Further tags

Το παρόν λήμμα δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης ειμή αυτόν της προσπάθειας καθορισμού της ηλικίας ορισμένων σλανγκικών εκφράσεων, πολλές από τις οποίες όχι μόνο χρησιμοποιούνται ευρύτατα και στις μέρες μας, αλλά δείχνουν να έχουν και λαμπρό μέλλον μπροστά τους καθώς συνεχίζουν ακάθεκτες από στόμα σε στόμα, κηπ γουόκιν ένα πράμα.

Η ηλικία των όποιων σλανγκισμών είναι, κττμγ, ένα στοιχείο που σε γενικές γραμμές (μη δαγκώνετε, το ξαναλέω: σε γενικές γραμμές) απουσιάζει από τα λήμματα του φιλότιμου σάητος. Κατανοώ βεβαίως τις τεράστιες αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει το εγχείρημα. Μιλάμε για προσπάθεια βασισμένη στην προσωπική μνήμη, σε μαρτυρίες παλιότερων, ή σε προσφυγή σε λογοτεχνικές κυρίως πηγές. Δεν μπορώ να γνωρίζω την έκταση της βιβλιοθήκης του καθενός, αλλά η καλή μνήμη, το ευαίσθητο αυτί, η εμμονή στη λεπτομέρεια και (εννοείται) η έντιμη καταγραφή είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Ανατρέχω στο κάτωθι κατονομαζόμενο πόνημα όχι ως βιβλιοκριτικός, αλλά ως δεινοσαυράκι στον ανθό της νιότης του κατά την ύπνε-που-παίρνεις-τα-παιδιά δεκαετία του '80, για να βεβαιώσω ότι, τις περισσότερες τουλάχιστον από τις εκφράσεις που κατέγραψε ο συγγραφέας, τις χρησιμοποιούσαμε όντως ευρύτατα, τουλάχιστον στα Δυτικά Προάστια.

Από την άλλη, μπορεί να παρατηρήσει ο οιοσδήποτε ότι η γονιμότατη και δημοφιλέστατη έκφραση «τα παίρνω στο κρανίο» απουσιάζει παντελώς από το λεξιλόγιο της εποχής, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχε ακόμα επινοηθεί / εκστομιστεί. Επί τω λόγω της δεινοσαυρικής μου τιμής βεβαιώνω από μνήμης το χριστεπώνυμον πλήρωμα του σλανγκρ ότι, πιθανότατα μέχρι και το τέλος των '80 αυτή η περιγραφή του θυμού δεν είχε ακόμα σκάσει μύτη στην πιάτσα. Θα ήθελα να γνωρίσω τον άνθρωπο που επινόησε αυτήν την σαρωτικής παραστατικότητας έκφραση.

Επί της ουσίας λοιπόν, το λήμμα αποτελεί αναίσχυντη (και σχολιασμένη) παράθεση στοιχείων από το βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη «Τα Ροκ Ημερολόγια», που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1984 και ανάγει την προέλευση / διάδοση των εν λόγω εκφράσεων στα μετά την ίσα-μωρή-Λουκία! Μεταπολίτευση χρόνια. Προς επίρρωσιν, να προσθέσω πως, ούτε από μεγαλύτερους σε ηλικία είχα ακούσει ποτέ αυτές τις εκφράσεις, ούτε έχω εντοπίσει καμιά τους στην προχουντική πχ λογοτεχνία.

Τέλος, να επισημάνω ότι κρατάω πάσα επιφύλαξη σχετικά με την περιοχή και την ευρύτητα του κύκλου ανθρώπων στον οποίο γινόταν χρήση αυτών των κακών λέξεων. Μιλάω για τα Νέα Λιόσια (το νυν Ίλιον καλούμενον), το κέντρο Αθήνας και για 15χρονα του 1980 (και αργότερα βεβαίως, αυτές οι λέξεις δεν έσκασαν μύτη όλες μαζί μια ωραία πρωία...).

[...] οι εκφράσεις αράζω, γουστάρω, την ψάχνω, τη βρίσκω, την κάνω, του την πέφτω, τον πάω, το παίζω, την έχω δει, με τρέχουν, φάση, κουφό κλπ [...] από άτομα περιθωριακά [...] πριν οκτώ χρόνια ήταν η γλώσσα ενός μικρού κύκλου ατόμων, απλώθηκαν σιγά σιγά [...] η γλώσσα των «αλητόβιων ροκάδων» πέρασε σιγά σιγά στους κυριλέδες [...]
(Σ.Σ. τουλάχιστον οι λέξεις «αράζω» και «γουστάρω» είναι πολύ παλιότερες).

[...]το πασίγνωστο να τη βρω, εξελίσσεται στο να τη δω, να την ακούσω (θες να σου δώσω κάτι να την ακούσεις ;).
Το έπαθα πλάκα έγινε σαλτάρισα, τάχω παίξει, μου 'φυγε η ψυχή, έπαθα μουνόπλακα ή μουνίλα, μουνόπαθα, κωλόπαθα.

[...]πέντε τουλάχιστον λέξεις επανέρχονται επίμονα: άτομο, κωλώνω, σωστός, ξενέρωτος και αντιδραστικός. Δε λένε «κάποιος πέρασε», αλλά «πέρασε ένα άτομο» [...] αντί «τον βλέπω», «βλέπω το άτομο» [...] υποδηλώνεται ένας σεβασμός για την προσωπικότητα [...] Όταν δεν κωλώνεις είσαι σωστός [...] είναι αυτός που δεν ξεπουλιέται και δεν ξεφτιλίζεται [...] ξενέρωτος [...] βρίσκεται σε πρόσκαιρη στέρηση [...] μεταφορικά ο άκεφος, άσχετος σε μιά παρέα ή σε μιά κατάσταση [...] συναισθηματικά αμέτοχος [...] Αντιδραστικός [...] έχει πάρει αντίθετη σημασία [...] προοδευτικός, επαναστάτης που αντιδρά [...]
(Σ.Σ. η λέξη «κωλώνω» είναι πολύ παλιότερη. Πρόχειρο παράδειγμα το κείμενο «Σκούρα» του Ιωάννη Κονδυλάκη. Τη λέξη «αντιδραστικός» με αυτή την έννοια ούτε την άκουσα στις παρέες μου, ούτε τη χρησιμοποίησα ποτέ).

[...]Το σκαπουλάρω έγινε την κάνω, την πουλεύω (τον πούλο! = δρόμο!, ενώ πήρα τον πούλο= με ρίξανε).
(Σ.Σ. Εν τούτοις, το ρήμα «πουλεύω» = πεθαίνω καταγράφεται από τον Χρόνη Μίσσιο ως έκφραση του υποκόσμου ήδη από τα χρόνια του Εμφυλίου. Όσο για το παλιό «σκαπουλάρω», θυμάμαι ότι το χρησιμοποιούσαμε αποκλειστικά με την γνωστή έννοια ξεφεύγω, διαφεύγω, την οποία έχει άλλωστε και το ταυτόσημο ιταλικό scapolare. Επικουρικώς, υπήρχε και ο τύπος τη γλύταρα, αντί του ορθού τη γλύτωσα).

[...]Το μπανίζω έγινε κοζάρω. Το με καμία κυβέρνηση έγινε ούτε με σφαίρες κλπ.

[...]Καλοκαίρι του '82: A: «Τι μουσική είναι αυτή ;» Β: «Μουσική τρόμπα, τι θες να 'ναι ;» Γ: «Είναι νιού γουέηβ. Ροκ». Β: «Το νιού γουέηβ δεν είναι ροκ, είναι τρόμπα ροκ!» [...]
(Σ.Σ. δες και διάφορα σχόλια εδώ).

[...] οπότε κάνει αυτός «επειδή μας πρήξατε, θα σας βαβουριάσουμε τώρα!» [...]
[...]To '76 πρωτάκουσα τη λέξη βαβούρα, που σήμαινε θόρυβο, φασαρία [...] υπάρχει ορχήστρα με αυτό το όνομα [...] είναι σήμερα όρος μουσικός [...] «το μεγάφωνο κατεβάζει πολλή βαβούρα» [...] «παλιά άκουγα βαβούρα» κι εννοούν heavy metal.
(Σ.Σ. θα ήταν ενδιαφέρουσα μια καταγραφή της διαδρομής της μεσαιωνικής, μη σλανγκικής λέξης «βαβούρα» από τα χρόνια του Βιτσέντζου Κορνάρου, ή και πιό πριν, μέχρι τη Μεταπολίτευση, από την οποία και μετά η λέξη έχει αποκλειστικά αργκοτική απόχρωση. Ίσως ο φερώνυμος Τζώνυ και το συγκρότημά του; Βδγ, ρήμα στον Ερωτόκριτο: βαβουρίζω. Ρήμα της τελευταίας 30ετίας: βαβουριάζω. Κατ' αναλογία προς το ήδη ρεμπέτικο «μανουριάζω»;).

[...] και κάναν όλοι μαζί ουά, ουά...κάτι σβομπίλοι εκεί πέρα[...]
(Σ.Σ. Την αγνώστου ετύμου, ξεχασμένη πλέον λέξη «σβομπίλος» τη χρησιμοποιούσαμε, τουλάχιστον μέχρι το '80-'81 με την σημασία: χαζός, μαλάκας. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλιαράκι την ανέσυρα από τα πλέον κονισαλέα ερμάρια της μνήμης μου, και ο παντεπόπτης γούγλης απέδωσε απίστευτα αποτελέσματα. Κατόπιν τούτου, τι να πω κι εγώ ο φτωχός ;. Η λέξη πάντως υπήρχε, και μάλιστα η κλητική της ήταν σε -ο: Άντε ρε σβομπίλο!)

[...]Ενδιαφέρον έχουν και οι παρακάτω φράσεις:
στανιάρησα = μαστούρωσα, χόρτασα (Σ.Σ. δεν θα χαρακτήριζα ακριβή την ερμηνεία)
ξενέρωσα = συχάθηκα, βαρέθηκα
είμαι νεκρός = δεν έχω λεφτά (Σ.Σ. χρησιμοποιούσαμε επίσης την έκφραση είμαι τσέτουλα= άφραγκος, η οποία είναι βεβαίως πολύ παλιότερη, όπως μας πληροφορεί ο Πονηρόσκυλος).
είμαι στην πείνα = μου λείπει κάτι για καιρό
κάνω κεφάλι = στανιάρω (Σ.Σ. πάλι κομματάκι φάλτσο)
κολλητά = τώρα αμέσως
τανζανιάρης = άτακτος (Σ.Σ. με προβληματίζει το -ν-, αν δεν πρόκειται περί τυπογραφικού λάθους. Αποκαλούσαμε ταρζανιά την ριψοκίνδυνη και επιδεικτική συμπεριφορά. Για τους βιρτουόζους επιδειξίες σε μπιλιάρδο, μπάλα κλπ χρησιμοποιούσαμε, λίγο, το προφανούς ετυμό ρήμα ζιγκολάρω και, πολύ λιγότερο, την έκφραση ζογκλερικές ενέργειες).
λινάτσα, λέζος, λινός = κωλόπαιδο, κουφάλα (Σ.Σ. αν θυμάμαι καλά, είχε περισσότερο την έννοια του φλώρου. Τη λέξη «λέζος» την αγνοώ).
ρύζι = κορόιδο (Σ.Σ. αγνοώ την έκφραση)
ποίημα = ψέμα (Σ.Σ. έχει να κάνει περισσότερο με το χαφιεδιλίκι και δη εντός φυλακής, όπως μας διαβεβαιώνει ο Πετρόπουλος).
παραμύθα = ηρωίνη
γαμιστερός = ωραίος.

[...]γι αυτούς που πηγαίνουν στις ντίσκο [...] λέγαμε βουτυρόπαιδο, σοκολατόπαιδο (Σ.Σ. λέξη που εμφανίζεται σε τραγούδι του Σαββόπουλου στο μεταπολιτευτικό «Δέκα χρόνια κομμάτια»). Μετά έγινε καρεκλάς. Μετά έγινε κυρίζι (Σ.Σ. βλέπε σχόλια ΜΧΣ και Χότζα εδώ) , κυριλές, κυριλόβιος, ξενέρωτος, ξενέρι, φλώρος, ντισκάς, ντισκόβιος, γκίραπας ή γκιράπης, τυρί, φλούφλης, και τσινάρι (ειδικά στη Θεσσαλονίκη). Οι ντισκάδες λέγανε τους ροκάδες αλήτες, λεχάρια, φρικιά [...] Η λέξη αυτή (φρικιό) έχει [...] πέντε καταλήξεις: φρικιό, φρικιάρης, φρίκος, φρικάς, φρίκουλος.
[...]με τις καταλήξεις θα δημιουργούσαμε [...] φρικιά, χιπιά, πανκιά, φλώρια, τσόλια, φρικάς, ροκάς, ντισκάς, σοουλάς, μπλιτσάς, χεβυμεταλάς, σκυλάς [...] κλεφτρόνι, πρεζόνι, πουστρόνι, γυφτρόνι, παιχτρόνι. Ενώ κατά το παλιό καφενόβιος: μηχανόβιος, αλητόβιος, κυριλόβιος, λαϊκόβιος, ντισκόβιος, πανκόβιος, στρατόβιος, φυλακόβιος, μπλακσαβατόβιος...
(Σ.Σ. στη λέξη «τυρί» δίναμε την έννοια: πλαδαρός, αγύμναστος φλώρος. Ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το ψωμί, που επίσης χρησιμοποιούσαμε).
........................................................................................................
Αυτά (ουφ!). Τι με κάνατε και θυμήθηκα ρε μπαγάσηδες... και πόσα λίνκια... (δ)ράκος έγινα... Αιτούμαι πενθαήμερος αγροτική άδεια για να μαζέψω τα κομμάτια μου. Όσο θα λείπω, εσείς δείτε εϊτίλα και ογδόνταζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα της πιο αναγνωρίσημης φυσιογνωμίας του αθάνατου ελληνικού καλτ κινηματογράφου (βλ. Γκουσγκούνης), χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον μεταξύ καθαρά ανδρικών φαλλοκρατικών συζητήσεων. Συνοδέυεται πάντα με το τροπικό έτσι.

- Μιλάμε φίλε η γκόμενα τα είδε όλα! Την έκανα να ξεχάσει και το ονομά της...
- Έεεεετσι με την αρμύρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για την πάλαι ποτέ (ουάου!) Σοβιετική Ένωση (Ε.Σ.Σ.Δ.)

Σήμερα εκπορεύεται κυρίως από «δεξιούληδες» και υπονοεί χώρες με αυταρχικό καθεστώς, υψηλό επίπεδο κρατισμού, γραφειοκρατία, διαφθορά και τα συναφή.

(Στο καφενείο) - Ρε Μήτσο, στο' χω πει, στην Ελλάδα από το 74 και μετά μας κυβερνάνε οι αριστεροί, πάρτο χαμπάρι, είμαστε Σοβιετία, όλα τα περιμένουμε από το δημόσιο, πώς θα έρθουν επενδύσεις έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να γνωριστούμε καλύτερα.

Πρωτοακούστηκε στην ταινία Ο κατεργάρης του Δαλιανίδη του 1971.

Η Νόρα Βαλσάμη κόρη πτωχού πλην τιμίου υπαλλήλου (Χρόνης Εξαρχάκος) ερωτεύεται τον κανακάρη του εργοστασιάρχη αφεντικού του πατέρα της και ζητάει την άδειά του για να κάνει πάρτυ για «to know us better», το οποίο παραφράζεται από την αμόρφωτη μάνα της (Κατερίνα Γιουλάκη) σε αζμπέτε. Μια από τις γλυκανάλες του Δαλιανίδη πριν το γυρίσει στις ταινίες κοινωνικής διαμαρτυρίας ή «κουλτούρα να φύγουμε» όπως το Βασικά καλησπέρα σας και Τα τσακάλια.

- Θά 'ρθεις το βράδυ σπίτι να σε γνωρίσουν οι γονείς μου για να με αφήνουν να βγαίνω πιο αργά.
- Το σκουλαρίκι να το βγάλω;
- Όχι καλέ, αφού ο μπαμπάς μου είναι πουρέιντζερ, παλιά άφηνε και ... φαβορίτες.
- Άσε καλύτερα μη μου πρήξει τ' αρχίδια. Δεν είμαι εγώ για αζμπέτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τους δεξιούς στο ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα (τουλάχιστον) το άκουγες από στόματα αριστερών και πασοκατζίδων για τους νεοδημοκράτες, νωρίτερα για τους ερετζίδες και λοιπούς δεξιούς της εποχής.

Ετυμολογείται από το σλαβομακεδόνικο/βουλγάρικο Охрана που σημαίνει "προστασία".

Στο Β'ΠΠ στη Βόρεια Ελλάδα έλεγαν επισήμως Οχράνα τα ένοπλα τμήματα δεξιών σλαβόφωνων Ελλήνων που τάχτηκαν υπέρ της Βουλγαρίας. Επειδή όμως η ελληνική δεξιά τα είχε συνήθως καλά με τους καταχτητές και είχε τη τάση συνεργασίας με αυτούς, αλλά και με τους Βούλγαρους και Έλληνες σλαβόφωνους φασίστες στην κατοχή, οι βορειοελλαδίτες έβγαλαν τους Έλληνες δεξιούς οχράνες. Δεν συσχετίζεται με τη ρωσσική Οχράνα των Τσάρων. Δεν γνωρίζω αν πλέον χαρακτηρίζουν έτσι και τα ναζίδια.

-Κουπούκι, οχράνα, δραμινέ θα σι πιτάξω τη τσάσκα στο κιφάλι άμα ξαναπείς τέτοια για τον Αντρέα (σ.σ. Αντρέα Παπανδρέου), άιντε από 'δω παλιοκουπούκι ακάθαρμα...

:S

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης, η αδερφή.

- Πώς σου φάνηκε ο Νίκος;
- Δεν ξέρω αλλά μου φάνηκε λίγο Μαρίνος.

Ο showman Γιώργος Μαρίνος (από poniroskylo, 27/09/08)Ο βουλευτής του ΚΚΕ Γιώργος Μαρίνος (αριστερά) με ναυτεργάτες (από poniroskylo, 27/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι μετά του γκομενέτου.
Παρέα με το γκομενί, τα γκομενάκια, τις γκομενάρες.

Προέρχεται κι αυτό (όπως και το ντελαμαγκέν), από την υπερσλανγκική Ζαγωραία βαρυμπομπία, "Έντε λα μαγκέτε Bοτανίκ" (1975), που είναι η γαμάτη διασκευή του ρεμπέτικου "Ο μάγκας του Βοτανικού" (1933, 1η εκτέλεση Κασιμάτης).

♪♫ Άντε α λα φουμέντο
και μαστουριόρε
με τε γκομενέτε ο ντεκέ
και οι αγγέλω πατημέντο,
φλόκο ντ' αργιλέ.
♪♫

μετάφραση:
Άιντε τη φουμάρει,
και μαστουριάζει
Με τη γκόμενά του στον τεκέ
Κι η Αγγέλω τους πατάει
Φωτιές στον αργιλέ
(εδώ)

Σπύρος Ζαγοραίος, Έντε λα μαγκέτε Bοτανίκ

  1. Είναι και αυτός ο ζαγοραίος έρωτας.. με τε γκομενέτε ο ντεκέ ρε πούστη μου. (εδώ)

  2. Μικρός ειναι ο κόσμος όταν συναντας παλιό φίλο στο εξωτερικό, κανονιζεις για καφε με τε γκομενετε κι έρχεται με μια πααααααρα πολύ γνωστή σου (εδώ)

  3. Ουφ δεν μπορω το βραδινο τουιτερ, δεν ειστε με τε γκομενετε και αρχιζετε τα καψουροτραγωδοτουι, καληνυχτα (εδώ)

  4. Τι "με τε γκομενέτε" και βλακείες ρε. Ας μετονομαστεί ο στίχος σε "χαζογκομενέτε" να ταυτιστεί λαός.

  5. Και όχι τίποτις άλλο αλλα εσείς οι μετεγκομενετε στα καλά παιδιά το παίζετε δύσκολες και πάτε και πηδιεστε με κάτι χλιμιτζιρολυγούρια... (εδώ)

  6. Να εδώ με τον κιθαρίστα μου θάβουμε τε γκομενέτε (εδώ)

  7. Τώρα αλήθεια...O Mεϊμαράκης δεν είναι ο "άιντε λα φουμέντο και μαστουριόρε με τε γκομενέτε ο τεκέ" σε άνθρωπο; #ERTdebate2015 #debate (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρύμαγκας.
Προέρχεται από την υπερρεαλιστική και αρκούδως σλανγκική Ζαγωραία εκδοχή "Έντε λα μαγκέτε Bοτανίκ" (1975) του ρεμπέτικου "Ο μάγκας του Βοτανικού" (1933, 1η εκτέλεση Κασιμάτης)
Σπύρος Ζαγοραίος, Έντε λα μαγκέτε Bοτανίκ

♪♫ Έντε λα μαγκέ ντε Βοτανίκ,
άλα πι και φικ εξηγιέται
αλελεπτίκ.

Σταρ ντε μπουζουκέν
ντε καμπαρέν,
άλα ντε δικό μας ο καρέν.

Άντε α λα φουμέντο
και μαστουριόρε
με τε γκομενέτε ο ντεκέ
και οι αγγέλω πατημέντο,
φλόκο ντ' αργιλέ.

Έστε μάγκας, έστε μπελαλίκ,
λα ντε Βοτανικό ο πιό νταήκ
κι έντρεμεν
ντρε κάργα ντε μαγκέ
γιατί φτιαξάρε
στο μινούτο ντε δουλειέν. ♪♫

Ο ρέϊντζερ ντελαμαγκέν δεξιός τιμά τον Βελουχιώτηεδώ

  1. Καλούμε τον ντελαμαγκέν πρόεδρο του Ινστιτούτου Κωνσταντίνος Καραμανλής που αποτελεί τον άνδρα –φαντασίωση του Τάκη Ζαχαράτου να εξοφλήσει το χρέος προς το ΙΚΑ ακόμη και πληρώνοντας από την τσέπη του την οφειλή, όπως θα έκανε ο άντρας ο κιμπάρης, του Ζαχαράτου ο πυρετός … Άλλωστε δεν μπορεί να σπιλώνει και την ένδοξη ιστορία του ιδρυτή της παράταξης ... (εδώ)

  2. - Κυριάκος σε Ραχήλ: πήγαινε κανε πρώτα καμια φωτογράφιση και μετά έλα να μας πεις Μπουχαχαχα η Ραχήλ η μοντέλα
    - Πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος btw αυτοί στη ΝΔ πολύ ντελαμαγκέν έχουν γίνει τώρα που είναι αντιπολίτευση (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Κανονικά (και λεξικογραφημένα), αύρα λέγεται ένα ελαφρά θωρακισμένο αστυνομικό όχημα, που στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε για την καταστολή πλήθους. Αναφέρεται συχνά ως «της χούντας» (τότε τις είχαν για περιπολίες -για να μη γαμάνε το οδόστρωμα με τα τανκς κάθε τρεις και λίγο), αλλά ήταν σαφώς και της «δημοκρατίας».

Τα πρώτα μοντέλα (βρετανικής κατασκευής και προελεύσεως, αρχικά για στρατιωτική χρήση γύρω στον Α' Παγκόσμιο) δρούσαν και πριν την επταετία, ενώ το 1975 αντικαταστάθηκαν από κάτι καινούργια βελγικά, που γνώρισαν μεγάλες δόξες στις διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης. Αποσύρθηκαν οριστικά το 1981, τουλάχιστον απ' τους δρόμους. Τελευταία χρήση τους ήταν στη φύλαξη του αεροδρομίου.

Ο Τριαντάφυλλος εικάζει ότι «ίσως [λέγεται έτσι] επειδή είναι ελαφρύτερο από τα θωρακισμένα με ερπύστριες». Ο δε Μπάμπης δίνει την περιγραφή «οχήματα για την ταχεία μεταφορά αστυνομικής δύναμης». Μπορεί να λέει έτσι το προσπέκτους, αλλά οι αύρες δεν ήταν ταξί. Το ατού τους ήταν, πρώτον, ότι μπορούσαν να γκαζώσουν ατρόμητα μέσα από πλήθος και οδοφράγματα. Και δεύτερον, ότι δυο-τρεις μπάτσοι μπορούσαν άνετα να κατσικωθούν εκεί πάνω και να εκτοξεύουν δακρυγόνα, εν κινήσει άμα λάχει. Αυτά για τις παλιές αύρες.

2) Σήμερα όμως, αύρα λέμε ένα εντελώς διαφορετικό αστυνομικό όχημα: το κανόνι νερού (ή υδροβόλο, ή «Αίαντας» κατά την αστυνομική επιχειρησιακή ορολογία). Πάλι ελαφρά θωρακισμένο, αλλά πολύ μεγαλύτερο, ρίχνει νερό υπό πίεση -ακούγεται ακίνδυνο, αλλά να μη σου τύχει. Καινούργιο φρούτο στην Ελλάδα, έχει γράψει ιστορία σε άλλες χώρες (π.χ. στην Αμερική ενάντια σε μαύρους διαδηλωτές, στα ηρωικά σίξτιζ).

Εδώ σε μας πρωτοεμφανίστηκε στην Κερατέα, τώρα συχνάζει και στο Σύνταγμα ή όπου έχουμε ντράβαλα τέλος πάντων. Το μοντελάκι είναι ισραηλινό, και οι δυνατότητές του πολλές: διασκορπίζει πλήθος, καθηλώνει τους ευκίνητους, ενώ θεωρητικά επιτρέπει τη μίξη νερού με χημικά ή δακρυγόνο (κοινή πρακτική στη Γαλλία), ή με μπογιά («δεν ήμουν στη διαδήλωση, κυρ-αστυνόμε!» «αφού είσαι ροζ, ρε!»). Και φυσικά, τρομοκρατεί.

3) Τέλος, να σημειώσουμε ότι η λέξη αύρα δεν εξαφανίστηκε απότομα το '81 (που αποσύρθηκαν οι αύρες της μεταπολίτευσης), για να επανέλθει ως δια μαγείας το 2010. Ενδιαμέσως, χρησιμοποιήθηκε στον λαϊκό λόγο για να περιγράψει κάθε μυστήριο αστυνομικό όχημα (τζιπάκια, βανάκια, κλούβες, ό,τι), άλλοτε λόγω άγνοιας και άλλοτε μεταφορικά. Με αποτέλεσμα ένα τεράστιο μπέρδεμα αφενός, και να μείνει ζωντανή η λέξη αφεδύο -ώστε να πάρει καινούργιο σημαινόμενο 30 χρόνια μετά, που χρειάστηκε.

Πηγές: Ιός, Ελευθεροτυπία, Θεοδοσίου, βικούλα, Χότζας, deinosavros, jesus.

  1. (1976)
    Και βγαίνουν, που λες, οι αύρες, παίρνουν το οδόφραγμα της Πατησίων παραμάζωμα, σκορπίζει ο κόσμος, πέφτουν δακρυγόνα, της πουτάνας, μας κυκλώσανε, άστα. Μιλάμε για πολύ ξύλο.

  2. (2012)
    Δείτε τη φωτογραφία που ανέβασε το Prezatv στο Twitter με την αύρα να ρίχνει νερό πάνω στους διαδηλωτές!

  3. (1998)
    - Ωχ, κατεβάσανε αύρα!
    - Πού, πού;
    - Εκεί, εκεί!
    - Αυτό είναι κλούβα, γαμώ την ασχετοσύνη σου.
    - Ό,τι και να 'ναι τρέχα!
    - Φάε ένα μάχιμο...

  4. Η «τεθωρακισμένη ίλη εφόδου» που συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1947, ως συνέχεια της περιβόητης κατοχικής μονάδας του Μπουραντά, μετασχηματίσθηκε μεν το φθινόπωρο του 1960 σε «Μηχανοκίνητον Υποδιεύθυνσιν» (και την επόμενη χρονιά διαφημίστηκε -ως «Τμήμα Κρούσεως»- στα επίσημα «Αστυνομικά Χρονικά»), η δύναμή της όμως περιοριζόταν σε κάποιες απαρχαιωμένες «αύρες» βρετανικής προέλευσης. «Σε μερικά απ' αυτά τα οχήματα, δεν έστριβαν καν τα τιμόνια για να φέρουμε βόλτα γύρω-γύρω την Ομόνοια», θυμάται ο κ. Ψυχογιός.
    (Ιός - «Πώς έφτιαξα τα ΜΑΤ»)

  5. AVRA MOWAG πρώην Ε.Α. πωλείται. Είναι πλήρως ανακατασκευασμένη και λειτουργική (Ground up restoration). Συνοδεύονται με μεγάλο στοκ ανταλλακτικών αλλά και ειδικά εγχειρίδια για το όχημα. Η τιμή της είναι 22.000 ευρώ και δίνει πληροφορίες ο Χρήστος.
    (επωλήθη...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να πειράξουμε κάποιον επειδή είναι / μας φαίνεται πολύ χαρούμενος. Προέρχεται από τη γνωστή διαφήμιση που λέει: «Είμαι κεφάτη, ψωνίζω απ 'τον Βερόπουλο».

- Επ, Παυλάκο, γιατί τέτοια κέφια; Ψώνισες από τον Βερόπουλο;

Μα πόσο ευτυχισμένοι ήταν οι άνθρωποι τότε... (από vikar, 19/08/08)(από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified