Further tags

Τύπος ακατάσχετα φλύαρος και, κατ' επέκταση, αερολόγος. Διακόπτει τους άλλους συνεχώς - π.χ. άσε, πού να σου λέω ή, καλά, άμα σου πω τι έπαθα ... - μονοπωλεί μονίμως την κουβέντα, λέει μόνο για να λέει και λατρεύει τον ήχο της φωνής του.

Η λέξη σχηματίζεται από το μπουρ-μπουρ (ή, μπούρου-μπούρου βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες) με δεύτερο συνθετικό το -αγάς, όπου αγάς είναι ο τοπικός διοικητής ή αφέντης την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο μπουρμπούραγας, λοιπόν, δεν είναι απλώς πολυλογάς - είναι και ο αρχηγός των πολυλογάδων και, ωσεκτουτού, απίστευτος σπασοκλαμπάνιας.

Στον επαγγελματικό στίβο, ο μπουρμπούραγας απαντάται συχνά στους χώρους των πωλήσεων και του πι-αρ όπου διακρίνεται ως biri biri maker. Αν ακολουθήσει καριέρα πανεπιστημιακή/νομική/τηλεοπτική συχνά εξελίσσεται σε ειδικό μπουρδολόγο / παπαρολόγο. Στο οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός αν έχει και άποψη για τα θέματα του νοικοκυριού - αν είναι, δηλαδή, και γυναικοθόδωρος.

Σημειωτεόν ότι ο όρος μπουρμπούραγας δέον να χρησιμοποιείται μόνον για άντρες. Μια γυναίκα μπορεί να χαρακτηρισθεί μπουρμπούρα αλλά συνηθέστερα την λέμε γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, γαλιάντρα ή κατίνα - αν και όλα αυτά έχουν κάποιες λεπτές νοηματικές διαφορές.

- Καλέ, τι πράμα είναι αυτός ο ξάδερφος σου ... πρώτος μπουρμπούραγας ... ήρθε επίσκεψη προχτές, αρμένικη βίζιτα την έκανε ... τρεις ώρες έκατσε, γλώσσα μέσα δεν έβαλε ... μπούρου-μπούρου και μπούρου-μπούρου, μας έπρηξε ... και πανάθεμα με αν θυμάμαι ένα πράμα που μας είπε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω αν έχει θέση εδώ μέσα, αλλά ας δούμε εν τάχει (ποιος τα 'χει; ) το σημασιολογικό φορτίο της λημματογραφούμενης προσφώνησης.

Όταν αυτή απευθύνεται σε γυναίκα, η ατμόσφαιρα ελαφραίνει αξιοσημείωτα με την χρήση του αρσενικού μωρέ, με όλον τον αέρα χαλαρής οικειότητας που αυτό φέρει. Αντιθέτως, η χρήση του θηλυκού τύπου μωρή είναι αρνητικά φορτισμένη, ακόμα και στην περίπτωση προφανέστατα φιλικής διάθεσης από την πλευρά του ατόμου του εκφέροντος τη λέξη, η οποία αποκτά μια νυάνς πατερναλιστικής ειρωνείας στην καλύτερη περίπτωση. Την περίπτωση που ο αποδέκτης του «μωρή» είναι άντρας, δεν την συζητάμε καν.

Στον καθεστωτικό λόγο, ένα αντίστοιχο θα ήταν το διαφορετικό ηθικό πρόσημο των εκφράσεων «δημόσιος άνδρας» και «δημόσια γυναίκα».

Τώρα, να πούμε για την έως και θυελλώδη συνύπαρξη του καθώς πρέπει, του καθημερινού και του αργκοτικού λόγου; Μπα, θα ξημερωθούμε... Θέμα ώσμωσης είναι όλα. Να δω μόνο τον Πρετεντέρη στο γυαλί να κατεβάζει πουστοπουτανιλίκια και χριστοκάντηλα και να πεθάνω ρε μάστορα...

Αυτά, και γλαύκα ες Αθήνας. Στην τελική, άμα το λήμμα δεν είναι σλανγκ, ας πάρει την τσαπού, και τι έγινε μωρέ...

Νταξ μωρέ, ελπίζω να καταλαβαινόμαστε, μη ζητάτε παράδειγμα και μην αρχίσετε τώρα τα «μη λουφάρεις μωρή κουφάλα» και τέτοια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κοντός, γυαλαμπούκας, αλλά κάνει μαγκιές και τρώει πάντα ξύλο.

- Ο ντολμάς ο Χρήστος πάλι πουλάει μαγκιά.
- Σε δυο λεπτά θα έρθει εδώ με ματωμένη μύτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός άνθρωπος, πολύ υποτιμητικά.

Έχουμε ξίγκι = λίπος. Επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί μιλώντας για το τοπικό πάχος, συνήθως αυτό που προεξέχει των ρούχων και φανερώνεται.

Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, μόνο όμως αναφερόμενο στο τοπικό λίπος, όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση.

  1. - Πού πα ρε ξίγκι; Νόμιζες πως θα χωρέσεις κιόλας να περάσεις απο κει!

  2. - Δεν το ξαναβάζω αυτό το παντελόνι! Με σφίγγει στην περιφέρεια και πετάγονται όλα τα ξίγκια έξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος ο οποίος κάνει συνεχώς βλακείες και γενικότερα θυμίζει σαν συμπεριφορά τον γνωστό σκύλο Ραντανπλάν.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, ή ακόμη και σε ζώα για να δηλώσει την αφέλεια και τη βλακεία που μπορεί να τα διακρίνει.

  1. Αυτός είναι... χειρότερος και απο τον Ραντανπλάν!

  2. Φώναξε μέσα τον Ραντανπλάν να του δώσουμε να φάει.

  3. Ρε Κώστα... σαν τον Ραντανπλάν κάνεις! Σκέψου και λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακός τεχνίτης.

Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο πολύ κοντός άνθρωπος.
  2. Όταν κάποιος απαντά σε υβριστικό λόγο του αντιπάλου του και καταφέρνει να τον κάνει να μην μπορεί να σκεφτεί κάτι να του αντιμιλήσει και σωπαίνει.
  1. Ε την τάπα! 1.20 όρθια είναι!

  2. - Άντε ρε... που δε σε κόβει ούτε 2+2 πόσο κάνει!
    - Μιλάς και συ, που δεν πέρασες ούτε την τάξη!;
    - ...
    - Φάε την τάπα τώρα και μη μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά που σημαίνει ότι μία γυναίκα ή κόρη δεν είναι καθόλου σικ, είναι πολύ χαμηλού επιπέδου, βλαχάρα, τρε μπανάλ, καθόλου καλόγουστη με τον τρόπο που αρμόζει σε μια πελούσια. Βλ. και τελευτιλίκι.

Βρίσκω εν προκειμένω σωστό τον επιτονισμό του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου:

"Βλάχα, βλαχάρα, τελευταία"

Όταν έβριζαν την Σώτη, δε μίλησα. Όταν έβριζαν τη Ζωή, δε μίλησα. Τώρα που βρίζετε όμως τα Louboutin θα μιλήσω. Αν δεν έχεις περπατήσει για πάνω από 3 λεπτά φορώντας τα και διατηρώντας την μπαλαρινίσια χάρη σου, βούλωσε το, ανόητη, βλάχα, βλαχάρα, τελευταία. (Από σόσιαλ μήδεια).

-Άμα είσαι πελούσια πρέπει και να το δείχνεις, αγάπη μου! Εμ τι, να μας περάσουνε για καμιά τελευταία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαυλιστικό για πόλεις, όπως η Αθήνα που έχουν γίνει τίγκα στο τσιμέντο, διαλύοντας το ενδεχομένως άλλοτε ειδυλλιακό παρελθόν, διατηρώντας ελάχιστο πράσινο, και αποκτώντας το χαρακτηριστικό τσιμεντί χρώμα που μας στοιχειώνει. Για περαιτέρω ανάλα βλ. το λήμμα τσιμέντο να γίνει και τα σχόλιά του. Τσιμεντούπολη, όμως, δεν είναι μόνο η Αθήνα, αλλά οι περισσότερες ελληνικές πόλεις που χτίστηκαν στη βάση του χουντικού ή καραμανλικού ρυθμού (με επιδράσεις από τη δωρικότητα του Le Corbusier #not)

  1. Κοκορομαχία στην τσιμεντούπολη. Μόνο ως "κοκορομαχία" μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τη λεκτική "κόντρα", που εξελίσσεται τις δύο τελευταίες μέρες, μεταξύ του υπουργού ΠΕΧΩΔΕ Κ. Λαλιώτη και του δημάρχου της Αθήνας Δ. Αβραμόπουλου. Μια "κοκορομαχία", που διεξάγεται στην τσιμεντένια κόλαση της πρωτεύουσας, με 37 βαθμούς υπό σκιάν και με το νέφος να δηλητηριάζει ασύδοτα τα εκατομμύρια των κατοίκων της. Αλλά τι τους νοιάζει αυτούς για τον εργαζόμενο λαό της Αττικής; (Ρίζος).
  2. Τσιμεντούπολη; Και όμως δείτε πολυκατοικίες στην Πάτρα που μας βάζουν σε άλλο mood. (Εδώ).
  3. Τσιμεντούπολη το Ηράκλειο:Μόλις 3 τ.μ. πρασίνου για κάθε πολίτη. Λιγότερο τσιμεντούπολη σε σχέση με το παρελθόν αλλά και πάλι... τσιμεντούπολη-παραφωνία όχι μόνο για τον ελλαδικό αλλά για όλο το μεσογειακό χώρο παραμένει το Ηράκλειο! (Εδώ).

Ασφαλώς, παντού υπάρχει ένας τρασόβιος τρασοκαβλιάρης που θα πουστάρει άγρια τη φάση Τσιμεντούπολη και στο λουμπενοφρέντλι σάιτ μας τους αναδεικνύουμε. Εν προκειμένω, μία από τις πιο ποιητικές τσιμεντόκαυλες είναι η Αρλέτα που μας στιχώνει ως εξής:

Στον τσιμεντένιο κήπο μου έλα απόψε να σε κεράσω στην πόλη μου με την τρύπια καρδιά και τα φουγάρα

Έλα επάνω στην κίτρινη μπουλντόζα μου με το πελώριο σπαστό της χέρι ν’ ανοίξουμε ένα δρόμο ίσιο κι ατέλειωτο και μιαν αλάνα μαγική κι απέραντη να παίζουν τα παιδιά της τσιμεντούπολης

Εδώ όλοι οι στίχοι

Τσιμεντόκαυλη Αρλέτα

Αγγλικανιστί: concrete jungle.

Και για μια κονκρητζανγκλόκαυλη προσέγγιση της Νέας Υόρκης:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified