Further tags

Στα ίσα, ευθέως, έξω απ' τα δόντια, κττ.
Λέξη των παλιών, από το ιταλιάνικο apertura= άνοιγμα. Καμία σχέση με την ποδοσφαιρική αργεντίνικη απερτούρα, ή την σκακιστική.

Πρόσεχε γιατί τα λες και συ απερτούρα όπως εγώ, θα βρεις τον μπελά σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκική, ψευδολόγια απόδοση του αρχαιοελληνικού δις = δύο φορές, σχηματιζόμενη κατά το άπαξ = μία φορά. Εννοείται ότι ακολουθούν οι τύποι τρίπαξ (τρις), τετράπαξ (τετράκις) κλπ.

Ώπα, σιγά μάστορα, μη βιάεζσ'. Γιά τις έξι φορές το επίρρημα σχηματίζεται ανώμαλα. Λέμε : σίξπακ :-PPPP

  1. Η καριέρα φίλοι μου, δεν είναι εύκολο πράμα. Πρέπει να στρώσεις κώλο. (ενίοτε κυριολεκτικά και ξαναενίοτε όχι απλώς άπαξ αλλά και δίπαξ και τρίπαξ και τετράπαξ κλπ). εδώ

  2. Εργενης και ωραιος ο ενας...αγορομανα η αλλη...που πατε ορε να πειτε για ανατροφη κορασιδος;; αφηστε να μιλησουν οι -αποδεδειγμενα- αξιοι.... (ουχι απαξ αλλα...διπαξ)
    [...]
    Μετά το δίπαξ να περιμένεις καμιά...τρισέλιδη ανάλυση για την ετυμολογία και το αδόκιμο του τύπου.
    [...]
    δίπαξ...τςτςτς...φιλόλογος πράμα!!!
    [...]
    ωωωωωππ!!!!απο αλλου το περιμεναμε, αλλου μας βγηκαν απο αριστερα!!!!δίπαξ, ναι!!...και τριπαξ κλπ κλπ ο λαος τη φτιαχνει τη γλωσσα, οχι τα λεξικα.

(Από ιντερνετικό φόρουμ εκπαιδευτικών. Πριτς που θα βάλω το λίνκι, να μου γεμίσει πάλι εκείνα τα amp;amp; και να μην ανοίγει. Την έχω πατήσει πολλάπαξ. Να πα να το βρείτε μόνοι σας. Της πουτάνας γίνεται με το δίπαξ στο νέτι).

  1. Το δίπαξ γουγλίζεται και εδώ. Μπαίνοντας στην αρχική σελίδα, πηγαίνετε πάνω αριστερά στο κουτάκι «Αναζήτηση», γράφετε «δίπαξ» και κάνετε κλικ στο «ουγκ» στα δεξιά του.
    Εντοπίζεται ο λημματογραφούμενος τύπος σε διάφορα σχόλια χρηστών.
    Τώρα και σε λήμμα!!! Πάρε κόζμε τεφαρίκι!!! Διαλιέχτεεεε!!!

Βλ. και αφεδύο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζωντανός (επίθ), ζωντανά (επίρ). Ως επίρρημα, χαρακτηρίζει κάτι που γίνεται αντιληπτό αυτοπροσώπως, αυτόπτως, αυτηκόως. Από το αγγλικό live που σημαίνει τα ίδια.

Είναι πολύ γνωστό από τις τηλεοπτικές εκπομπές όπου σημαίνει κυρίως την ζωντανή σύνδεση (μετάδοσης εικόνας και ήχου) με κάποιο γεγονός.

Στην καθομιλουμένη λέγεται:

  1. Για να υποκαταστήσει τα παραπάνω συνώνυμά του επιρρήματα, τα οποία ακούγονται κάπως επίσημα.

  2. Με την έννοια της ζωντανής καλλιτεχνικής παράστασης μπροστά σε κοινό, κυρίως μουσικής, της συναυλίας (βέβαια και στην περίπτωση ενός και μόνο καλλιτέχνη). Τόσο σαν γεγονός όσο και σαν καταγραφή αυτού.

1α. Από εδώ:

Καλά, εσείς κάνετε πλάκα αλλά κάτι τέτοιο το έχω ακούσει λάιβ - αλλά δεν είχα χρόνο να ρωτήσω την ενδιαφερόμενη τι εννοεί και να τραβήξω μετά τα μαλλιά μου...

1β. Από εδώ:

Συμφωνώ εντελώς. Γι' αυτό κι εγώ το παίζω φιλόζωη με τα πάντα.
υγ. και ταυρομαχία έχω δει λάιβ και, κακά τα ψέμματα, είναι μια μπουρούχα.

2α. Από εδώ:

...Οπότε όπου και να πάω να παίξω,είτε για λάιβ είτε για πρόβα η μόνη μου απαίτηση είναι ένας αξιοπρεπής λαμπάτος για να έχω βάση στον ήχο μου και ένα καλό καθαρό κανάλι.

2β. Από εδώ:

Μετά βρήκα μια λάιβ εκτέλεση του κομματιού που ο τραγουδιστής (βαριέμαι να ψάξω πως διάολο τον λένε) είναι γάμα τα παράφωνος και ξενέρωσα κάπως. Γιατί δεν είναι αρκετά punk rock η φάση τους (αν και ο ήχος τους είναι ακριβώς αυτό) για να είναι παράφωνοι λάιβ και αυτό να είναι καλό. To τραγούδι πάντως εξακολουθεί να γαμάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως «αλήθεια;» ή «α, ναι;»
Η σωστή ορθογραφία είναι «odws;», δεδομένου ότι χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα φοιτητοηλικίας και κάτω, που για κάποιο λόγο την έχουν δει ότι το ντ στα γκρίκλις γράφεται με d.

(στον προφορικό λόγο)
- Έχει το Όσα Παίρνει ο Άνεμος στην τηλεόραση.
- Όντως;
- Ναι, στο τέσσερα. Βάλε να το δούμε!

(στον γραπτό λόγο)
Maraki18: axaxaxa re m thn peftei o nikolas sto chat!
Lilian19: odws;
Maraki18: re nai!
Maraki18: katse na s deixw ti mou grafei

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός τροπικός τύπος, προερχόμενος από τη λέξη σελέμης. Ακουγόταν σε λαϊκές αστικές συνοικίες. Δείχνει τον τζαμπέ τρόπο απόκτησης, ενίοτε δε και μικροκλοπές.

- Ρε Βαγγελάκη, πού βρήκες ρε τα γλυκά που κουβάλησες; Άφραγκος δεν είσαι;
- Σιγά ρε, μην τα πλήρωσα...
- Α, κατάλαβα... Σελεμουάρ είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που αποτελεί γεωγραφικό προσδιορισμό και αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χώρα: την Αλβανία. Την ακούς με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα, όσο πιο κοντά βρίσκεσαι στα σύνορα με την συγκεκριμένη χώρα (Ιωάννινα, Θεσπρωτία). Είναι τύποις συνθηματικό, όμως όλοι καταλαβαίνουν τι ακριβώς εννοείς.

  1. - Θα πας μέσα το Σαββατοκύριακο;
    - Ναι, θα πάρω τη γυναίκα και θα πάμε.
    - Ποιος τη χάρη σου Λεντιόνα! Θα σε πάει και στο εξωτερικό ο άντρας σου!

  2. - Από πού είσαι ρε;
    - Από το Αργυρόκαστρο.
    - Από μέσα είσαι πουλάκι μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μούρτσα = νωρίς το πρωί.

  1. Σηκωθήκαμε μούρτσα - μούρτσα για να πάμε στη δουλειά.

  2. Μη με ξυπνάς μούρτσα γιατί δεν έχω κοιμηθεί καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι είναι γαμάτο λες: εκείιιιιιιιι!

- Πωω φίλε, γάμησα μια εχθές, όλα τα λεφτά σού λέω...
- Εκειιιιιιιιι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεμελιώδες αυτό γαμοσλανγκοτέτοιο προσθέτει πολλά κιλά συναισθηματικού βάρους σε κάθε μπινελίκι. Επισυνάπτονας το μέσα σε κραυγές απογοήτευσης ή απόγνωσης τ. «το Χριστό μου / την Παναγία μου», πετυχαίνουμε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον άλλον, μια συναισθηματική ταύτιση και κατανόηση, κανονικό einfühlung που λένε και στα βραστοχώρια.

Η προέλευση του μέσα είναι αινιγματική. Ο παπαρόγιαννος προτείνει μια θεμιτή ερμηνεία, σχολιάζοντας το λήμμαν χέσε μέσα: > πρέπει να προέρχεται από τον παλιό καλό καιρό, όπου οι τουαλέτες δεν ήτανε μέσα στα σπίτια, αλλά έξω, είτε αυτές ήτανε Καλλιόπες είτε ήτανε εξοχικές. Εάν λοιπόν ο καιρός έξω ήτανε τόσο χάλια ή εάν έξω τριγυρνούσε εχθρικός στρατός, έτσι που δεν μπορούσες να βγεις έξω από το σπίτι για να αφοδεύσεις, έπρεπε αναγκαστικά να «χέσεις μέσα» στην κυριολεξία. Για αυτό και το χέσε μέσα δηλώνει μια τελείως χάλια κατάσταση, ισάξια στο χάλι μιας θεομηνίας ή μιας ξένης κατοχής[/quote]...δίνοντας πάσα στον χότζουλα...[quote=HODJAS]Το «μέσα» ίσως να προέρχεται απο την έκφραση του λήμματος, αλλά πλέον έχει αυτονομηθεί. Δηλ. λέμε «την Αγία μου μέσα!», «την Πανακόλα μου μέσα!», «γαμήσου μέσα!» κλπ-κλπ

paparogiannos Εναλλακτικά, και πιο οκκαμικά, το μέσα μπορεί απλούστατα να παραπέμπει στα εσώψυχά μας, στα σπλάχνα μας, στην καρδιά μας.

1.
Μια Ακρίτα, ένας Νότης και μια Βανδή...Χέσε μέσα δηλαδή!

2.
- Πότε σε ευνούχισα το κέρατό μου μέσα;;; όταν κάποιος λέει σε μια γυναίκα ότι είναι ευνουχιστική τι εννοεί;;; ΜΙΛΑΩ ΣΟΒΑΡΑ, ΜΗΝ ΑΡΧΙΣΕΤΕ ΤΙΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ

3.
Το φελέκι μου μέσα με την τεχνολογία τους...

4.
Αν δεις σκ@τ@ στον ύπνο σου πολλά λεφτά θα πάρεις. Δεν ξέρω αν ισχύει για άλλα μέρη της Ελλάδας αλλα σε μας το θεωρούν καλό. Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι… Ξέρει κανείς πως βγήκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος αντιμετωπίζει τα προβλήματα, τις καταστάσεις και τα γεγονότα με αυταπάρνηση, δυναμικά, τίμια, αντρίκια με βαρβατίλα και δεν κωλώνει. Αντιμετωπίζει το πρόβλημα όπως είναι, σαν το θεούλη Απόστολο Γκλέτσο.

Όλα ήταν εναντίον μας, οι πιθανότητες να τελειώσουμε μηδαμινές αλλά γκλέτσικα τα καταφέραμε.

Καράβι το φεγγάρι...

(από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified