Further tags

Μιζών ελληνικό λεξικό: (Από το Inbox του ταχυδρομείου μου και την επικαιρότητα)

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. Π.χ. Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.

Mιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. Π.χ. Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τ. βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν. Π.χ. Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας. Π.χ. Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.

Mιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. Π.χ. Είδες την μιζονέτα του Aκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.

Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. Π.χ. Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. Και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. Π.χ. Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;

Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος. Π.χ. Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα τη γλιτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.

Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. Π.χ. Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους χορηγούς.

Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα 'απομυζώ' που σημαίνει 'αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα, μετατρέπεται σε 'απομιζώ' όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. Π.χ. Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.

τα παραδείγματα παραπάνω:)

(από Galadriel, 10/04/09)(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, baiocco (από τα ιταλικά) ήταν παλιό μπακιρένιο παπικό νόμισμα μικρής αξίας.

Σημαίνει:

  1. τα «ψιλά» νομίσματα εξού «…τα ψιλά τα λέω μπαγιόκο…» που αναφέρει ο Πέτρος Κυριακός στο Λεξικό του μάγκα, που ειρωνικά κατέληξε να σημαίνει

  2. χρήμα, μεγάλο ποσόν χρημάτων, κομπόδεμα (εξού και μπαγιοκλής: ο παραλής), πακέτο από λεφτά, και (σήμερα) κρατική ή ευρωπαϊκή επιδότηση / επιχορήγηση.

  3. «Τα λεφτά της καβάντζας, τα κρυμμένα για κάθε ενδεχόμενο χρήματα» (κατά Ζάχο).

Όμως συχνότατα όποτε μιλάμε για μπαγιόκο υπονοείται μια συνδιαλλαγή παράνομη με διεφθαρμένο, ή (και) διαπλεκόμενο υπάλληλο / μεσάζοντα οπότε είναι:

  1. το χρήμα για το λάδωμα / το γράσο / τα «μετρητούλια», το αντίτιμο μιας παράνομης μεσιτείας / μεσολάβησης. Εξού και το: «δε θέλει κόπο, θέλει μπαγιόκο». Μιλάμε δηλαδή για μαύρα / μαύρο χρήμα.

  2. Το μπαγιόκο αυτό καθ' αυτό, παλιότερα, δεν ήταν υποχρεωτικά σε χρήμα: στο «Είσαι φάντης» του Ασίκη προφανέστατα εννοείται (ή θα μπορούσε να είναι): η προίκα (βλ. πχ ).

  3. Κι η άχρηστη σχετική πληροφορία της ημέρας: ο Ντάβιντε Μπαγιόκο είναι Ιταλός ποδοσφαιριστής (μέσος) που (τώρα) ανήκει στην Μπρέσια.

2α. Όλα γίνονται για το μπαγιόκο. (από το δίχτυ)

2β. «…Ο ΟΑΕΕ δεν έχει μπαγιόκο να πληρώσει τις συντάξεις και τα δώρα του Απριλίου,…» (από μπλογκ)

2γ. «…Οι τράπεζες, που ενθυλάκωσαν το μπαγιόκο της στήριξής τους, ούτε άνοιξαν τους κρουνούς της χρηματοδότησης ούτε σκέφτονται να προχωρήσουν σε κάποιο πρόγραμμα αναχρηματοδότησης…» (από το δίχτυ)

4α. «…Αν δεν έχει λαλά και μπαγιόκο απ' τα δημοτικά έργα, γιατί να κατέβει ο άλλος να διεκδικήσει τον δήμο; Για να παίρνει (ούτε) τρία χιλιάρικα τον μήνα και να τον βρίζουν όλοι,…» (από άρθρο εφημερίδας)

4β. «…Δεν έχω πρόβλημα να πληρώνω φόρους, άλλωστε σε έλεγχο του ΣΔΟΕ, με αποκάλεσαν μακάκα γιατί δεν κρύβω τίποτα. (τους χάλασα το γλυκό, δεν είχε μπαγιόκο για να διαπραγματευτούμε..)» (αγορασμένο)

  1. ΕΙΣΑΙ ΦΑΝΤΗΣ (τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη. Τραγουδά η Ρίτα Αμπατζή)

Ε ρε, κι εγώ που διάλεξα εσένα το μπερμπάντη
και μου ξηγιέσαι πονηρά, σε κόζαρα, ρε φάντη!
Στο σορολόπ μου το ΄ριξες, βρε ψευτοπονηράκια
και σ΄ έχω κάνει τσακωτό με κάτι κοριτσάκια.
Μου κάνεις το κορόιδο κι όλο μου λες, “τί τρέχει;”
και να σε φτύσω αλλού κοιτάς, σου φαίνεται πως βρέχει.
Ίσα, ρε φάντη!
Και πως με εκατήντησες, κοπέλα σα νταρντάνα
και το μπαγιόκο μού ΄φαγες, βρε ψευτοαρπαγάνα.
Μα ΄γω κρατάω πισινή και δε θα σου περάσει
και ξαφνικά θα το ιδείς η μπόμπα που θα σκάσει.

Γειά σου, βρε Ρίτα, μάγκισσα!/ Γειά σου, Σαλονικιέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά του 19ου αιώνα για τα λεφτά και δη τη δωροδοκία. Διασώζεται στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Οι Χαλασοχώρηδες και αναλύεται στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου σχετικά με το όλο πολιτικό σύστημα της εποχής στοιχεία του οποίου διασώζονται ακόμη και σήμερα. Παραπέμπω, λοιπόν, στο εν λόγω σημείωμα για ανάλυση. Στα παραθέματα πιο κάτω φαίνονται κι άλλες κωδικές ονομασίες της εποχής για τα λεφτά και τη δωροδοκία. Πρόκειται για ένα από τα πιο σλανγκιάρικα (οΘντκ) διηγήματα του Παπαδιαμάντη.

  1. Οι πλείστοι, είτε διότι είχαν επισκεφθεί ήδη και το άλλο πρακτορείον, είτε διότι δεν τους επέτρεπεν η συνείδησίς των να λάβωσι και από τα δύο μέρη “κουκουλόσπορο”. Ο “βαμβακόσπορος”, τον οποίον έδιδαν τα δύο κόμματα εις τους ψηφοφόρους, ανεβοκατέβαινεν από δύο φυσέκια έως τέσσαρα και πέντε ή από μίαν σιχνάτσα έως τρεις και τέσσαρας.
  2. «Οι άλλοι συνωμίλουν με σχήματα και μεταφοράς, όπως συνήθιζαν, με κολοβάς φράσεις, με ατελείς προτάσεις. Εν τη συνδιαλέξει των διεκρίνοντο ολίγαι τινές οιονεί συνθηματικαί λέξεις υπό εκφραστικών χειρονομιών συνοδευόμεναι, πάντοτε ποικίλλουσαι και πάντοτε αυταί·

- Ψιλούρα, ε, Γιαννιό;
Βαμβακόσπορος, αν αγαπάτε…
– Χωρίς πεκούνια δεν κάνουμε τίποτε.
– Ας φέξει!
– Χρειάζεται και λιγάκι βοτάνι.
- Τραβούμε, τραβούμε σφλόμο, μα λιανά τίποτα.
– Τι λες και συ, Άγγουρε;… που να ρημάξει το κεφάλι σου!
– Χωρίς ρηγάλα δεν κάνουμε τίποτα.
– Θέλουμε και προικιά.
– Το τράχωμα, που λένε.
– Ημείς καλαμαράδες δεν είμαστε, να παίρνουμε λουφέ… Κανένα μεγάλο συφέρο δεν έχουμε. Ας βγάλουν τις μαύρες…
– Μη μπας και θα με διορίσει εμένα σε θέση ο Καψιμαΐδης, πώς τον λένε, κι ο Αλικιάδης τους;
– Ή ο Αβαρίδης κι ο Γεροντιάδης;

Επίσης, για να έρθουμε και στην εποχή μας, αποτελεί γείωση, όταν ο άλλος αρνείται κάτι λέγοντας "μπα", οπότε του τη λέμε οργισμένοι, ή όταν ένα παιδί ζητάει επιμόνως "μπαμπά, μπαμπά" και μας εκνευρίζει. Και τα δύο είναι μπαμπαδισμοί, το δεύτερο και με την απολύτως στενή έννοια. Επίσης: μπαμπάκια, μπαμπακόπιτα.

  1. Μπα… μπα… μπαμπακόσπορος. Έτσι είσαι; Κι εγώ θα κάνω κάτι που αποκλείεται να έχεις βαρεθεί, αποκλείεται να τό 'χεις συνηθίσει ή μπουχτίσει. (Εδώ).
  2. mpampa pou ine o mpampas, thelo ton mpampa' pou mpampakosporos na soyrthi sto kefali eeeee (Parent's café).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «(δουλεύω με) μπλοκάκι» ή «δουλεύω μπλοκάκι». Εννοείται το μπλοκάκι των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών.

Αναφέρεται στην σχετικά νέα μορφή ελαστικής εργασίας, κατά την οποία ο εργαζόμενος ουσιαστικά δουλεύει για μια εταιρεία (πλέον ακόμα και μικρού μεγέθους), δηλαδή βαράει ωράρια και στην ουσία είναι εργαζόμενός* της, της οποίας όμως δεν είναι προσειλημμένος υπάλληλος, αλλά κόβει απόδειξη παροχής υπηρεσιών.

Δουλειά με το κομμάτι, δηλαδή, και καπιταλισμός 19ου αιώνα, για πρώην καλομαθημένα παιδιά του συστήματος όπως μηχανικοί, ή απόλυτη εξαθλίωση και ακραία εργασιακή ανασφάλεια για εργαζόμενους πχ στην καθαριότητα, λέγε με Κούνεβα.

*απασχολείται κατά το Σημίτειο νιούσπηκ, λες και η δουλειά είναι παιδικός σταθμός, να απασχολείται δημιουργικά το παιδί, να μαθαίνει και τίποτα, όχι μόνο τηλεόραση και ύπνο.

- ...και πού δουλεύεις ρε συ; Εταιρεία ή γραφείο;
- Εταιρεία.
- Πρόσληψη κανονικά;
- Είσαι σοβαρός ρε; Μπλοκάκι. Ποιος προσλαμβάνει μηχανικό. Όλοι μπλοκάκι δουλεύουνε.

(από Vrastaman, 27/08/12)(από Vrastaman, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προκαταβολή που δίνουμε μπροστά ως «καπάρο», για να καπαρώσουμε κάτι.

Πηγή: Άψογος.

  1. Λίνα Δημοπούλου. «Ψυχή βαθιά».

Ζητάς πατρίδα μου να μείνω στην παράγκα
Άχρηστη βάρδια σ’ ετοιμόρροπη σκεπή
Τα σύνορά της φυλάω απ’ τον ληστή
Αυτόν που εσύ τον έχεις κάνει μάγκα
Και που μονάχη σου τον άφησες να μπει
Προσφέροντάς του τη ζωή μου για μπροστάντζα
Ζητάς αγάπη μου να γίνω η καβάτζα
Φοβάσαι, χαίρεσαι, πονάς να είμαι εκεί
Να σου ‘χω άγρυπνη συγνώμη και φιλί
Να σε σηκώνω απ’ τις στραβές και τα στραπάτσα
Και να κρατάω την ψυχή σου καθαρή
Όπως τα ρούχα που στεγνώνουν στην ταράτσα
Δε θέλω αλλού να πάω
Εγώ όταν αγαπάω _ είμαι ψυχή βαθιά
Αυτό μου με σταυρώνει
Στ’ αλήθεια με λυτρώνει
Η μόνη σίγουρη στεριά είν’ η καρδιά»

  1. Από το «Παρόν της Κυριακής».

Ο αντιπρόεδρος του Παναθηναϊκού και δικηγόρος Γιώργος Στράτος πήγε στον Παπαλάκη ιδιωτικά συμφωνητικά και υποστήριξε πως τα 815.000 ευρώ τα έδωσαν οι «πράσινοι» στον ΟΦΗ ως προκαταβολή για τους ποδοσφαιριστές Χρυσάφη, Αναστασιάδη και… Σοάρες. Ασχέτως αν ο Σοάρες πήγε στην ΑΕΚ. Δηλαδή ο ΟΦΗ είχε πάρει μπροστάντζα από τον Παναθηναϊκό για τον Σοάρες και άλλη μπροστάντζα από την ΑΕΚ; Και γράφτηκε στο… χιόνι η προκαταβολή. Έχουν μπει τα 815.000 ευρώ στον ισολογισμό του ΟΦΗ και του Παναθηναϊκού; Και γιατί δεν μπήκαν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται συντετμημένα το εκατομμύριο, κυρίως όταν αναφερόμαστε σε χρηματικά ποσά.

Το χρησιμοποιούσε ο Ακάλυπτος στο σίριαλ «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή», όπως π.χ. στη φράση «Κτηνίατρε-οδοντίατρε, ο φίλος σου χρειάζεται επειγόντως 9 μύρια», εννοώντας 9 εκατομμύρια δραχμές. Ωστόσο, το λήμμα βρίσκει την εφαρμογή του και στη σημερινή εποχή του ευρώ.

Ο Παναθηναϊκός έδωσε 21 μύρια για ν' αποκτήσει τον Σισέ –άραγε πόσα από αυτά θα πάρει πίσω;

Ο ζορίκλας τυπάς Σισέ. Αν το πληκτρολόγιο είναι στα ελληνικά, γράφεται Ψισσέ. (από allivegp, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λιγούρα για ευρωπαϊκά κονδύλια. Παράγεται από το «λόρδα» και τον πολιτικό Jacques Delors, γνωστό για την διοχέτευση των ομώνυμων «πακέτων Ντελόρ». Το φαινόμενο ήταν παλιότερο κυρίως στην Ελλάδα, γιατί τώρα με την κρίση είναι σκούρα τα πράγματα. Αλλά σαν νοοτροπία, αίσθημα, αλλά και πρακτική ακόμη, παραμένει.

Η σλανγκενεργός έκφραση χρησιμοποιήθηκε και ως τίτλος επιθεώρησης.

Ορθογραφική παρατήρηση (αφιερωμένη στον Πάνο Β'): Ίσως το «λόρδα» προέρχεται ετυμολογικά από το «λωρίδα», που σημαίνει την ταινία, το παράσιτο των εντέρων. Γι' αυτό λέμε και «με κόβει λόρδα». Οπότε σε αυτήν την περίπτωση, που είναι πάντως αβέβαιη, η σωστή ορθογραφία θα ήταν «λώρδα» και «ντελώρδα».

- Τι έγινε με όλες αυτές τις νέες χώρες, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία, κτλ, τις έκοψε κι αυτές ντελόρδα;
- Εμ! Εκεί που είναι ήμασταν, κι εδώ που είμαστε θά 'ρθουν.
- Όχι ακριβώς! Είναι δύσκολες οι συνθήκες τώρα Μήτσο! Κι εμάς μας ένοιαξε μόνο πώς να καλμάσουμε την ντελόρδα μας, δεν κοιτάξαμε να αναβαθμίσουμε μακροπρόθεσμα την οικονομία μας...

Jacques Delors (από Hank, 10/01/09)(από Khan, 25/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεμελιώδης όρος του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου.

Πάγκος είναι καταρχήν το ίδιο το τραπέζι του παιχνιδιού. Κατ’ επέκταση, ο πάγκος αντιστοιχεί στο κόστος ενοικίασης του τραπεζιού για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως λίγων ωρών.

Με αυτή τη δεύτερη έννοια είναι που χρησιμοποιείται κυρίως η λέξη. Σε αγώνες ερασιτεχνών, στο μπιλιαρδάδικο της γειτονιάς, το στοίχημα που μπαίνει είναι κατά κανόνα ο πάγκος, δηλ. όποιος χάσει την παρτίδα υποχρεούται να πληρώσει το μαγαζί για το χρόνο που χρησιμοποιήθηκε το τραπέζι. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για πάγκο, εννοούμε ότι ο χαμένος πάει ταμείο και πληρώνει τη λυπητερή, ενώ ο νικητής αράζει, έχοντας την ικανοποίηση ότι έπαιξε μπιλιαρδάκι τσάμπα στην υγειά του μαλάκα.

Συνήθεις οι προ του αγώνα προτάσεις: «παίζουμε τον πάγκο μωρή κότα;» ή «σε παίζω πάγκο αγορίνα μου». Θεωρείται λίαν τιμητικό για παίχτη, να πηγαίνει στο μπιλιαρδάδικο χωρίς μία στη τσέπη και να φεύγει μετά από αρκετές ώρες παιχνιδιού έχοντας στείλει ταμείο αρκετούς αντιπάλους, λιγότερο ή περισσότερο άμπαλους.

Στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν υποψήφια θύματα που θα πληρώσουν τον πάγκο, οι περισσότερο ικανοί παίκτες προτίθενται να παραχωρήσουν εκ των προτέρων κάποια πλεονεκτήματα στον αντίπαλο, π.χ. στην παραλλαγή του αμερικάνικου μπιλιάρδου που είναι γνωστή ως «εννιάμπαλο», είθισται να χαρίζεται στον αδύναμο η τελευταία μπίλια – η εννιά – πράγμα που σημαίνει ότι για να κερδίσει χρειάζεται να βάλει μια μπάλα λιγότερη από τον έμπειρο. Αν το υποψήφιο θύμα είναι ακόμη μεγαλύτερος κάτσικας, ο ανώτερος για να τον δελεάσει να παίξουν μπορεί να του χαρίσει δύο μπίλιες (το 9 και το 8) ή και τρεις μπίλιες ακόμη (7, 8, 9).

Όταν οι δύο αντίπαλοι παίκτες συμφωνήσουν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να μοιραστούν από κοινού το κόστος χρήσης του τραπεζιού, δεν γίνεται λόγος για πάγκο. Τότε λέμε απλώς, όταν τελειώσουμε, πως πάμε να πληρώσουμε το τραπέζι.

Πάγκος εννοείται πως δεν υφίσταται σε αγώνες επαγγελματιών. Εκεί, εφόσον πρόκειται για παίκτες υψηλού επιπέδου, όλα τα έξοδα καλύπτονται από διοργανωτές, ομοσπονδίες κλπ. Στα επαγγελματικά διακυβεύονται πολύ περισσότερο πράγματα από ένα πάγκο, ο οποίος είναι μάλλον το στοίχημα του φτωχομπινέ μπιλιαρδόρου. Το αντίστοιχο του μπιλιαρδικού πάγκου στο μηχανοκίνητο αθλητισμό είναι η κλασικοί αυτοσχέδιοι αγώνες, που στήνονται ατάκα κι επί τόπου από τους καυλόγκαζους κοντράκηδες, με έπαθλο συνήθως λίγα ψωροευρά.

(στο μπιλιαρδάδικο, που αλλού;)

  1. - Λάζαρε σε παίζω πάγκο.
    - Μπα, άστο καλύτερα ρε φίλε, έτσι για βόλτα ήρθα..
    - Τι άστο ρε καραγκιόζη; Έλα, ένα παιχνιδάκι στα 3 κερδισμένα, μπαμ μπαμ.
    - Αφού θα μας ξεφλουδίσεις πάλι με την κωλοφαρδία που σε δέρνει.. Είναι απάλευτη η κατάσταση με την πάρτη σου.
    - Έλα ρε, μην πήζεις. Θα σου χαρίσω το 8..
    - Μην παιδεύεσαι άδικα. Δεν πα να μου χαρίσεις και τον άσο, εγώ μαζί σου δεν ξαναπαίζω. Βρες άλλο μαλάκα να πληρώνει.

  2. - Γιωργάκη ψήνεσαι για ένα στα εφτά;
    - Δε σου 'φτασε το χτεσινό γαμήσι που έφαγες αγορίνα μου και θες κι άλλο;
    - Άντε μωρή νούλα πάρτα πόδια σου κι έλα δω να σου κάνω ράμματα..
    - Α ρε θύμα.. Καλά που υπάρχουν μερικοί σαν κι εσένα και παίζουμε μπιλιαρδάκι τσάμπα. - Κατούρα και λίγο ρε γιωργάκη, μη γαμάς τόσο, θα πάθεις τίποτα..
    - Φίλε μου αν είχα σε μετρητό όλους τους πάγκους που έχω κερδίσει θα είχα κάνει την προίκα μου 7 φορές..

(από johnblack, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος υπάρχει επειδή:

  • η νοοτροπία της μέσης Ελλεϊνίδας όταν τη ρωτούν «Τι θέλεις πια!!», είναι να απαντά σεμνά και ταπεινά: «Όλα»,
  • ό,τι είναι πολύ για τον μεν, δεν είναι απαραίτητα πολύ και για τον δε, αλλά και τον δήθεν,
  • εδώ στο Νότο που η αγάπη κάνει κρότο, το να μην στρογγυλεύεις τα σγουρά θεωρούνταν ανέκαθεν μέγιστη γυφτιά,
  • σαν λαός ήμασταν του λαρτζ για να ασχοληθούμε με το τι ακριβώς καθάριζαν μπλε και πράσινοι διαπλεκόμενοι και τώρα, που κάτι λίγα μάθαμε και κάτι περισσότερα -πάντα στο περίπου- υποψυλλιαζόμαστε, ντεμέκ σοκαρισμένοι• παλαβώνουμε.

Αποδίδει το νόημα του γκουγκλονούμερου περιορίζοντάς το όμως στον οικονομικο - ψυχολογικό επίπεδο. Έτσι, αφήνοντας στην μπάντα την όποια επιστημονικότητα, απ’ τη μια τονίζει την ύβρη του υπερβολικά συσσωρευμένου πλούτου ..υπερβάλλοντας χαριτωμένα, ζηλιάρικα και αγανακτισμένα κι απ’ την άλλη, αντηχεί τη μίζερη πεποίθηση πως ο υπερβολικός πλούτος παλαβώνει τον κάτοχό του.

Παίζει και με δύο «μ» σαν «παλαβομμύρια».

1. Δεν είναι καν είδηση ότι μια καλοταϊσμένη αγελάδα που κληρονόμησε τα παλαβομύρια από το μπαμπά της (να υποθέσω επειδή δεν τεμπέλιαζε;) έχει τέτοιες απόψεις. Παντού στον κόσμο τα παράσιτα έτσι σκέφτονται κι έτσι εκφράζονται. (…) Οι άλλοι, οι κανονικοί άνθρωποι κι κυρίως όσοι πλούτισαν με την ενεργητικότητα τις ιδέες και τη δουλειά τους δεν εκφράζονται ποτέ με τέτοιο τρόπο -ούτε ο Τζόμπς, ούτε ο Γκέιτς, ούτε ακόμα κι εκείνοι οι παλιοί σχεδόν μυθικοί Ροκφέλερ, Φορντ μιας άλλης εποχής. (περί των προκλητικών δηλώσεων της ζάμπλουτης Αυστραλής Gina Rinehart, ο λόγος)

2. Εδώ ο κόσμος καίγεται και τα μουνιά χτενίζονται. Αυτοί μιλάν για παλαβομύρια ευρώ και τα παππούδια τρώνε από τα σκουπίδια. Πώς το αντέχετε ρε έλληνες αυτό; Τόσο καλοπερασάκηδες είσαστε όλοι σας; Ξυπνήστε ρε!!!!!!!!!!!!!!!! Να τους πάρουμε με τις πέτρες!!!!!!!!!!!!!!

3. Όποιος άρρωστος εγκέφαλος πρότεινε αυτήν τη ρύθμιση, θέλει κρέμασμα. Οι κυβερνητικοί, αποδεικνύοντας ότι μισούν τους ανθρώπους που τα βγάζουν πολύ δύσκολα πέρα, λένε ότι η αύξηση του απαιτούμενου αριθμού ενσήμων θα συμβάλει στην καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και της μαύρης εργασίας… Φταίνε δηλαδή οι εργαζόμενοι που στην Ελλάδα υπάρχουν ένα εκατομμύριο ανασφάλιστοι και πάρα πολλές επιχειρήσεις χρωστάνε παλαβομμύρια στα ασφαλιστικά ταμεία!

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Και στα δικά μας!! (από sstteffannoss, 05/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πακέτο - στοίβα χαρτονομισμάτων οποιασδήποτε αξίας και με οποιαδήποτε σειρά, τα οποία για να χωρέσουν στην τσέπη του παντελονιού διπλώνονται στα δύο. Και γίνεται φανερή η παρουσία τους στην τσέπη γιατί καταλαμβάνουν αρκετό χώρο.

Σίγουρα δεν χωρούν στο πορτοφόλι, το οποίο συνήθως δεν κουβαλάει μαζί του όποιος έχει παστάλι ή παστάλια. Ο τρόπος που τα βγάζει κανείς από την τσέπη είναι και ένα είδος επίδειξης. Αν τα χαρτονομίσματα είναι είναι λιγότερα σε ποσότητα και τα διπλώνει κάποιος όλα μαζί, έτσι ώστε να παίρνουν κυλινδρικό σχήμα, τότε λέμε πως τα έκανε μασούρι.

Παστάλι είναι μια στίβα από αποξηραμένα καπνόφυλλα περίπου ίδιου μεγέθους την οποία φτιάχνουν οι καπνοπαραγωγοί κατά τη διαλογή των καπνόφυλλων, ώστε όταν συγκεντρωθούν πολλά παστάλια να τοποτεθητούν όλα μαζί σε καπνοδέματα για να τα παραλάβει αργότερα ο καπνέμπορας.

Δεδομένου ότι κανένα φύλλο καπνού δεν έχει ολόιδιο σχήμα και μέγεθος με τα υπόλοιπα, ένα παστάλι καπνόφυλλων έφτασε να χαρακτηρίζει και τα χρήματα που στοιβάζονται με τον ίδιο τρόπο.

Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τούρκικη λέξη.

- Τι έγινε μεγάλε χθες το βράδυ, έβγαλες τίποτε γούστα;
- Με τι λεφτά ρε παιδιά; Τραβάω ζόρια τώρα τελευταία...
- Πλάκα μας κάνεις ρε κόπανε, αφού οι τσέπες σου είναι γεμάτες παστάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified