Further tags

Στοιχείο από την αργκό των κοντράκηδων και των γκαυλοτίμονων. Περιγράφει μεταφορικά την αλλεπάλληλη πλαγιολίσθηση του αυτοκινήτου -τα γνωστά παντιλίκια- η οποία μοιάζει με την κίνηση του χεριού σε ένα διπλό χαστούκι με το μπρος και πίσω μέρος της παλάμης.

- Τσέκαρε τον Τάσο, χαστούκια το πάει το Καντέτ.
- Έχει φάει και τα λάστιχα, πως δεν έφυγε σε κάνα γκρέμι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει κάθε μπύρα που προτιμούν οι χτίστες όταν κάνουν το διάλειμμα τους γύρω στις 14:00 ντάλα μεσημέρι. Στέλνουν το θύμα στο κοντινό περίπτερο από όπου αγοράζει μπύρες, πατατάκια, κρουασάν και αν βρει κανένα frappe. Από τις περιπτερόμπυρες κλασσικές χτιστόμπυρες είναι οι φτηνές Άλφα, Βεργίνα, Ηeineken, Amstel. Βέβαια παρατηρείται ιδιαίτερη προτίμηση στην Amstel η οποία έχει ανέλθει σε σήμα κατατεθέν της χτιστόμπυρας.

-Τι θα πάρετε παιδιά;
-Μισό κιλό κόκκινο. -Μια χτιστόμπυρα. -Άλλη μια.
-Άννα! Μισό κόκκινο και δυό Άμστελ στο 11.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορικά ο πρωτάρης, ο μυρωδιάς, το πράσινο κέρατο, το τρυφερό πόδι. Όταν θες να κάνεις μια δουλειά σωστά, θα τον αποφύγεις. Μπορεί να είναι στη δουλειά μια μέρα ή δέκα χρόνια, δεν έχει διαφορά. Ο ναύτης αν το κάνει, δεν ξέρει πως, που, πότε, γιατί το κάνει. Στο πολεμικό αλλά και στο εμπορικό ναυτικό οι ναύτες είναι ικανοί από το να πνιγούν χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι, μέχρι να βουλιάξουν το πλοίο.

-Πατέρα να πάω το αμάξι στο καινούργιο συνεργείο στη χαλανδρίου;
-Αυτοί είναι ναύτες ρε! Θα πάρω 'γω τον Μάκη να το πας από κει να το κοιτάξει.

Νίκος Κούκος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «πουστιά», η άνανδρη πράξη, η προδοσία. Οι φράσεις "μου 'παιξε πουστιά" και "μου 'παιξε τόγκα" είναι ταυτόσημες. Η τόνγκα είναι λέξη της πιάτσας και χρησιμοποιείται από αλάνια που έχουν επίπεδο και δεν θέλουν να θίξουν τους ομοφυλόφιλους.

-Αν μου δώσεις σεβασμό τότε θα σου δώσω αγάπη, προστασία. Αν όμως μου παίξεις τόγκα-πισωκολλητό, τότε πίστολι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/η που έχει πρήξει τους μύες του/της από την υπερβολική άσκηση στο γυμναστήριο. Συνήθως χρησιμοποιείται για άτομα που κυρίως βρίσκονται στους πάγκους με βάρη. Σύνθετη λέξη από τα πρήξιμο + -iser(en/fr) στην ελληνοποιημένη μορφή του, το οποίο αποτελεί αντιδάνειο του αρχαιοελληνικού -ίζειν επίθημα το οποίο χαρακτηρίζει δράση. Εναλλακτικά εμφανίζεται ως πρησκαλάιζερ για λόγους ευηχίας.

-Ακόμα διάδρομο κάνεις ρε;
-Γάμησε με τι να κάνω; Δε βλέπεις τον πρησκαλάιζερ εκεί πέρα, έχει παντρευτεί τον πάγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεαρό αρσενικό γουρούνι, χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψεις κάποιον για τα περιττά κιλάκια.

Έλα ρε, πόσο καιρό έχω να σε δω; Σαν μπίμι έχεις γίνει! Τι σε τάιζαν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων γυρισμένο ρεβέρ παντελονιού προς τέρψιν του κοινού επιδεικνύοντας την περιοχή του αστραγάλου , χειμώνα καλοκαίρι. Πάντα σε συνδυασμό με σκαρπίνι ή στην ελαχίστη με μοκασίνι .Ο εν λόγο αστραγαλέτος κατ’ εξαίρεση ορισμένες φορές φέρει κάλτσες ποικίλων χρωματισμών και σχεδίων. Ηλικιακό γκρουπ 30 με 45 έτη και εβρισκόμενος κατά κύριο λόγο στο δεύτερο ή τρίτο μεταπτυχιακό κοροϊδεύει εκτός από την μάνα του και τον εαυτό του κουβαλώντας ολημερίς και ολονυχτίς δερμάτινο χαρτοφύλακα ,αν συνδυαστεί με μούσι η αμφίεση απογειώνεται .Η σπορ εκδοχή της ανωθεν κατηγορίας αστικού όντος, απαντάται στα καφέ τριγύρω από γυμναστήρια με λαστιχωτή φόρμα Bdtk ή βράκα και φωσφορούχο πατούμενο. Η αντίστοιχη θηλυκή εκδοχή δεν αναφέρεται λόγο αδυναμίας αντίστασης στις τάσεις της μόδας.

Ο τύπος με ένα ταξίδι στο Μιλάνο μου έγινε αστραγαλέτος .

λεζάντα εικόνας λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βατράχι στην πατρινή διάλεκτο.

- Τι καλό έχει το τσουκάλι; - Σφορδάκλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράδειγμα εδώ Η βρύση στέρεψε και τα καλάνια είναι άδεια. Πού θα πιουν νερό τα ζωντανά;

Κάλανος (ο), καλάνι (το): Eπιμήκης κατασκευή (συνήθως ξύλινη) που σχηματίζει κοίλο, μέσα στο οποίο συγκρατείται νερό για να πίνουν τα ζώα, ή μέσα από το οποίο μπορεί να διέλθει νερό. Συνήθως κατάλληλα διαμορφωμένος (‘σκαμμένος’ με ειδικό εργαλείο) κορμός δέντρου (ελάτου, πεύκου κ.ά.).

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτική λέξη για το "αντιαισθητικό" μαλάκας. Δηλαδή ο αγνός μαλακούλης. Αυτός που κάνει την παπαριά συνήθως επανειλημμένα αλλά άθελά του και αποκλειστικά και μόνο λόγω απειρίας. Μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε όταν απευθυνόμαστε σε παιδιά κάτω των 10 ετών π.χ. στις λαϊκές μάζες ακούγεται πυκνά συχνά με την κατάληξη -άκος δλδ τσιτριμπινάκος ή όταν απευθυνόμαστε σε ενήλικες χαρακτηρίζουμε με αυτή τη λέξη (και με περιπαικτική διάθεση) τον συνομιλητή μας με αποκλειστικό σκοπό να τον πικάρουμε για κάποια παιδαριώδη και ερασιτεχνική πράξη του.

Επίσης χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε πλήθος μαλακισμένων αλλά αγνών πράξεων με έναν πιο απαλό χαρακτηρισμό λέμε: έκανες "τσιτριμπινιές" aka "μαλακίτσες".

Παράδειγμα 1 - Ήρθε επίσκεψη το ανίψι σου τριών χρονών (3)
- Γιαννάκη πάλι σου έπεσε στο πάτωμα το τηλεκοντρόλ; Έλα δω τσιτριμπινάκο (μησουγαμήσω από μέσα σου αλλά δε το λές φωναχτά)!

Παράδειγμα 2
- Ρε τι τσιτριμπίνης είσαι εσύ;! Πάλι ξέχασες το φερμουάρ του παντελονιού ανοιχτό;

Παράδειγμα 3
- Έφερες τα ρούχα από το καθαριστήριο;
- Τα ξέχασα... Θα τα πάρω αύριο...
- Πάλι άρχισες τις τσιτριμπινιές;

Got a better definition? Add it!

Published