Further tags

Η -ίλα του να είσαι σουάγκ (SWAG). (Βλ. τους πολλούς ορισμούς μας και τη Bίκυ για τα περαιτέρω). Κι όταν λέμε σουαγκίλα εννοούμε κάτι σαν αυτό:

Swag Σημίτης

Ή αυτό:

Swag Λαφαζάνης

  1. Ο καιρός επιβάλλει καφέ,κότσο και σουαγκίλα! (Εδώ).
  2. Κατουραει σουαγκιλα ρε αυτο το παιδί (Εδώ).
  3. Διακρινω μια σουαγκιλα-κωλοποζεριά.. (Εδώ).

Σουαγκίλα η απλή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες:

  • Χαρακτηρισμός για άτομα με σύνδρομο Down.

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά με τρυφερές προθέσεις...

- Στον Άγγελο το μικρό νταουνάκι μου που γιορτάζει! (εδώ)

...ωστόσο δεν παύει να είναι ιδιαίτερα δυσάρεστος, έστω κι αν είναι λιγότερο απρεπής και προσβλητικός από τον απολύτως καφρικό χαρακτηρισμό "μόγγολο".

- φυσικα κ ειναι ενας ανθρωπος κ δεν πρεπει να χαρακτηριζεται ως νταουνακι, αλλα ετσι ειμαστε εμεις οι ανθρωποι περιεργοι, αδιακριτοι κ δεσκεφτόμαστε ότι θα νοίωσει ο άλλος ασχημα κ καρφώνουμε το βλέμμα μας (εκεί)

Το νταουνάκι συχνά προσάπτεται και μεταφορικά σε ανθρώπες χωρίς σύνδρομο Down προκειμένου να στηλιτευτεί η πνευματική τους βραδύνοια:

- Με το έγκλημα του Παπακωνσταντίνου να πηγαίνει εκ του ασφαλούς και προσχεδιασμένα για παραγραφή, με το πρωθυπουργικό μας νταουνάκι να δίνει διαλέξεις στο Χάρβαρντ και να συμβουλεύει την Αμερική πώς να αποφύγει τη χρεοκοπία, με συνταγματολόγους πανεπιστημιακούς να περιέρχονται τα κανάλια και να προπαγανδίζουν την ασυλία της καλής βίας... (παραπέρα)

- Φυσικά επι δύο χρόνια δεν κέρδισε ούτε ένα ματς, άλλωστε με ένα νταουνάκι κι έναν βιαστή με μόνιμη στύση είναι λίγο δύσκολο να κερδίσεις, σε κάποια φάση έχαναν και ματς με διψήφιο αριθμό γκολ (παραδίπλα)

Κατά τα μεθυσμενάκι, αρρωστάκι, κ.ά..

- Σήμερα ξύπνησα κάπως νταουνάκι. Κι εκεί που περίμενα ότι έξω θα έχει ήλιο, πάλι συνεφιά. Όταν συμβαίνει αυτό η καλύτερη άμυνα μου σε αυτή τη διάθεση είναι να δουλέψει ο φούρνος και να μυρίσει το σπίτι κάτι με βανίλια (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλικανιά για αυτόν που δεν έχει ζωή, για τον λούζερ, για αυτόν που ολόκληρη η (μη) ζωή του μόλις και μετά βίας θα έφτανε σε συναρπαγή και βίωμα μία βραδιά από τη ζωή του Βασίλη Τερλέγκα. Οι νόου λάιφερς βρίσκονται παντού, αλλά κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φλώρουμ και σάη. Επίσης στα γκέιμζ/ βιντεοπαιχνίδια. Τους καταλαβαίνεις από το πόσο πωρωμένοι - καμένοι είναι, από το ότι γράφουν ακατάπαυστα και από κάποιες άλλες ενδείξεις, λ.χ. από το πότε γράφουν. Υποθέτουμε ότι είναι άνεργοι, άεργοι, πάντως όχι άστεγοι γιατί μένουν αγαμήτου και απάρτου γωνία. Και κυρίως τους καταλαβαίνουμε από το ότι εμπλέκονται ως τηλέμαχοι σε διαδικτυακές έριδες, όπου φαίνεται ότι ξέρουν όλα τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν στο νέτι γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν και τρώνε τρελά σκαλώματα με κάποιες έριδες που έχουν γίνει προ Χριστού, και τις κρατάνε ιντερνετικό μανιάτικο, γιατί δεν έχουν πού αλλού να διοχετεύσουν την προσοχή τους. Η απάντηση σε όλα αυτά είναι get a life ή ως αρκτικόλεξο: gal.

Disclaimer: Όλα τα παραπάνω δεν ισχύουν για όσους γράφουν πολύ στο σλανγκρ, όπου είναι απολύτως φυσικό να περνάμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας λόγω της αγάπης μας για την αργκό και για να μεταλαμπαδεύσουμε εξάλλου γλωσσικώς τις εμπειρίες μας από μια ζωή γεμάτη σεξ, ναρκωτικά, αυτοκίνητα, στρατό, περιθώριο. Καλού κακού πάντως, για να μη με πείτε νόου λάιφερ σταματώ τον ορισμό εδώ παραπέμποντας στο Urban για περισσότερα.

  1. και ο καλύτερος τρόπος ενα φριστάιλ να γράψω να κράξω τον κάθε νόου λάιφερ φορουμίτη οι ρίμες μου πονάνε, θα του βγούνε απ'τη μύτη. (Χιπχοπάς στιχώνει).
  2. ΠΑΛΙ ΜΕΣΑ ΠΕΣΑΤΕ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ ΜΟΥ ξημεροβραδιάζονται στο προφίλ μου οι νόου λάιφερς και καλά κάνουν αλλά πόσο χαίρομαι για το γλέντι που κάνω στη χολή τους. (Από Φέισμπουκ).
  3. Έχω ξυπνήσει από τις έξι Κυριακάτικο και κάνω υπομονή να τουιτάρω στις οκτώ έτσι για να μη με πείτε και τίποτα παράξενη ή νόου λάιφερ. (Από Τουίτερ).
  4. Kαι ενα για τους νόου λάιφερ που δεν κάνουν τίποτα εκτός από το να λιώνουν εδώ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμπτυξη των λέξεων σκαμπίλι και equalizer.

Το equalizer ως γνωστόν έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα με τον ποιητή να εννοεί πως με τα επαναλαμβανόμενα σκαμπίλια μπορείς να ρυθμίσεις κάποιες καταστάσεις

λεζάντα video

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

νταούνιασμα, νταουνιάσματα

Ναρκοslang για την απότομη, υπερβολική και αναίτια κόπωση και έλλειψη όρεξης μετά την επήρεια της χρήσης κυρίως χημικών ναρκωτικών ουσιών. Προέρχεται από την αγγλική λέξη down και είναι ευρέως γνωστή σε parties ηλεκτρονικής μουσικής που κρατάνε για μέρες. Σε πληθυντικό αριθμό χρησιμοποιείται κυρίως για την επόμενη ημέρα.

Τι νταούνιασμα είναι αυτό ρε αγορίνα? Λες και έφαγα σφαλιάρα νιώθω.

Δεν ξέρω τι ήπια χθες και σήμερα είμαι στα νταουνιάσματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

άμπε λαλέ, αμπελαλέ

Το Amber Alert (Tv-spot εξαφάνισης ηλικιωμένων κυρίως ανθρώπων) όπως το αντιλαμβάνεται ο ιδιαιτέρως μορφωμένος και περισπούδαστος οπαδός του Ολυμπιακού και τηλεpersona Τάκης Τσουκαλάς.

Ο ένας παίχτης που ήρθε στον ΠΑΟΚ τον ψάχνουνε στο αμπελαλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομιλία ή διάλεξη στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το ετυμολογεί από το ιταλικό sprecamento, ίσως και με επίδραση από το αγγλικό speaker.

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση της φράσης: "δεν ξέρω εγώ τι". Αποτελεί συνένωση των ανωτέρω λέξεων και απαντάται συχνά σε αναρτήσεις σελίδων/μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Φαίνεται έντονα η ανάγκη συμπύκνωσης του, όχι απαραίτητα, βαθυστόχαστου νοήματος του συγγραφέα της έκφρασης.

Εύκολα μπορεί να διατυπωθεί εδώ ότι προέρχεται από την αγγλική πρόταση: "Don't know what" η οποία στερείται προσωπικής αντωνυμίας και παρουσιάζεται ελλειπτική όπως πολλές άλλες της καθομιλουμένης. Ο Ηλίας Πετρόπουλος θα την ενέτασε στα φλωράδικα, δηλαδή στη γλώσσα των νέων. Η σημερινή καταχώρησή της μάλλον εμπίπτει στην αργκώ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Συντακτικά απαντάται στο τέλος μιας, σπάνια ορθογραφημένης, ανάρτησης την οποία ένας δείνα φιλόλογος παρατηρεί. Συχνά αποτελεί τον κολοφώνα μιας παράταξης εννοιών, των οποίων η σημασία βρίσκεται υπό αμφισβήτηση από τον εκάστοτε χρήστη του διαδικτύου. Οι εραστές της Νέας Ελληνικής μένουν άφωνοι από την κατάργηση των κανόνων συντακτικού/γραμματικής, αλλά τελικά υποκύπτουν στο μαζικό κύμα ανορθογραφίας και τη λαίλαπα συλλογιστικής ακατανοησίας.

(το κείμενο έχει βελτιωθεί ορθογραφικά προς εξυπηρέτηση του νοήματος διότι απαντάται συνήθως με όλα κεφαλαία και πλήρως ανορθόγραφο) "προχτες το βραδυ μου την επεσαν κατι τσιελεκσακηδες με γιαμαχες και εψαχναν να μαζεψουν ξυλο για κατι κοτρες στο ΣΕΦ κι εγω δε μπηρα χαμπαρι λογω κοκας, 5 ΡεντΜπουλ, γλουταμινης, φαρμακακι, τρεις φραπεδες ΚΑΙΔΕΓΖΕΡΩΓΩΤΙ"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που δεν ακολουθεί τους κανόνες γενικώς. Γλωσσικά, ο,τι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, τουλάχιστον με ομοβροντία, ομοψυχία, ομοφωνία και όλα αυτά τα σχετιζόμενά τους, έστω κι αν το γλωσσικό κριτήριο μιας ομάδας ομιλητών δεν παραβιάζεται και έτσι αποδέχεται τον νεωτερισμό - νεολογισμό κι έτσι γι' αυτούς δε θεωρείται φάουλ. "Γιου φαουλ"? Μπορεί όμως να υπάρξει σύγκρουση μεταξύ των αποδεκτών και των πιο συντηρητικών σε ο,τι καινούργιο. Ή, μπορεί να είναι κάτι τόσο ξένο από την εμπειρία κάποιου που όσο ανοιχτόμυαλος και να'ναι δεν μπορεί να το αποδεχτεί ακόμα. Κάποια πράγματα άλλωστε πρώτα πρέπει να χωνεύονται. Αν και το φάουλ είναι όρος που εξοικειωθήκαμε τα ελληνόπαιδα μέσα από τα γήπεδα των αγώνων ποδοσφαίρου και την αγγλική τους ορολογία, αφού η μαμά του σύγχρονου αθλήματος θεωρείται η Αγγλία, η λέξη φάουλ είναι γερμανογενής από την εποχή που τα αγγλικά ήταν γερμανική σαξονική διάλεκτος (εξ ου και το χαρμάνι των αγγλοσαξόνων ύστερα) και είναι από την προίκα της ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας και ομόρριζη του "σφάλλω" (λατ."fallo", το σύμπλεγμα "sf" στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες του ευρωπαϊκού χώρου απλοποιείται, με εξαίρεση την ελληνική). Επίσης, παράγωγο ρήμα είναι το "fool" στα αγγλικά, δηλαδή το ξεγελώ και αναλόγως τη σύνταξη, το κοροϊδεύω, πιάνω κάποιον κορόιδο.


- Άρχισες πάλι ρε μαλάκα τα κουλά σου και θα κάψουμε καμιά φλάντζα, να 'ουμ'.
- Μην είσαι γκέι, ρε, αφού σου είπα, μ' αυτά τα λάδια δεν έχει φόβο.
- Κι εμένα πάλι μου φαίνεται πως αυτό που κάνεις είναι φάουλ και θα σε χέσουν πάλι σε καμιά εθνική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο εφιαλτικός ρουφηχτρώνας σκόνης χειρός, που έκανε θόρυβο, σάρωνε και ρούφαγε τα πάντα στο πέρασμά του, ακόμη και ψιλομπιχλιμπίδια. Τραγική παιδική ανάμνηση, επειδή το αγαπημένο σου μινιατουράκι σε μέγεθος πινέζας καταπλακωνόταν από την σκόνη μέσα στον κάδο του κι άντε να το βρεις μετά: εξίσου μισητό με την κανονική ηλεκτρική σκούπα σ'αυτό, πού'χε λιγότερη ακρίβεια λόγω της κατασκευής του μαρκουτσίου της στα τετραγωνικά εκατοστά. Υπήρχε και σε άλλες μάρκες (εμείς είχαμε "Bosch"), αλλά αυτή ήταν η πιο διαδεδομένη, όπως κάποτε η "Tρύλετ" για τα πιάτα και τώρα η "Ava".


- Πω, πω! Μα πριν από λίγο το πήρα! Είναι δυνατόν να μάζεψε τόση σκόνη ή έμεινε εκεί από πριν; Αχ, και τί θα κάνω τώρα;
- Μην τρελαίνεσαι... Πάρε ένα μπλακεντέκερ να βρεις την υγειά σου...

  1. Το τρυπάνι. Πάλι αυτή η μάρκα κάνει θραύση κι εδώ αν και υπάρχουν πλείστες άλλες.


- Άμε στο γέρο ν-το διάολο με τσι τρύπες σου! Έχεις γεμίσει τον τοίχο!
- Και πώς θες να το κρεμάσω τούτο νε το κάντρο μωρή, χωρίς ούπα; Αφού είναι βαρύ, δε ν-το θωρείς; Πιάσε μου το μπλακεντέκερ: Μόνο μη σκούζεις, σου είπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified