Further tags

Έκφραση δηλωτική της αγανάκτησης ή εκνευρισμού για την άρνηση κάποιου άλλου ατόμου να ικανοποιήσει ένα αίτημα. Προέκυψε από παραφθορά της γνωστής έκφρασης οχιά διμούτσουνη να σε φάει! και χρησιμοποιείται σε υψηλότερο βαθμό αγανάκτησης και κυρίως προς θηλυκό συνομιλητή!

Ο τύπος προς την γκόμενα που έχει περίοδο:
- Θέλεις να βγούμε έξω για κανα ποτάκι;
- Όχι, δεν έχω διάθεση.
- Θέλεις να πούμε τα παιδιά και να πάμε όλοι μαζί βόλτα;
- Όχι.
- Θέλεις να μείνουμε μέσα και... σεξξξ;
- Όχι, όχι, όχι, είμαι αδιάθετη.
- Οχιά διτσούτσουνη, γαμώ το φελέκι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεση δύο ανεξάρτητων βου-που-δοσλανγκικών εκφράσεων των αρχών της δεκαετίας του 90. Η 1η «τα λέμπελ» εχρησιμοποιείτο για καθορισμό σημείου συνάντησης της μαθητιώσας νεολαίας έξω από το γνωστό συνώνυμο φαστφουντάδικο της Αγ. Παρασκευής, ως σύντμηση της φράσης «τα λέμε στα λέμπελ». Η 2η προέρχεται από τον γνωστό και μη εξαιρετέο αγγλικό τύπο «σι γιου λέιζερ», του οποίου η σημασία είναι προφανής και δεν κρίνεται σκόπιμη η πλήρης ανάπτυξή της στο παρόν πεδίον.

Ως εκ τούτου, η φράση «θα βρεθούμε ύστερα έξω από τα λέμπελ» υποκαθίσταται , πολύ χαριτωμένα θα έλεγα (φαντάσου να το λέει ένα 16χρονο καβλοράπανο έξω από το ντηρί, τότε; ε; ε;) από το «τα λέμπελ λέιζερ».

- Μάριον; Πού είσαι μωρύ; Σε ψάχνω!
- Άσε μωρύ μαλάκω, ο γέρος μου με έχει φρικάρει τελείως! Τέσπα, άμα ξεμπερδέψω, τα λέμπελ λέιζερ...

βλ και τα λέμε λέιζερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ειναι μια ευφάνταστη καρναβαλική αμφίεση (δες φωτό) που σκέφτηκε κάποιο τσικλίκι και κατάφερε πολυ πετυχημένα να συνδυάσει τον Νίκο Γκάλη με τον 'Αλις Κούπερ.

Μεταφορικά, γκάλης κούπερ μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος απο αυτούς τους σαρανταπεντάρηδες που εξακολουθούν να παίζουν ακόμα μπάσκετ και να πιάνουν για ώρες το γηπεδάκι της γειτονιάς κάνοντας ολντ φάσιον φιγούρες εμπνευσμενες απο τον Γκάλη (σπάσιμο όχι στον αέρα αλλα στο έδαφος), κηρύττοντας το ήθος στους νέους συμπαίκτες (μη βρίζετε παιδιά μου, εμείς είχαμε ήθος στα νιάτα μας), και έχοντας στυλιστικό ντρες κόουντ εμπνευσμένο από τα '80ς (παπούτσια στράικ, σταράκια, κορδέλες στα μαλλιά, μάλλινες φανέλες του Μίλωνα ή του Σπόρτινγκ για να ψαρώνουν οι νιούφηδες)

Πας όλο αγωνία στο γηπεδάκι για μπάσκετ και πάλι το γήπεδο είναι πιασμένο απο ΑΥΤΟΥΣ.

- Ψηλέ, πα' να φύγουμε.
- Κάτσε ρε να τους δούμε, έχουν χαβαλέ.
- Ωχ τι κάνει, ρε μαλάκα, αυτός με τα στράικ, σπάσιμο στο έδαφος;
- Θεός ρε, γκάλης κούπερ...

(από kapetank, 24/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από το αγγλικό it's up to you, και σημαίνει από σένα εξαρτάται, κάνε ό,τι νομίζεις, ξια σου.

Η μικρή Οδύσσεια της φράσης που έγινε αγνώριστη ήταν κάπως έτσι: ιτς απ του γιου > ιτς άπ(α) του γιου > η τσάπα του γιου.

Αυτό το α, που μπήκε σφηνόπουτσα εκεί μετά το «απ» χωρίς κανένα προφανή λόγο, πιθανόν οφείλεται στο ότι η δημοτική δεν πολυσυμπαθεί το σύμπλεγμα «πτ» και το αποφεύγει (έτσι ο ράπτης έγινε ράφτης, το πτερόν έγινε φτερό κλπ). Εδώ βέβαια τσοντάραμε ένα φωνήεν στη μέση. Οι ειδικοί ωστόσο εικάζουν ότι και το τραγούδι Sex Machine (βλέπε μύδι) έπαιξε το ρόλο του, με το up να προφέρεται άπα. (Γκετ άπα!)

Το δε «του γιου» μπορεί να είναι εκλαμβάνεται ως ελληνικό (η τσάπα του γιου μου του Βρασίδα) ή ως αγγλικό (η τσάπα to you), οπότε με μετάφραση προκύπτει η παραλλαγή: η τσάπα δικιά σου.

  1. — Τι να κάνω, ρε Διογένη; Να παντρευτώ την όμορφη ή την άσχημη;
    — Τι να σου πω, νέε μου. Αν πάρεις την άσχημη, θα την έχεις ποινή. Αν πάρεις την όμορφη, θα την έχεις κοινή. Η τσάπα του γιου.

  2. — Άκου φάση τώρα. Έξι μήνες ψάχνω δουλειά και δε βρίσκω τίποτα, και σήμερα με πήρανε τηλέφωνο από δύο εταιρείες. Η μία δίνει ΙΚΑ και οχτακόσα καθαρά, η άλλη είναι χωρίς μισθό και ΙΚΑ, αλλά με τα μπόνους θα χεστώ στο τάλιρο (έτσι μου λένε). Λες να το ρισκάρω;
    — Δεν ξέρω, ρε φίλε, η τσάπα δικιά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπο σύνθημα του ευρύτερου αναρχικού / αντιεξουσιαστικού χώρου, εντοπίζεται σε τοίχους ως γκραφίτι (ο υποφαινό π.χ. το έχει τσεκάρει στον πεζόδρομο της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη) αλλά και στο νετ. Πρόκειται περί ενός ιδιότυπου λεξιπλαστικού λογοπαιγνίου, που είναι τρόπον τινά η αντιστροφή του all time classic «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη», συνθήματος με το οποίο μεγάλωσαν γενιές και γενιές (λέμε τώρα) νέων με εξεγερσιακά φρονήματα.

Ερμηνευτικά, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως οι ήρωες, δηλ. όλοι εκείνοι που πρεσβεύουν μια εθνικοπατριωτική ιδεολογία με έμφαση στις ανδραγαθίες, τους ηρωισμούς και την αυτοθυσία προς υπεράσπιση της πατρώας γης, είναι η δεξαμενή μέσα από την οποία οι εξουσιαστές στρατολογούν τα ένστολα μαντρόσκυλά τους. Και γενικότερα: ο εθνοκεντρισμός και η έμφαση στα και καλά υψηλά ιδεώδη, συντηρούν τη μπατσοκρατία και την αστυνομικοποίηση της ζωής μας. Διότι μπάτσοι δεν είναι μόνο αυτοί που μας δέρνουν στους δρόμους. Ο καθένας από μας (άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο) έχει έναν εικονικό μπάτσο μέσα στο κεφάλι του, ο οποίος αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη του πραγματικού μπάτσου. Όσο δεν ξεριζώνεται, όσο δεν σπάει αυτό το είδωλο, τα real μπατσόσκυλα θα πολλαπλασιάζονται. Εξ ου και το σοφό: «Σκότωσε το μπάτσο που κρύβεις μέσα σου». Ο περιλάλητος «φιλήσυχος πολίτης» ή «νοικοκυραίος», που πιστεύει σε «αξίες», «αρχές» και «ιδανικά», που διαβάζει αθλητική εφημερίδα και αποθεώνει «την παρέα του Ζαγοράκη που μας έκανε περήφανους», που έχει «υψηλά πρότυπα» (όλα κατασκευασμένα από την τηλεόραση): αυτός είναι ο πραγματικός μπάτσος.

Όμως πέρα απ' αυτά, το εν λόγω σύνθημα είναι άκρως ενδιαφέρον για το λεπτό χιουμοράκι του και την παιγνιώδη διάθεση που κομίζει. Ο επινοητικός εμπνευστής του δεν διστάζει να παίξει με τα στερεότυπα, να τα παραφράσει δημιουργικά και τρόπον τινά να τα «εκσυγχρονίσει». Όπου στερεότυπο, βλέπε εκ νέου το γηραιό και σεβάσμιο «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη», που διατηρεί ακέραιη τη γοητεία του κλασικού. Όπως όμως ο Marcel Duchamp δεν δίστασε να φτιάξει τη δική του μυστακοφόρο Μόνα Λίζα (χωρίς η αυθεντική να χάσει τπτ από την αξία της) έτσι και τα παραδοσιακά συνθήματα μας προκαλούν να τα παραποιήσουμε, αποδεικνύοντας έτσι το αειθαλές τους. Μια τυπικά μεταμοντερνιάρικη πρακτική: ο ευρύτερος «αναρχικός» χώρος βιώνει συνειδητοποιημένα τις αντιφάσεις του, στοχάζεται και σχολιάζει τον εαυτό του, αυτοσαρκάζεται και αυτοϋπονομεύεται. Οι άνθρωποι αυτοί είναι μια κάποια λύσις (;) Ειλικρινά δεν ξέρω.

ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΠΟΥΛΑΝΕ ΤΗ ΜΠΑΤΣΙΝΗ

Άλλη μια αντιστροφή σε σύνθημα (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λέμε της πούτσας, παλικάρι της φακής κλπ.

Ειρωνική έκφραση, που περικλείει όλα τα εκατέρωθεν ad hominem ψευδο-επιχειρήματα μεταξύ των υπερμάχων Αθήνας – Θεσσαλονίκης, λόγω της γνωστής χαζο-διαμάχης περί του φύλλου/ζύμης κλπ του εν λόγω εδέσματος.

Δηλαδή μεταφορικώς σημαίνει: Μάταιος αγών του οποίου το πεδίον δόξης ενν είν’ λαμμπρόν...

Σχετικά: Διένεξη περί όνου σκιάς, καβγάς για το πάπλωμα, η μάχη για το κουραδόκαστρο, της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, δυο κίναιδοι μαλώνανε σε ξένο γαμιστρώνα κλπ.

Το εργάκι έχει ως εξής: Οι φερόμενοι Αθηναίοι περιπαίζουν πειραχτηριακά τους φερομένους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι τσιμπάνε και τους «αντιμάχονται» (κολακευμένοι ωστόσο που τους επέλεξαν για τετ-α-τετ σύγκρουση οι πρωτευουσιάνοι).

Όμως, και στις δυο περιπτώσεις η ύπαρξη knot-dictionary υποβάθρου δεν λείπει, αφού ούτε οι πλείστοι από τους μεν κρατάνε από τον Κόδρο, ούτε κι οι πρόγονοι των δε έκαναν ποτέ Ανάσταση στη Ροτόντα.

Τα παιχνιδάκια αυτά θα ήσαν επικίνδυνα αν δεν ήσαν γελοία κι έτσι, ακόμα και ο συμπαθής γιαουρτοφάγος Νομάρχης, δεν αποτελεί απειλή για την εδαφική αρτιμέλεια της χώρας...

(Στο τυροπιτάδικο κάπου χάμω):

- Μια μερίδα μπουγάτσα με τυρί παρακαλώ...
- Ασφαλώς ο κύριος εννοεί τυρόπιτα να υποθέσω;
- Ρε φιλαράκι, σε λέω μπουγάτσα με τυρί λέγεται αφού! Τι τ’ αλλάζετε τώρα;
- Άσε ρε λάκη τώρα, που ήρθες να μας μάθεις εσύ πώς να λέμε την τυρόπιτα στα ελληνικά...

(Τσακώνονται και exeunt)

Σ.Σ. Έτσι, και ο ένας έχασε τον πελάτη και ο άλλος έμεινε νηστικός και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Ζήτησε μερίδιο απο την μπουγάτσα της εξουσίας... (από HODJAS, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Έκφραση υστερίας και απόγνωσης, ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ νέων, φοιτητών, υποψήφιων διδακτόρων, ελευθέρων επαγγελματιών και νιόπαντρων.

Ξεπροβάλλει αυθόρμητα στα χείλη μετά από στιγμές έντονης πίεσης και απογοήτευσης, όταν έχει γαμηθεί η κατάσταση, η γυναίκα σου (με άλλον), η δουλειά σου και γενικώς τα πάντα. Έτσι το μόνο που δεν έχει γαμηθεί είναι το τίποτα, συνεπώς δια της άτοπου, γαμιούνται τα πάντα.

Σημαντικό είναι ότι τα πάντα δεν γαμιούνται πάντα, αλλά ορισμένες μόνο φορές, εξ ου και η έκφραση: «Είναι φορές που γαμιούνται τα πάντα».

  1. Έκφραση θαυμασμού μετά από παρατήρηση ωρών εκπαιδευτικής τηλεόρασης για την αναπαραγωγή των ασπρόμαυρών αιλουροπόδων άρκτων (οικογένεια Ursidae, γένος Ailuropoda, είδος Melanoleuca).
  1. -Τι λέει ρε Αλέκο;
    - Άσε ρε φίλε... Η γυναίκα με παράτησε, το φορτίο ακόμα να εκτελωνιστεί, δεν έχω φράγκο και η Ηρακλάρα χάνει στην έδρα μας από τον Κιλκισιακό! Άσε σου λέω, γαμιούνται τα πάντα.

  2. (Στο ζωολογικό κήπο):
    Γιαννάκης: Μαμά, μαμά!
    Μαμά: Τι 'ναι παιδί μου;
    Γ.: Κοίτα;
    Μ.: Πού;
    Γ.: Να εκεί! Γαμιούνται τα πάντα!»

(από Khan, 03/02/10)Η αισιόδοξη σκέψη της ημέρας: Αν όλα τα προηγούμενα χρόνια "γαμιούνταν τα πάντα", κάποια στιγμή θα γεννήσουν κιόλας. (από Khan, 28/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτρεπτικό για άρρενες εφήβους. Χρησιμοποιείται για να φοβερίσει τους πρωτάρηδες και να τους δυσχεράνει την επίδοση στο άθλημα. Δημιουργεί ψυχολογικά τραύματα στην σχέση τους με τον έρωτα και δη τον στοματικόν και το γυναικείο φύλο, γενικότερα.

Αποτελεί ένα από τα πιο σκληρά γκρανγκινιόλ σεξ σποτς. Δεν βλέπεται. Αν δεν τον θέλετε, κυρία μου, αν σας ενοχλεί, ξαμολήστε το! Χωρίς αναστολές!

Αντί να ρίχνουν «αντι-διεγερτικά» στο γάλα των στρατευμένων, θα μπορούσαν οι σιτιστές να το παίζουν στο κψμ.

Ο Γιώργος γυρίζει από τη σκοπιά, 2ο νούμερο, κομμάτια, και ξαπλώνει στο κάτω κρεβάτι, ενώ στο πάνω κοιμάται ο συνάδελφός του, Κώστας. Εκεί που ο Γιώργος πάει να χαλαρώσει και εκκρίνει τις πρώτες ενδορφίνες, ξαφνικά νοιώθει να κουνιέται το κρεβάτι και να ακούει ένα κρίτσι-κρίτσι.
«Κώστα;» λέει.
«Έλα.» απαντάει ο Κώστας.
«Όταν η Φωτεινή πιπιλεί, η Όλγα τρέμει», λέει ο Γιώργος.
«Ααααα, πανάθεμά σε!» πετάγεται ο Κώστας και τρέχει κατευθείαν για τις τουαλέτες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήταν μια μόδα στα ανέκδοτα που προϋπήρξε για αρκετό καιρό του ξεσπάσματός της, ως μόδα κράτησε λίγο, αλλά άφησε μεγάλη κληρονομιά σε ατάκες.

Η δομή του ανεκδότου είναι η εξής απλή, κάτι που συνετέλεσε και στην υπερπαραγωγή μέχρις εξαντλήσεως του είδους. Ξεκινάμε με μια παραποίηση μιας παροιμιώδους ή μη φράσεως που παίζει με πολύ στάνταρ τρόπο στον καθημερινό λόγο (επί παραδείγματι ένα από τα πρώτα ήτανε το «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι»), και κατασκευάζουμε μιαν ιστορία της οποίας το «ηθικό δίδαγμα» είναι η ατάκα που κατασκευάσαμε. Χώνουμε και τη σάλτσα μας, του γαμάμε και λίγο τη μανούλα στην αφήγηση, αλλά πάντα καταλήγουμε στην ερώτηση «ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα» πριν εκσφενδονίσουμε την παπαριά μας.

Ο πυρήνας και το μόνο απαράλλαχτο, τελικά, είναι η ατάκα στο τέλος, η ιστορία είναι ουσιαστικά θέμα έμπνευσης, και γι αυτό όταν το φαινόμενο έφτανε στον εκφυλισμό του, από βαρεμάρα έπεφταν μόνο οι τελικές ατάκες και όχι το κυρίως ανέκδοτο.

Μετά το πέρας αυτής της περιόδου, μας έμειναν αμανάτι πολλές απ' τις ατάκες των ανεκδότων που πέφτουν σε γελοία συμφραζόμενα και είναι πλήρως ισοδύναμες με τις αρχικές.

  1. (η ατάκα που πέφτει στον ορισμό, θέλει πολύ σάλτσα που δεν θα βάλω:)
    Υπάρχει κασκαντέρ τις, που είναι τόσο ριψοκίνδυνος, δε μασάει τον πούτσο του σε φάση, και το παρατσούκλι του είναι «Ντέηντζερους». Του αναθέτουν το πιο ακραίο από τα κασκαντεριλίκια του, να κάνει ένα ακραίο άλμα πάνω από έναν τεράστιο γκρεμό. Παίρνει φόρα ο τύπος, αλλά δεν φτάνει, και αρχίζει να κατρακυλάει στο γκρεμό. Φτάνει κάτω και ημιθανής όπως είναι βλέπει μπροστά του να περνάει ένα παπάκι αμέριμνο στο ρυάκι του φαραγγιού και να κάνει «πά-πά-πά». Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
    Κύλησε ο Ντέηντζερους και βρήκε το παπάκι.

  2. (προσωπική δημιουργία, επίδειξη της δύναμης της μεθόδου, πάλι η σάλτσα δικιά σας:)
    Είναι ένα κοπάδι καρχαρίες στην Μαγαδασκάρη και θέλουν να την κάνουν από κει, γιατί έχει τελειώσει το ψάρι. Λέει ένας «μου είπανε ότι στην Αουστράλια είναι τίνγκα στο ψάρι». «Ε, πάμε». Κάνουν να ξεκινήσουν, αλλά το ρεύμα είναι κόντρα. Αποφασίζουν να περιμένουν μέχρι να γυρίσει. Περιμένουν κάποιον καιρό, αλλά όταν τελικά γυρίζει ευνοϊκό το ρεύμα έχουν αρρωστήσει από την αφαγία. Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
    Το μεν ρεύμα πρόθυμο, οι δε sharks ασθενείς.

Ακολουθεί μη εξαντλητικός κατάλογος με τέτοιες ατάκες:

  • Ο κόσμος τό 'χει βούτυρο κι αυτός κρυφό Καμπάρι (αφήγηση με ποτοαπαγόρευση κι έτσι).
  • Κύλησε ο Ντέηντζερους και βρήκε το παπάκι.
  • Χέστηκ' η φοράδα, Σταλλόνε.
  • Όπου γαμούν πολλοί μαστόροι αργεί να σιδερώσει.
  • Άλλος για Χίο τράβηξε και άλλος για Μυτιλήνη. (αφήγηση με ομαδική μαλακία για τα ελληνικά νησιά)
  • Καθαρός Ουκρανός Αλβανές δε φοβάται (ένας μπίχλας Ουκρανός την πέφτει και τρώει χυλόπιτα, ο καθαρός είναι κουλ τύπος)
  • Τρίχες Γιάννη, τρίχα πάντα. (Ο Γιαννάκης που χάνει όλα τα μαλλιά του και το κατοικίδιο πάντα του χάνει μια τρίχα)
  • Από τον Τόλη έρχομαι και στη Στροφή Μαντέλα. (τύπος βγαίνει απ' τον Βοσκόπουλο τύφλα και στην πρώτη στροφή πατάει το Μαντέλα.)
  • Τό 'να χέλι πνίγει τ' άλλο και τα δυο τον πρόσκοπο.
  • Ένα το χέλι, Δώνη και η Άνοιξη ακριβή.
  • Τα ράστα δεν κάνουν το μπαμπά.
  • Η γρια η Kodak έχει το zoom in. (κόντρα στην φωτογραφία, ένας τύπος με μια ψηφιακή τα κάνει όλα καλύτερα, αλλά ο τύπος με την πανάρχαια κόντακ κερδίζει στο ζουμ.)
  • Το καλό το σαλιγκάρι ξέρει κι άλλο μονομάτη.
  • Στου kung-fu την πόρτα, όσα θέλεις χόρτα.
  • Ηπιε ο γάιδαρος τον φετινό με γάλα

    τα περισσότερα μου τα θύμισε αυτό το μπλογκ

(από patsis, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified