Γενικώς το καζανάκι. Γιαγιαδισμός. Στην Καναδία ξέρουμε τι είναι. Κι αν αυτοί οι ξενέρωτοι νομίζουν ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε, γελιούνται οικτρά. Υπάρχει σε κάθε σπίτι που υπάρχει και γιαγιά *. Πρόκειται για το δικό μας καταρράκτη τσέπης.
Κατά κυριολεξία, όχι οποιοδήποτε καζανάκι, αλλά εκείνο το κακοφορμισμένο, επίτοιχο ** από βαρέως τύπου μαντέμι με το αυτοσχέδιας στήριξης πλέον φλοτέρ και την ορφανή από χερούλι καδένα που δε λέει, όπως κι ο ορίτζιναλ νιαγάρας να σταματήσει να τρέχει στη λεκάνη μα και την πλάτη του επικαθημένου εις τον θρόνον (σε απόλυτη αρμονία με τη λαϊκή σοφία των ελληνικών καφενείων: οι θέσεις δεν πρέπει να είναι αναπαυτικές, προκειμένου να ανανεώνονται ταχύτερα οι πελάτες).
*πέριξ της επταετίας η Ελλάς επλημμύρισε (sic) από νιαγάρας που τοποθετούντο σχεδόν σε κάθε δημόσιο κτήριο (σχολειά – γυμναστήρια-κτελ-δημόσιες τουαλέτες) αλλά και πλασάροντο στους ιδιώτας ως τα αθάνατα καζανάκια. Είχε εγγίσει πλέον η ώρα να γίνει το λουτρό σύστημα και να κοπεί η συνήθεια της υπαιθρίου πραγματοποίησης της ανάγκης.
** "Τύπου νιαγάρα" τα ονομάζει πια η αγορά - υπήρχε και επιγραφή στα γνήσια "δα μπεστ ναϊάγκρα", "δα νιού μπεστ ναϊάγκρα", "δα βέρυ μπεστ ναϊάγκρα" κ.ο.κ. Με δεδομένο ότι κάποια αντικείμενα εδραιώθηκαν στην καθομιλουμένη με το όνομα της μάρκας τους αντί της ιδιότητάς τους (βλ. άβα αντί για υγρό πλυσίματος πιάτων κι ας ήταν πάλμολιβ, τάιντ αντί απορρυπαντικού ρούχων κι ας ήταν ρολ κτλ), ήταν λογικό να επικρατήσει ο νιαγάρας που ακούγεται στο επαρχιώτικο αυτί αστικότερος, πιο κοσμοπολίτικος και συνεπώς πιο ελεγκάντ από το υποκοριστικό του καζανιού.
Γιαγιά Γιώργου: Τράβηξες το νιαγάρα;
Γιώργος: Άσε μας ρε γιαγιά..
Πλάτωνας: Τράβηξέ τον νιαγάρα ρε παλιομαλάκα, καλά σου λέει η γυναίκα θα μας ψοφήσεις πάλι.