Selected tags

Further tags

Εσένα τι σε κόφτει;

- Κόψε ρε το τσιγάρο, θα πάθεις καρκίνο.
- Τι σε κόφτει εσένα, στον κώλο σου μπαίνει μήπως;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενεργητικός ομοφυλόφιλος, συνήθως φερόμενος ως ανδροπρεπής, σε αντιδιαστολή με τον bottom (παθητικό), που αποτελεί και το δέκτη της ομοερωτικής πράξης. Σε ενδιάμεση κατάσταση βρίσκεται ο ενεργοπαθητικός (versatile) και ο bi-curious.

(Το παράδειγμα που ακολουθεί προσομοιάζει τυπικό διάλογο σε chatroom)

- Hi file
- Hi
- perioxi sou;
- Patisia. u;
- N. Kosmo
- ti psaxnis;
- real now ehw gavles
- stats sou
- 1.78/ 80kg/ melaxrinos/ arrenopos/ top. u;
- foto paizei; steile sto agoristatessera@gmail.com
- ok stelnw
................................................................................................

- mori Zozo esy eisai; ti TOP mori tarantela;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επέμβαση by-pass, ημιμαθώς. Συνήθως διπλό.

- Άστα Γιωργία μου.
- Τι;
- Ο Χρήστος δε μου φαίνεται και πολύ σόι [sic].
- Τι καλέ; - Τον βλέπω μέσα για διπλό μπάι μπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν λήμμα δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης ειμή αυτόν της προσπάθειας καθορισμού της ηλικίας ορισμένων σλανγκικών εκφράσεων, πολλές από τις οποίες όχι μόνο χρησιμοποιούνται ευρύτατα και στις μέρες μας, αλλά δείχνουν να έχουν και λαμπρό μέλλον μπροστά τους καθώς συνεχίζουν ακάθεκτες από στόμα σε στόμα, κηπ γουόκιν ένα πράμα.

Η ηλικία των όποιων σλανγκισμών είναι, κττμγ, ένα στοιχείο που σε γενικές γραμμές (μη δαγκώνετε, το ξαναλέω: σε γενικές γραμμές) απουσιάζει από τα λήμματα του φιλότιμου σάητος. Κατανοώ βεβαίως τις τεράστιες αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει το εγχείρημα. Μιλάμε για προσπάθεια βασισμένη στην προσωπική μνήμη, σε μαρτυρίες παλιότερων, ή σε προσφυγή σε λογοτεχνικές κυρίως πηγές. Δεν μπορώ να γνωρίζω την έκταση της βιβλιοθήκης του καθενός, αλλά η καλή μνήμη, το ευαίσθητο αυτί, η εμμονή στη λεπτομέρεια και (εννοείται) η έντιμη καταγραφή είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Ανατρέχω στο κάτωθι κατονομαζόμενο πόνημα όχι ως βιβλιοκριτικός, αλλά ως δεινοσαυράκι στον ανθό της νιότης του κατά την ύπνε-που-παίρνεις-τα-παιδιά δεκαετία του '80, για να βεβαιώσω ότι, τις περισσότερες τουλάχιστον από τις εκφράσεις που κατέγραψε ο συγγραφέας, τις χρησιμοποιούσαμε όντως ευρύτατα, τουλάχιστον στα Δυτικά Προάστια.

Από την άλλη, μπορεί να παρατηρήσει ο οιοσδήποτε ότι η γονιμότατη και δημοφιλέστατη έκφραση «τα παίρνω στο κρανίο» απουσιάζει παντελώς από το λεξιλόγιο της εποχής, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ακόμα επινοηθεί / εκστομιστεί. Επί τω λόγω της δεινοσαυρικής μου τιμής βεβαιώνω από μνήμης το χριστεπώνυμον πλήρωμα του σλανγκρ ότι, πιθανότατα μέχρι και το τέλος των '80 αυτή η περιγραφή του θυμού δεν είχε ακόμα σκάσει μύτη στην πιάτσα. Θα ήθελα να γνωρίσω τον άνθρωπο που επινόησε αυτήν την σαρωτικής παραστατικότητας έκφραση.

Επί της ουσίας λοιπόν, το λήμμα αποτελεί αναίσχυντη (και σχολιασμένη) παράθεση στοιχείων από το βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη «Τα Ροκ Ημερολόγια», που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1984 και ανάγει την προέλευση / διάδοση των εν λόγω εκφράσεων στα μετά την ίσα-μωρή-Λουκία! Μεταπολίτευση χρόνια. Προς επίρρωσιν, να προσθέσω πως, ούτε από μεγαλύτερους σε ηλικία είχα ακούσει ποτέ αυτές τις εκφράσεις, ούτε έχω εντοπίσει καμιά τους στην προχουντική πχ λογοτεχνία.

Τέλος, να επισημάνω ότι κρατάω πάσα επιφύλαξη σχετικά με την περιοχή και την ευρύτητα του κύκλου ανθρώπων στον οποίο γινόταν χρήση αυτών των κακών λέξεων. Μιλάω για τα Νέα Λιόσια (το νυν Ίλιον καλούμενον), το κέντρο Αθήνας και για 15χρονα του 1980 (και αργότερα βεβαίως, αυτές οι λέξεις δεν έσκασαν μύτη όλες μαζί μια ωραία πρωία...).

[...] οι εκφράσεις αράζω, γουστάρω, την ψάχνω, τη βρίσκω, την κάνω, του την πέφτω, τον πάω, το παίζω, την έχω δει, με τρέχουν, φάση, κουφό κλπ [...] από άτομα περιθωριακά [...] πριν οκτώ χρόνια ήταν η γλώσσα ενός μικρού κύκλου ατόμων, απλώθηκαν σιγά σιγά [...] η γλώσσα των «αλητόβιων ροκάδων» πέρασε σιγά σιγά στους κυριλέδες [...]
(Σ.Σ. τουλάχιστον οι λέξεις «αράζω» και «γουστάρω» είναι πολύ παλιότερες).

[...]το πασίγνωστο να τη βρω, εξελίσσεται στο να τη δω, να την ακούσω (θες να σου δώσω κάτι να την ακούσεις ;).
Το έπαθα πλάκα έγινε σαλτάρισα, τάχω παίξει, μου 'φυγε η ψυχή, έπαθα μουνόπλακα ή μουνίλα, μουνόπαθα, κωλόπαθα.

[...]πέντε τουλάχιστον λέξεις επανέρχονται επίμονα: άτομο, κωλώνω, σωστός, ξενέρωτος και αντιδραστικός. Δε λένε «κάποιος πέρασε», αλλά «πέρασε ένα άτομο» [...] αντί «τον βλέπω», «βλέπω το άτομο» [...] υποδηλώνεται ένας σεβασμός για την προσωπικότητα [...] Όταν δεν κωλώνεις είσαι σωστός [...] είναι αυτός που δεν ξεπουλιέται και δεν ξεφτιλίζεται [...] ξενέρωτος [...] βρίσκεται σε πρόσκαιρη στέρηση [...] μεταφορικά ο άκεφος, άσχετος σε μιά παρέα ή σε μιά κατάσταση [...] συναισθηματικά αμέτοχος [...] Αντιδραστικός [...] έχει πάρει αντίθετη σημασία [...] προοδευτικός, επαναστάτης που αντιδρά [...]
(Σ.Σ. η λέξη «κωλώνω» είναι πολύ παλιότερη. Πρόχειρο παράδειγμα το κείμενο «Σκούρα» του Ιωάννη Κονδυλάκη. Τη λέξη «αντιδραστικός» με αυτή την έννοια ούτε την άκουσα στις παρέες μου, ούτε τη χρησιμοποίησα ποτέ).

[...]Το σκαπουλάρω έγινε την κάνω, την πουλεύω (τον πούλο! = δρόμο!, ενώ πήρα τον πούλο= με ρίξανε).
(Σ.Σ. Εν τούτοις, το ρήμα «πουλεύω» = πεθαίνω καταγράφεται από τον Χρόνη Μίσσιο ως έκφραση του υποκόσμου ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου. Όσο για το παλιό «σκαπουλάρω», θυμάμαι ότι το χρησιμοποιούσαμε αποκλειστικά με την γνωστή έννοια ξεφεύγω, διαφεύγω, την οποία έχει άλλωστε και το ταυτόσημο ιταλικό scapolare. Επικουρικώς, υπήρχε και ο τύπος τη γλύταρα, αντί του ορθού τη γλύτωσα).

[...]Το μπανίζω έγινε κοζάρω. Το με καμία κυβέρνηση έγινε ούτε με σφαίρες κλπ.

[...]Καλοκαίρι του '82: A: «Τι μουσική είναι αυτή ;» Β: «Μουσική τρόμπα, τι θες να 'ναι ;» Γ: «Είναι νιού γουέηβ. Ροκ». Β: «Το νιού γουέηβ δεν είναι ροκ, είναι τρόμπα ροκ!» [...]
(Σ.Σ. δες και διάφορα σχόλια εδώ).

[...] οπότε κάνει αυτός «επειδή μας πρήξατε, θα σας βαβουριάσουμε τώρα!» [...]
[...]To '76 πρωτάκουσα τη λέξη βαβούρα, που σήμαινε θόρυβο, φασαρία [...] υπάρχει ορχήστρα με αυτό το όνομα [...] είναι σήμερα όρος μουσικός [...] «το μεγάφωνο κατεβάζει πολλή βαβούρα» [...] «παλιά άκουγα βαβούρα» κι εννοούν heavy metal.
(Σ.Σ. θα ήταν ενδιαφέρουσα μια καταγραφή της διαδρομής της μεσαιωνικής, μη σλανγκικής λέξης «βαβούρα» από τα χρόνια του Βιτσέντζου Κορνάρου, ή και πιό πριν, μέχρι τη Μεταπολίτευση, από την οποία και μετά η λέξη έχει αποκλειστικά αργκοτική απόχρωση. Ίσως ο φερώνυμος Τζώνυ και το συγκρότημά του; Βδγ, ρήμα στον Ερωτόκριτο: βαβουρίζω. Ρήμα της τελευταίας 30ετίας: βαβουριάζω. Κατ' αναλογία προς το ήδη ρεμπέτικο «μανουριάζω»;).

[...] και κάναν όλοι μαζί ουά, ουά...κάτι σβομπίλοι εκεί πέρα[...]
(Σ.Σ. Την αγνώστου ετύμου, ξεχασμένη πλέον λέξη «σβομπίλος» τη χρησιμοποιούσαμε, τουλάχιστον μέχρι το '80-'81 με την σημασία: χαζός, μαλάκας. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλιαράκι την ανέσυρα από τα πλέον κονισαλέα ερμάρια της μνήμης μου, και ο παντεπόπτης γούγλης απέδωσε απίστευτα αποτελέσματα. Κατόπιν τούτου, τι να πω κι εγώ ο φτωχός ;. Η λέξη πάντως υπήρχε, και μάλιστα η κλητική της ήταν σε -ο: Άντε ρε σβομπίλο!)

[...]Ενδιαφέρον έχουν και οι παρακάτω φράσεις:
στανιάρησα = μαστούρωσα, χόρτασα (Σ.Σ. δεν θα χαρακτήριζα ακριβή την ερμηνεία)
ξενέρωσα = συχάθηκα, βαρέθηκα
είμαι νεκρός = δεν έχω λεφτά (Σ.Σ. χρησιμοποιούσαμε επίσης την έκφραση είμαι τσέτουλα= άφραγκος, η οποία είναι βεβαίως πολύ παλιότερη, όπως μας πληροφορεί ο Πονηρόσκυλος).
είμαι στην πείνα = μου λείπει κάτι για καιρό
κάνω κεφάλι = στανιάρω (Σ.Σ. πάλι κομματάκι φάλτσο)
κολλητά = τώρα αμέσως
τανζανιάρης = άτακτος (Σ.Σ. με προβληματίζει το -ν-, αν δεν πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους. Αποκαλούσαμε ταρζανιά την ριψοκίνδυνη και επιδεικτική συμπεριφορά. Για τους βιρτουόζους επιδειξίες σε μπιλιάρδο, μπάλα κλπ χρησιμοποιούσαμε, λίγο, το προφανούς ετυμό ρήμα ζιγκολάρω και, πολύ λιγότερο, την έκφραση ζογκλερικές ενέργειες).
λινάτσα, λέζος, λινός = κωλόπαιδο, κουφάλα (Σ.Σ. αν θυμάμαι καλά, είχε περισσότερο την έννοια του φλώρου. Τη λέξη «λέζος» την αγνοώ).
ρύζι = κορόιδο (Σ.Σ. αγνοώ την έκφραση)
ποίημα = ψέμα (Σ.Σ. έχει να κάνει περισσότερο με το χαφιεδιλίκι και δη εντός φυλακής, όπως μας διαβεβαιώνει ο Πετρόπουλος).
παραμύθα = ηρωίνη
γαμιστερός = ωραίος.

[...]γι αυτούς που πηγαίνουν στις ντίσκο [...] λέγαμε βουτυρόπαιδο, σοκολατόπαιδο (Σ.Σ. λέξη που εμφανίζεται σε τραγούδι του Σαββόπουλου στο μεταπολιτευτικό «Δέκα χρόνια κομμάτια»). Μετά έγινε καρεκλάς. Μετά έγινε κυρίζι (Σ.Σ. βλέπε σχόλια ΜΧΣ και Χότζα εδώ) , κυριλές, κυριλόβιος, ξενέρωτος, ξενέρι, φλώρος, ντισκάς, ντισκόβιος, γκίραπας ή γκιράπης, τυρί, φλούφλης, και τσινάρι (ειδικά στη Θεσσαλονίκη). Οι ντισκάδες λέγανε τους ροκάδες αλήτες, λεχάρια, φρικιά [...] Η λέξη αυτή (φρικιό) έχει [...] πέντε καταλήξεις: φρικιό, φρικιάρης, φρίκος, φρικάς, φρίκουλος.
[...]με τις καταλήξεις θα δημιουργούσαμε [...] φρικιά, χιπιά, πανκιά, φλώρια, τσόλια, φρικάς, ροκάς, ντισκάς, σοουλάς, μπλιτσάς, χεβυμεταλάς, σκυλάς [...] κλεφτρόνι, πρεζόνι, πουστρόνι, γυφτρόνι, παιχτρόνι. Ενώ κατά το παλιό καφενόβιος: μηχανόβιος, αλητόβιος, κυριλόβιος, λαϊκόβιος, ντισκόβιος, πανκόβιος, στρατόβιος, φυλακόβιος, μπλακσαβατόβιος...
(Σ.Σ. στη λέξη «τυρί» δίναμε την έννοια: πλαδαρός, αγύμναστος φλώρος. Ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το ψωμί, που επίσης χρησιμοποιούσαμε).
........................................................................................................
Αυτά (ουφ!). Τι με κάνατε και θυμήθηκα ρε μπαγάσηδες... και πόσα λίνκια... (δ)ράκος έγινα... Αιτούμαι πενθαήμερος αγροτική άδεια για να μαζέψω τα κομμάτια μου. Όσο θα λείπω, εσείς δείτε εϊτίλα και ογδόνταζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...να βγει από μέσα σου.» Σε πείσμα της τρομολαγνείας, των καταστροφολογικών σεναρίων και του φόβου που πουλάει, ερεθίζει, ελέγχει και κατευθύνει, υπάρχει πάντα μία πατρική φιγούρα γύρω μας και ξέρει ακριβώς τι να σου πει για να αισθανθείς ασφαλής, γιατί στο βάθος είμαστε όλοι φτιαγμένοι από το ίδιο χολλυγουντιανό υλικό. Κρίση, απόγνωση, απελπισία, είναι καταστάσεις του μυαλού και ως τέτοιες έχουν το αντίδοτό τους. Εκεί που το καλό και το κακό συνυπάρχουν, συγκρούονται, συνθλίβονται κι αφήνουν συντρίμμια αβεβαιότητας και δευτερομαντεψιάς, θα 'ρθεί ο από μηχανής λέουρας που έχει περάσει από χίλια κύματα και ξέρει. Ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Και θα πει αυτό που θέλουμε να ακούσουμε. Και μεις θα ανταποκριθούμε. Γιατί όσο εύκολα φέρνουμε την καταστροφή, άλλο τόσο την ξορκίζουμε κιόλα. Το επόμενο είδος που θα κυριαρχήσει στη γη θα φάει μαλλιά με την πάρτη μας...

  1. Λαρούσσο: - Δεν μπορώ, δε μπορώ να το κάνω αυτό.. δεν γίνεται να φύγουμε; Φοβάμαι! Πάμε σπίτι! Φοβάμαι!
    Μιγιάγκι: - Ντάνιελ σαν, δεν τρέχει (και) τίποτα αμά χάσεις από (τον) αντίπαλο. Τρέχει όμως άμα χάσεις από (τον) φόβο (σου, για τον αντίπαλο)...
    Λαρούσσο: - Φοβάμαι! Τον φοβάμαι αυτόν τον τύπο! τι να κάνω γι αυτό;
    Μιγιάγκι: - Συγκεντρώσου! Το καλό καράτε είναι ακόμα μέσα. Τώρα (είναι) ώρα να βγει έξω.

  2. Πλάτωνας: - Γιώργο το πληρώσαμε το χαράτσι;
    Γιώργος: - Όλα κομπλέ.
    - Αυτό σημαίνει ναι;
    - Γκιουζέλ.
    - Ρε αγαπούλα, λέγε να ησυχάσω..
    - Εσύ κοίτα τη δουλειά σου κι εγώ τη δική μου...
    - Κάθε φορά μου βγάζεις την ψυχή ρε γαμημένε. Λέγε ρε, το πλήρωσες;
    - Άσε το καλό καράτε να βγει από μέσα σου.
    - ...τι είναι πάλι αυτή η μαλακία;

(από vanias, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική πασπαρτού προτροπή να μην κακομαθαίνουμε τα υποκείμενα της περιφρόνησης μας γυναίκες, χωριάτες, τουρκαλβανά, γουατέβα γιατί μοιραίως θα ανέβουν στο κρεβάτι μας να μάς γαμήσουν.

Η αρχική διατύπωση («τον Τούρκο και τον πούτσο, όσο τον χαϊδεύεις σηκώνεται») αποδίδεται στον Γεώργιο Καραουϊσκάκη.

- Ο χωριάτης είναι σαν τον πούτσο. Όσο τον χαϊδεύεις, τόσο σηκώνεται.
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη»)

- Η γυναικα ειναι σαν τον Πούτσο ... οσο τη χαιδευεις σηκώνει κεφαλι!!!
(φεησμπουκάκι)

- Οι συνδικαλιστές στην Ελλάδα είναι σαν το πουλί σου. Όσο τους χαϊδεύεις, τόσο σου σηκώνονται.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε χωρίς να συναντηθείς με κάποιον.

Το ζαμάνι προέρχεται από την τουρκική λέξη zaman (χρόνος, εποχή, περίοδος), η οποία με τη σειρά της οφείλει την ύπαρξή της στην περσική زمان (zamān).

Στα ελληνικά χρησιμοποιείται μόνο στη συγκεκριμένη έκφραση.

[Ο Γιώργος με τον Σπύρο πηγαίνουνε μαζί σχολείο. Τον Σπύρο τον βιάζουνε και φεύγει Αυστραλία. Μετά από 10 χρόνια (ή ζαμάνια, τώρα που το μάθαμε) τον συναντά τυχαία στο μετρό]

- Πού 'σαι ρε Γιώργο; Εσύ είσαι ρε αδερφέ;
- Σπύρο! Καλά, δεν το πιστεύω! Χρόνια και ζαμάνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοπευτικός ορισμός απόδοσης σε μια σεξουαλική συνεύρεση. 1 βαθμός για κάθε εύστοχη βολή σε διαφορετική τρύπα. Με άριστα φυσικά το τρία!

Συνώνυμο: τριφασικό (γαμήσι)

- Τι έγινε χτες με την άλλην;
- Τρία στα τρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτρεπτικό θραύσης όρχεων.

Λιτή και περιεκτική έκφραση, που ανάγεται στην θειτσίστικη αποτροπή προς νήπιο, από το π.χ. να παίξει με θορυβώδες παιχνίδι (κοιμάται το μπλιμπλίκι), να τζολέψει εύθραυστο αντικείμενο (κοιμάται η τζαμαρία), να κάνει επικίνδυνη ταρζανιά (κοιμάται η κούνια), να ζητήσει παραμύθι (κοιμάται το βιβλίο) και εν γένει να της σκοτίσει το παπάρι.

Η απώτερη προέλευσή της, αποτελεί απήχηση της προσωποποίησης των παιχνιδιών στην παιδική συνείδηση (ότι το παιχνίδι «είναι ζωντανό»), π.χ. ο διαολής ήθελε να παίξει με κάποιο κουτσούνι/αρκουδάκι κλπ way past his/her bedtime, οπότε η παραμάνα με την έκφραση αυτή, πετύχαινε διά μιας να πείσει το ζερζεβούλη αφ' ενός ν' αφήσει το αρκούδι και να μην το (δηλ. την) ενοχλεί, τακτοποιώντας το σε κάποιο ψηλό ράφι (αφού καικαλά «κοιμάται το τσαμένο»), αφ' ετέρου σαν καλό παιδάκι να κάνει κι αυτό το ίδιο (δηλ. να πάει για νάνι), ώστε να ησυχάσει κομμάτι και δαύτη (η δόλjα).

Πάντως, η καταχρηστική επέκταση της προσωποποίησης στα πάντα όλα (δηλ. και σε αντικείμενα άσχετα με παιχνίδια αυτά καθ' αυτά), καθώς και η εμμονή στο πάτημα τσιρίδων σε κλίμακα «μη», είναι ενδεικτικά της τάσης των περισσοτέρων νταντάδων, να προτιμούν να προσέχουν μουγκά, καθηλωμένα ή σε κώμα πεσόντα παιδιά, για να δουν τηλεόραση με την άνεσή τους.

  1. (Η Περιέργεια)
    - Πώ ρε φίλε! Τί γαμάτο ηχοσύστημα είν’ αυτό; Καινούριο; Να σου πώ, παίζει και MP-3; Αυτό το κουμπάκι τί είναι;
    - Άστο, κοιμάται τώρα.

  2. (Έρως ο Λυσιμελής)
    - Μωρό μου, πόσον καιρό έχουμε να κάνουμε σέξ; Οι βυζάρες σου με τρελαίνουν!
    - Πάρ’ τα κουλάδια σου. Κοιμάται τώρα.

  3. (Η Έξοδος)
    - Είσαι να πάμε σε κανα κουτούκι Δράτσα μεριά;
    - Τρελός είσαι ρε; Πού να τραβηχτούμε εκεί κάτω;
    - Έλα ρε, τόσον καιρό έχουμε να βγούμε, ωραία θα ’ναι.
    - Κοιμάται τώρα.

  4. (Το Χρησιδάνειον)
    - Σεβαστέ μου πατέρα, μου δίνεις μια τα κλειδιά απ’ το αμάξι να πάω σε μια δουλειά; Σε μισή ώρα-τί λέω-δέκα λεπτά, θα στο φέρω πίσω. Ε; να το πάρω;
    - Κοιμάται τώρα.

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απομακρυσμένη χρονικά, σε σχέση με την αρχική ημερομηνία και ώρα δημοσίευσης, ανάρτηση απαντήσεων και σχολίων σε ηλεκτρονικές ιστοσελίδες που προσφέρουν στους χρήστες τους (εγγεγραμμένους ή μη) αντίστοιχες δυνατότητες (όπως π.χ. φόρουμ, ιστολόγια κλπ).

Η μεξικανική συζήτηση μπορεί να αφορά την δημοσίευση απαντήσεων αφού έχει περάσει αρκετό χρονικό διάστημα από την ώρα της αρχικής ανάρτησης, εντός όμως της ημέρας δημοσίευσης, ή ακόμη και την επαναφορά ενός νήματος στην ηλεκτρονική ημερήσια διάταξη έπειτα από το πέρασμα ημερών, εβδομάδων, ακόμη και ετών από τότε που πρωτοαναρτήθηκαν. Στη δεύτερη περίπτωση,ο επίσημος όρος της πρακτικής αυτής σε ηλεκτρονικά φόρουμ ονομάζεται ανάσταση νήματος.

Η ραθυμία και η νωχελικότητα εκ μέρους των χρηστών μπορεί να οφείλεται σε έλλειψη ενδιαφέροντος, σε γενικότερη βαρεμάρα και σταρχιδισμό-ξυσαρχιδισμό, ή ακόμη και σε αντιπάθεια απέναντι στον συγκεκριμένο χρήστη που πραγματοποιεί τη δημοσίευση. Πολλές φορές, οφείλεται σε χρήστες του διαδικτύου που σερφάρουν γενικά και απλά βρίσκουν κάτι που θεωρούν άξιο σχολιασμού. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα σε ηλεκτρονικά φόρουμ, η πρακτική αυτή ασκείται από χρήστες που θέλουν να αυξήσουν τα σχόλια τους με σκοπό να αναρριχηθούν γρήγορα και να εδραιώσουν την παρουσία τους στην ιεραρχία των χρηστών, και τι καλύτερο και πιο γρήγορο από μία επίσκεψη στο αρχείο του φόρουμ, όπου και ξεκινούν τη μαζική νεκρανάσταση νημάτων άλλοτε με ολιγόλεκτες απαντήσεις εν είδει συγχαρητηρίων, κι άλλοτε με οφτοπικίσματα, σπαμαρίσματα ή/ και τρολαρίσματα, ασχέτως με το εάν οι χρήστες που πραγματοποίησαν την αρχική δημοσίευση εξακολουθούν να συμμετέχουν στον ιστότοπο ή όχι.

Τέλος, ο ίδιος ο όρος μεξικανική συζήτηση προέρχεται από την ευρέως διαδεδομένη -κατά πολύ ρατσιστική- εικόνα που έχει πολύς (δυτικός και ανατολικός) κόσμος για τους Μεξικανούς, οι οποίοι σύμφωνα με τα γουέστερν διάγουν το βίο τους νωχελικά από τη μία σιέστα στην άλλη, προφυλαγμένοι από τον ήλιο στη βυθισμένη στη σιωπή κοιλάδα νοτιοδυτικά του Ελ Πάσο.

Πάσα: Electron, από εδώ.

  1. -μπα;;; ζηλευουμε κιλλερ;;
    βλεπουμε το νικολακι να σχολιαζει σαν τρελο και να μαζευει σχολια και φοβομαστε;;;
    ειλικρινα, ευχομαι με την νεα χρονια, να ερθουν πολυ καλυτερα. ολα!!!
    περιμενω με αγωνια το ρημαδι το τσατ......

-ειμαι κατα του τσατ εγω!!!!!
πιο καλα ετσι η μεξικανικη συζητηση!!!! δεν εισαι ολο στην μπριζα!!!!
τα τσατ ειναι ωραια για τα Σ/Κ των αγωνων!!!!
αλλα θα ηταν σουπερ εβδομαδιαια η και μηνιαια ψηφοφορια!!!!
θεσ δεν θεσ θα βγουν κουμπορια με τα αποτελεσματα!!!!!

(Από εδώ)

  1. axaxaxaxa το κραταμε για αυριο αυτο για να πεσουν κορμια!!!! :-P
    h η μεξικανικη συζητηση εχει χαβαλε.....αλλα δεν εχει αιμα!!!!!!!!!!!!!!!! :-PPPP
    ase poy kai to ρεντ μπουλ δεν με κραταει αλλο!!!!!!!

(Από εδώ -ίδιο φόρουμ, άλλο νήμα).

  1. Εν μέσω μεξικάνικης συζήτησης συνεχίζω το χαβά μου με Depeche Mode. (Από εδώ)

  2. Αλλη πρόταση: Να παίρνει το moderating team πιο γρήγορα αποφάσεις,η απόφαση για τα αθλητικά θυμίζει συζήτηση Μεξικάνων. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified