Selected tags

Further tags

Χαρακτηρισμός για τα σώματα ασφαλείας (καπελάκηδες, τροχομπάτσοι, ΜΑΤατζήδες, ασφαλίτες, εδικοί φρουροί, ΟΠΚίτες, ΜΕΑ, δεσμοφύλακες, βασανιστές, ζητάδες, συνοριοφύλακες, τελωνειακοί, κτλ) τα οποία πληρώνουμε με τους φόρους μας για να μας υπηρετούν και να μας δίνουν ένα γενικότερο αίσθημα ασφάλειας, πράγμα που επιτυγχάνουν άριστα.

Μπάτσοι γιατί να. Γουρούνια γιατί καταλαβαίνει όποιος έχει δει μπάτσο μπροστά του (αν και δε συμφωνώ απόλυτα γιατί είναι προσβολή για το γνωστό ζώο). Το γιατί δολοφόνοι μας το υπενθυμίζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Το σύνθημα φοριέται πολύ σε πορείες και διαδηλώσεις, αλλά τώρα πια και σε σχολεία, νηπιαγωγεία, εργασιακούς χώρους, σπίτια, αυλές, πάρτυ, κοσμικές συγκεντρώσεις, γάμους, βαφτίσια και γιορτές.

Εν συντομία: μπα-γου-δο.

  1. Τη χέστρα πάλι βούλωσα κι έσπασε το σιφόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  2. Απ' όλα τα φρούτα μ' αρέσει το πεπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  3. Μικρό μου πόνυ, μικρό μου πόνυ,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  4. Είμαστε στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  5. Μ' αρέσει η μουσική, παίζω και τρομπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  6. Μ' έφτυσε η γκόμενα απ' τ' απέναντι μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  7. Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  8. Άσε το ... και πιάσε το καδρόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  9. Με το παπάκι έπεσα κι έσπασε το τιμόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  10. Την αφίσα κρέμασα με ούπα και στρυφώνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  11. Ψάχνω ένα σύνθημα, σε -όνοι τελειώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  12. Ένα είναι το σύνθημα που όλους μας ενώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  13. Οι μπάτσοι είναι αδέλφια μας κι εμείς αδελφοκτόνοι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  14. Ο σκύλος μου τρελάθηκε με γάτες ζευγαρώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  15. Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι,
    εσείς πουλάτε την άσπρη σκόνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μμμ! τι ωραίο επιφώνημα! Μμμ! μουγκανίζουν οι αγελάδες Μμμ! αναφωνούμε όταν θαυμάζουμε, αναρωτιόμαστε, αμφιβάλλουμε, σκεφτόμαστε, ηδονιζόμαστε, επιβραβεύουμε. Όσο πιο πολλά τα μ, τόσο πιο έντονα τα συναισθήματα.

Μμμμμ ναι ναι ναι μμμμμμναι μμμμμ ... τι μου κάνεις μάνα μου; μμμμμ μμμμ μμμμμμμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που εφαρμόζει την πρακτική της αιδοιολειχίας. Επειδή τα σκυλιά έχουν μεγάλες γλώσσες και γλείφουν πολύ. Αλλά και επειδή τα σκυλιά θεωρούνται κάπως υπηρέτες μας, αλλά και «καλοί φίλοι». Λέγεται για κάποιον, ο οποίος επιμένει λίγο υπερβολικά σε αυτήν την πρακτική. Και ίσως υποτιμητικά από κάποιους φοβικούς προς την vagina dentata. Επίσης, γενικά, ο μουνόδουλος, ο μουνάκιας.

Αυτός ο Περικλής έχει καταντήσει το μουνόσκυλο της Λίλιαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλέτο είναι οτιδήποτε ζωικό προς βρώσιν απαλλαγμένο από (ή από την ανατομία του μη περιέχον) ίνες, κόκκαλα, πέτσες, λίπη κλπ, είναι μαλακό, ευμαγείρευτο, υγιεινό, ακριβό, εύγευστο και πασπαρτού: μπορεί να γίνει από διαιτητικό πιάτο μέχρι έξτρα γκουρμέ δεγκζερωτί.

Ωσεκτουτού, φιλέτο εις την μεταφορικήν σλανγκικήν είναι οτιδήποτε χαρακτηρίζεται ως καλή επένδυση, καλό κομμάτι, κελεπούρι, περιζήτητο, δυσεύρετο, ευκαιρία, και ταλιμπάν.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για οικοπεδοποιήσιμη γη (και μάλιστα πρόκειται για καθιερωμένη ζαργκόν των αγγελιών), αλλά και γενικότερα.

  1. (από αγγελία)
    «αγορά 4.000τμ αγροτεμάχιο ανάμεσα σε δύο δρόμους 600.000€ 11.000τμ φιλέτο τετραγωνισμένο 1.000.000€ 3.300τμ πρώτο στο δρόμο διαμπερές 1.500.000€. Κομμάτια μεγάλης προβολής ευκαιρίες για κάθε χρήση εμπορική, κάθε μορφής. Σίγουρη επένδυση με μεγάλη απόδοση για έξυπνους επενδυτές»\

  2. (από φορουμαγγελία)
    - Μηλαμε για ΦΙΛΕΤΟ, οχι ευκερια. ΤΗΛ επικινονειας;Και μην μου πης πως αργησα ,γιατη θα τρελαθω.
    - Μόνο φιλέτο; εδω μιλάμε για νουά παρθένο ζουμερό! Ομως μέχρι να μου απαντήσεις έμαθα πως βρέθηκε νερό κοντά στο αγροτεμάχιο που θέλεις, οποτε οπως καταλαβαίνεις ανεβαίνει η αξία του. Επίσης έμαθα πως σε 200-300 χρόνια θα γίνει και σταθμός του Μετρό, οπότε παίρνεις τον αφρό όπως καταλαβαίνεις! Εγώ τελος πάντως θα στο δώσω σε καλή τιμή. Στείλε μου 2-3.000 ευρώ για τα πρώτα έξοδα, χαρτιά, χαρτόσημα, καταλαβαίνεις. μην ανησυχείς, το αγροτεμάχιο θα το πάρεις εσύ, με το κλειδί στο χέρι. Τυχεράκια!
    - Σευχαριστω δεν εχω λογια.Παντως δεν με πηραζει να περιμενω 200-300 χρονια,ο καιρος περνα χωρις να το καταλαβουμε.Της λεπτομεριες απο κοντα.Ακομα δεν μπορω να το πιστεψω. ΜΠΡΑΒΟΜΟΥ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγω ήχους όπως νιιιι συνεχόμενο, ναιαιαια γεμάτο νάζι και γενικότερα όλες οι λέξεις που χρησιμοποιώ από- και κλείεται να μην έχουν ένα ερωτηματικό γεμάτο απορία ή έστω μια γλυκιά κατάληξη.

Συνήθως οι γυναίκες που νιαουρίζουν, πειράζουν ταυτόχρονα και τις άκρες των μαλλιών τους. Όταν τσιρίζουν ή διαμαρτύρονται για κάτι, το νιαούρισμα παύει να είναι όσο να πεις σέξι και καταντάει τσιρίδα σκέτη που σου σπάει τα τύμπανα. Οι κοπέλες που νιαουρίζουν δεν πρέπει να συγχέονται με τις χαζογκόμενες (είναι εντελώς διαφορετική κατηγορία). Επίσης το ότι νιαουρίζουν δεν σημαίνει ότι δεν έχουν άποψη πάνω στο θέμα, απλά το λένε πιο ναζιάρικα (βρε παιδί μου). Δεν είναι απαραίτητο πως τους αρέσουν οι γάτες, το διευκρινίζω.

Τους άντρες ή που τους φτιάχνει πολύ το συγκεκριμένο νιαούρισμα ή που τις κοροϊδεύουν ή στην τελική τις θεωρούν φάκαμπλ. Η γυναίκα που νιαουρίζει θέλει ειδικές οδηγίες χρήσης, όπως και τα γατάκια όταν νιαουρίζουν κάτι ζητάνε αλλά το θέμα είναι να βρεις τι :-)

- Έλα ρε μωρό μουυυυ, πάλι δεν θα’ ρθεις; Έλα (συνεχόμενα), με νευριάζεις (το ν παρατεταμένο, περικαλώ).

*Το παράδειγμα χρειάζεται ηχητική βοήθεια, όπως καταλάβατε.

βλ. και πεινιάω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγελάδα αποκαλείται ο ήχος της σειρήνας, ο οποίος μοιάζει με αυτόν της αγελάδας, με ένα σύντομο αλλά δυνατό «μουυυυυ».

Νοσοκομειακά, πυροσβεστικά και αστυνομικά οχήματα, πέραν της σειρήνας, έχουν την δυνατότητα να βγάλουν από τα ηχεία και τον ήχο της αγελάδας. Συνήθως τον χρησιμοποιούν, όταν κάποιος αγνοήσει τη σειρήνα, λόγω αφηρημάδας, και ο οδηγός για αφύπνιση του βαράει μια γελαδιά.

Επίσης, είναι σήμα κατατεθέν των ασφαλίτικων αυτοκινήτων. To FBI βγάζει την αποσπώμενη σειρήνα, οι ασφαλίτες χρησιμοποιούν την αγελάδα, για να δείξουν τα διακριτικά τους. Ίσως επικράτησε γιατί η πλειονότητα των αστυνομικών (μέχρι πριν και δέκα χρόνια) ήταν βοσκοί από την Πελοπόννησο, που έμπαιναν με καθαρά ρουσφετολογικό τρόπο στα σώματα ασφαλείας.

-Έλα ρε μαλάκα, αργείς;
-Όχι, σε ένα λεπτό είμαι έξω.
-Καλά κάνω ένα γύρω το τετράγωνο, γιατί πίσω είναι η δημοτική με τη 'γελάδα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα «βελάζω» στον αόριστο κυρίως (και μερικές φορές στους παρακείμενο / υπερσυντέλικο: «έχω / είχα βελάξει») χρησιμοποιείται:

- με την έννοια του «ξεροσταλιάζω» (μένω δηλαδή πολύ ώρα στον ήλιο ή στη ζέστη χωρίς νερό) και γενικά ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, τα φτύνω, βαράω μπιέλα, μου φεύγει ο κώλος, μου φεύγει ο πάτος, γαμιέμαι στην κούραση, κλάνω από την κούραση,

- με την έννοια του φοβάμαι, χέζομαι, κλάνω πατάτες, μου φεύγει η μαγκιά ή ο τσαμπουκάς.

Οι δύο έννοιες, αν επιταθούν, τέμνονται στο σημείο της απελπισίας, εξ ου και η σχετική επικάλυψη.

Δεν έχει να κάνει με τον ήχο του βελάγματος, αλλά μάλλον με το ότι όταν ταλαιπωρείται ή φοβάται ή και τα δυο, το πρόβατο βελάζει παίρνοντας αυτήν την κακόμοιρη και πανικοβλαμμένη γκριμάτσα με τη γλώσσα να πλαταγίζει έξω από το στόμα, παραπονούμενο ουσιαστικά για την τρέχουσα ενσάρκωσή του.

Στην περίπτωση του νοήματος του «φοβάμαι», ωστόσο, ενδεχομένως έχει να κάνει και με την κραυγή του προβάτου καθώς μια ακόμα έννοια του «βέλαξα» στην καθομιλουμένη όσων τουλάχιστον έχουν καταγωγή και γλωσσικές μνήμες από Ήπειρο / Δυτική Στερεά (ίσως και από αλλού;) είναι το «έβγαλα κραυγή» (από τον πόνο) ή ίσως πόνεσα τόσο πολύ ώστε έμεινα με ανοιχτό το στόμα χωρίς καν να μπορώ να βγάλω φωνή (άρα και εδώ σημασία έχει η γκριμάτσα τόσο όσο και ο ήχος).

Γενικά η φθογγική δύναμη της -ηχοποιητής έτσι κι αλλιώς- λέξης και η αρχική έννοια του «πονάω», ευθύνονται μάλλον για τις επεκτάσεις στις δυο πρώτες, περισσότερο σλανγκικές έννοιες.

  1. Ε μα πού στον πούτσο είναι αυτή η καβάτζα ρε δικέ μου, βέλαξα τόση ώρα περπάτημα!

  2. Πήγα ΙΚΑ για ακτινογραφία... βέλαξα!

  3. Ο overboost με έβαλε στο Nissan χθές και με έστριψε στο δεύτερο πέταλο (μετά την καντίνα το μεγάλο) με 145km/h!!!!!!!!
    Βέλαξα!!! Τρελό το Ντάτσουν...
    (πηγή: βλ. εδώ).

  4. Κόβω με το μαχαίρι λίγα «μάτια» της απόχης και πάω να βγάλω την σαλλαγκιά* από το στόμα της παλαμίδας. Με εκδικήθηκε ! Μου έπαιξε μία δαγκωνιά που βέλαξα!
    (πηγή: βλ. εδώ).


  • το ψάρι / δόλωμα (;) που (δεν) απαντά και στο ερώτημα «τι είναι το σαλάνγκρι» που είχε τεθεί εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα αφρισμένα κύματα της θάλασσας έτσι όπως φαίνονται από μακριά, σαν κοπάδι πρόβατα που βόσκουν στον θαλασσινό ορίζοντα.

  2. Η παλιά μέθοδος κατά της αϋπνίας, η οποία κττμγ δεν αποδίδει: αν δεν μας πιάνει ο ύπνος, προσπαθούμε να φανταστούμε έναν φράχτη από τον οποίον πηδάνε ένα-ένα τα πρόβατα ενός κοπαδιού. Και λέμε: «ένα προβατάκι πηδάει τον φράχτη, δύο προβατάκια πηδάνε τον φράχτη, τρία προβατάκια πηδάνε τον φράχτη» -κοκ μέχρι να μας πάρει, από τη μονοτονία του πράγματος, ο ύπνος.

  1. - Έρχεται αέρας, κλείσε τα παράθυρα!
    - Τελέρε μαλάκα, χαρά θεού είναι, θα σκάσουμε!
    - Άκου τι σου λέω, σήκωσε μπουρίνι, δεν βλέπεις στο βάθος τα προβατάκια; Κοντά εφτάρι βαράει και έρχεται γαμιώντας!

  2. - Πάλι δεν είχα ύπνο χθες...
    - Ε κάνε και συ προβατάκια μια φορά...
    - Αμ δεν έκανα; Δεν πέτυχε όμως... Μετά το όγδοο προβατάκι πλακώσαν όλα μαζί κι έχασα το μέτρημα...
    - Ε δεν ξανάρχιζες από την αρχή;
    - Το έκανα, και πάλι τα ίδια. Στο τέλος σηκώθηκα και άναψα την τηλεόραση και έβλεπα τελεμάρκετινγκ μέχρι τα ξημερώματα.

Γιατί ρε συ δεν αποδίδει; (από Galadriel, 08/10/12)

για το 2., βλ. και κωλοχαρτομετρία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πραγματική σημασία της λέξης αναφέρεται σε πουλί με μαύρο φτέρωμα και άγρια φωνή, που φωλιάζει σε ρωγμές βράχων ή σε ερείπια, κάτι σαν την γνωστή καρακάξα.

Υβριστικά περιγράφει την άσχημη και κακιά γυναίκα που αντιπαθούμε. Ίσως ηχητικά παραπέμπει και στην καριόλα, αλλά ετυμολογικά δεν έχει ουδεμία σχέση.

- Αν δεν μού δώσεις διατροφή, θα τη διεκδικήσω στα δικαστήρια. Σε μισώ, αλήτη!
- Φύγε από 'δώ μωρή κάργια, μού έχεις κάνει τη ζωή μαύρη. Δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου.

Βλ. και: μελεμενιά, καρακαηδόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified