχει πάνω της όλα τα έξτρα αξεσουάρ του εργοστασίου, συν ότι aftermarket έχει κυκλοφορήσει. β) τουμπανιασμένος κινητήρας είναι αυτός που έχει φτάσει τα όρια του. Άλλος ένας ίππος και μπουμ!
  • γυμναστική: από τις ντόπες και την γυμναστική, γίνεσαι τούμπανο, τουμπανιάζεις. Δλδ τσιτώνουν οι μυς όπως το δέρμα του τύμπανου, και φαίνεται ότι λίγο να σφιχτείς, θα σκιστεί το δέρμα. Προ τουμπανιάσματος αγόραζες Μ(edium), και μετά XXL(large). Σαν το ανθρωπάκι της Michelin ένα πράμα.
  • φαγητό μέχρι σκασμού: η λαϊκή (ακροβατούμε μεταξύ σλάνγκ και κυριολεξίας) μεταφορά του επιστημονικού όρου «τυμπανισμός». Αμάν έχεις φτάσει σε αυτό το σημείο, μία γουλιά νερό μπορεί να σε σκάσει. Επιστημονικά ο «τυμπανισμός» είναι το φούσκωμα, είτε από δυσλειτουργία του πεπτικού, είτε από εκτεταμένη ασιτία, είτε από πνιγμό. Στη σλανγκ, μιλάμε για κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού ή ποτού, ή και τα δύο.
  • οικονομικά / τεχνολογία: α) για πιστωτικές κάρτες που είτε είναι στα όρια τους, ή τα έχουν περάσει, και πληρώνεις κάπου 30% τόκο! η χαρά του τραπεζίτη! β) φορτωμένες κάρτες, ή σκληροί δίσκοι.

auto / moto
...........
Σήμερα το έκλεισα.Πολύ καλό σαν καινούριο πραγματικά και τουμπανιασμένο με top case μπαγκαζιέρες bagster παροχή ρεύματος ψηλή ζελατίνα Givi.Ο φίλος το σκότωσε πραγματικά γιατί ήταν κοντούλης και πήρε ένα CBF
...........

γυμναστική
............
Τουμπανιασμένος δεν θα γίνει ούτως ή άλλως για΄τι η εφεδρίνη δεν προκαλεί πρήξιμο. ...........

(από electron, 04/09/10)(από electron, 05/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified