Selected tags

Further tags

Εκ των λέξεων "αστακός" και "δίχτυ", το δίχτυ για το ψάρεμα του αστακού. Το εν λόγω είναι δίχτυ βυθού, από χοντρό και γερό νήμα με μεγάλα μάτια, μανωμένο, χωρίς φελλομόλυβα κι αφού προορίζεται για συγκεκριμένο θήραμα, ανήκει στα λεγόμενα επιλεκτικά αλιευτικά εργαλεία.

Με δεδομένο δε ότι ο αστακός εξαιτίας του τραχέος κελύφους του, περαιτέρω της περιορισμένης κινήσεώς του επί του βυθού και τέλος της έλλειψης ευελιξίας του, αρκεί απλά να πλησιάσει στο δίχτυ για να συλληφθεί, γίνεται κατανοητό ότι το αστακόδιχτο κατά κανόνα δεν χρειάζεται (συνεπές)λέντισμα και νετάρισμα, πολλώ δε μάλλον μαντάρισμα.

Οι περισσότεροι ερασιτέχναι αλιείς άμα τω σαλπαρίσματι, το ξαναμολάρουν για την επόμενη καλάδα κι έτσι το δίχτυ βρίσκεται σε μόνιμη δραστηριότητα, πράγμα που είναι και λογικό και πρακτικό αφού η διάρκεια του συγκεκριμένου ψαρέματος (= παραμονής του διχτυού στο βυθό)ξεκινάει από τις δέκα ώρες και σε περιπτώσεις τρικυμίας μπορεί να φτάσει μέχρι και δύο μέρες.

Επειδή όμως μέχρις εδώ δεν διαφαίνεται η σλανγκική χρήση του αστακόδιχτου, πάμε στα ετρούσκικα:

Αστακόδιχτο είναι το κακοπαθημένο δίχτυ, το οποίο προοριζόταν για άλλη χρήση, αλλά το γαμήσανε οι φώκιες, τα υφαλοπιασίματα με τα επίμονα βιντζοτραβήγματα και κυρίως η βαρεμάρα (και η απογοήτευση) του ψαρά να ασχοληθεί σοβαρά με το εν γένει συγύρισμά/συντήρηση του διχτυού. Για να μην πεταχτεί και βέβαια για να μην αντικατασταθεί(κόστος που απαιτείται για 500 μέτρα νάιλον δίχτυ τη σήμερον Μάη του 2015, γύρω στα 700 ευρώ) ο ψαράς του τροποποιεί τη χρήση, το βαφτίζει αστακόδιχτο, το απογυμνώνει από φελλά- μολύβια (αν έχει)και το πετάει στη θάλασσα κι ό,τι βγάλει.

σ.σ: Προκειμένου να του πιάνει άχρηστο τόπο, καλύτερα να το ψαρεύει. Κι άμα βγάλει; Τότε είναι που δε θα πεταχτεί ποτέ. Οι αλιείς είναι φύσει προληπτικοί κι ότι τους βγάλει μια φορά μεροκάματο το αγαπάνε μέχρι θανάτου. Από βάρκες μέχρι αλιευτικά μέσα, μέχρι σημάδια (τόποι ψαρέματος) και καιρικές συνθήκες, οι εμμονές και η μυστικοπάθεια πάνε και σύννεφο και χέρι-χέρι.

Η καταγωγή του είναι νησιωτική από Χίο, βεβαίως, και φαντάζομαι όχι μόνον. Τα Ψαρρά μπορεί να έχουν τη χάρη της πληθώρας των αστακών, στα Καρδάμυλα όμως το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Νικόλα και τους συν αυτώ που έχουν βαλθεί να γεμίσουν τις αποθήκες των (αλλά και άλλων, μη τρεφόντων αγάπη εις το hoardıng) με κουρέλια.

Αντώνυμο μάλλον είναι το αψάρευτο δίχτυ, του κουτιού που λέμε.

Συνώνυμο το κουρέλι/κουρελόδιχτο.

Πλάτων καρδαμυλίτης αλιεύς: εδώ δε πως το κάμανε..να γαμήσω και τις χελώνες, να γαμήσω και τα δολφίνια..Τι 'α ράψεις απο έδεφτο το πράμα;

Γιώργος λαγκαδούσος παραγιός: 'Α το κάμεις αστακόδιχτο αφεντικό, όπως έκαμες και τα άλλα δύο που σου πεφτώσανε τα κήτη.

Πλάτων αλιεύς: αστακόδιχτο 'α κάμω το σώβρακό σου που το φορείς από πρόπερσυ...

Γλωσσίδιον:

- νήμα: προφ. το χρυσίζον κομμάτι του διχτυού. Μπορεί να είναι νάιλον, "πολύκλωνο κρυσταλιζέ" και μεταξωτό (για επιδέξια ψαρέματα). Αν και η σκέψη ότι οι Κινέζοι ως πρωτοπόροι στην εν λόγω μέθοδο (από το 2800 πΧ) τα φιάνανε από μετάξι είναι ρομαντικοτάτη, η μέχρι τούδε αλήθεια υποστηρίζει ότι τα πρώτα δίχτυα ήσαν φτιαγμένα μεταξύ άλλων από ήμερη κάνναβη. Οι δικοί μας που ήσαν πιο ξύπνιοι φτιάναν δίχτυα από την εύκαμπτη ιτιά - και τρώγανε τους σπόρους της κάνναβης για να ρίχνουν τα τριγλυκερίδια (αφού ως γνωστόν εμείς είχαμε από τότε χοληστερίνη).

- μάτια: τα ανοίγματα του διχτυού, [μετριέται και τεντωμένο και χαλαρό]. ενδεικτικά 7mm για την αθερίνα, 220mm για τον αστακό. Εξού και το επιλεκτικό του αλιευτικού εργαλείου, μόνο αστακός πιάνεται σε φτούνη τη χοάνη. Μάτι πάντως λένε οι μυημένοι στα αλιευτικά και το άνοιγμα του διχτυωτού καλσόν.

- μανωμένο : με περισσότερα του ενός φύλλα διχτυού (δύο-τρία). το "απλάδι" επί παραδείγματι είναι μονό φύλλο και κερδίζει σε (κατά νόμο)ύψος(έως 10μ αντί των έως 4μ του μανωμένου). "μανός": ο χαλαρός, αραιός βρόγχος που διευρύνει το πάχος του διχτυού και καλύπτει έτσι μεγαλύτερη επιφάνεια σε πλάτος στο βυθό.

- φελλά: φελλοί, τα σαν λουκουμάδες πορτοκαλοκόκκινα κοκκάλινα/από PVC μέρη, που περνώνται από το πάνω σκοινί των διχτυών. Εσχάτως αντικαθίστανται από φελλόσχοινο (σχοινί με καρδιά από φελλό) για να μην ζορίζονται τα δίχτυα στο σήκωμα και να μην κακοπαθαίνουν, όπως τα αστακόδιχτα, κακή ώρα.

- μολύβια: βαρίδια από μολύβι, συνήθως μακρόστενα κυλινδρικά, περνώνται στο κάτω σχοινί. Εσχάτως αντικαθίστανται από μολυβόσχοινο (σχοινί με βάρος έως και 500 γρ. ανά μέτρο) για τους ως άνω λόγους. Πάνω φελλοί και κάτω βαρίδια δια της άνωσης και της βαρύτητος εξασφαλίζουν την επιθυμητή υποθαλάσσια στήση, ναι,ναι στήση του διχτυού.

- Λέντισμα: το ξεμπέρδεμα των διχτυών μετά το μάζεμα. Σε άλλα μέρη (Μεσολόγγι κατά το νετ και Πορτοχέλι όπου μετέφεραν οι Μεσολογγίται την τεχνογνωσία των)το λέντισμα αναφέρεται ως ιδιότυπος τρόπος ψαρέματος που θυμίζει ένα συνδυασμό του ποταμίσhου"παρακλαδιού"(για τους Πελοποννησίους αναγνώστας) με "βολόδιχτο" (για τους μερακλήδες και ατρομήτους μεταμεσονυκτίους αλιείς).

- Νετάρισμα: το καθάρισμα από υπολείμματα οστρακοειδών, φυκιών κλπ. Οι Χίοι το χρησιμοποιούν στην καθομιλουμένη αρκετά:

1) Πα' νετάρω (τελειώσω-σπατσάρω- καθαρίσω) τις δουλειές μου

2) Νετάριζε (βγόδωνε, σάλευγε) να φεύγωμε

- σαλπάρισμα: μάζεμα του διχτυού εκ του ιταλ. salpare, πιθανολογώ ως παραλληλισμό με το σήκωμα της άγκυρας ως τελευταία πράξη των προς αναχώρηση πλοίων. Όποιος γνωρίζει, σχολιάζει.

- μολάρισμα: ρίξιμο των διχτυών εκ του ιταλ. mollare , να αμολάς, να αφήνεις, να χαλαρώνεις. ΟΧΙ εκ του ψωνίζω με τα μάτια στο δα μωλλ.

-Καλάδα: το σύνολο της ψαριάς, αντιδάνειο εκ του ιταλ. calare- να χαμηλώνεις (βυθίζεις) κι αυτό με τη σειρά του από το Χαλάω/Χαλαρώνω. Γενικώς γίνεται της καργιόλας με τη λέξη καλάρω. Άλλος τη χρησιμοποιεί για σηκώματα διχτυών, άλλος για ριξίματα κι άλλος για το σύνολο του ριξιμοσηκώματος.

- μαντάρισμα: ότι κάνουμε και στις τρούπιες κάρτσες.. με τη διαφορά ότι βλέπεις τον άλλο ολόκληρο γαϊδούρι κοκκινόσβερκο να κάθεται με τη σακοράφα στα βότσαλα αξυπόλητος με γυρισμένα τα μπατζάκια και δώστου σταυροβελονιά. Έχει κάτι το σουρεάλ η όλη σκηνή. Ειδικά όταν παρεμβαίνει σε κουβέντες που νομίζεις ότι δεν παρακολουθεί γιατί έχει δήθεν το μυαλό του στον αργαλειό. Μέγιστη αφορμή για κοπροσκύλιασμα μακριά απ' τη γυναίκα το μαντάρισμα..

Και δύο μπόνους που προκύπτουν από το γλωσσάρι αλά ινσέψιο:

βολόδιχτο:δίχτυ μικρού σχετικά μήκους (100-200 μ) με πυκνότατη πλέξη (πολύ μικρά ανοίγματα) με το οποίο κυκλώνεις την περιοχή ενδιαφέροντος, έπειτα προκαλείς θόρυβο χτυπώντας τα κουπιά στη βάρκα για να ωθήσεις τα ψάρια προς το δίχτυ και το μαζεύεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (άμα τη γραφή του κύκλου).

Παρακλάδι: Γαμώ τις φάσεις. Εκτροπή της ροής του ποταμού στα σημεία που διακλαδίζεται με πασσάλους και λοιπά σύνεργα(μουσαμάδες, κλαδιά κτλ) προκειμένου να διοχετευθεί όλο το νερό στο ελεύθερο κλαδί. Στη συνέχεια στερεύει το νερό στο ταμπουριασμένο κλαδί και καταλήγει εν είδει ρυακίου να φιλτράρεται όλο μαζί με τα εντός του ψάρια μέσα από ένα συρμάτινο χωνί ("καλαμωτή") στρατηγικά τοποθετημένο. Μετά από τρεις ώρες δουλειάς δέκα ατόμων βγάζεις κάνα κιλό ψαράκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμώ κατά τους γαύρους (Ολυμπιακούς).

- 4 βάλαμε στο βάζελο χθες.....
- Ναι ρε μεγάλε... τους γαυρίσαμε!

Βλ. και έχει γαβριάξει, γαύρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ονομάζεται υποβρύχιος ογκόλιθος, που βρίσκεται μόνος του, στο βυθό της θάλασσας. Αν υπάρχει συστάδα ογκολίθων αποκαλούνται κατρακύλια ή βολάδες. Δεν πρέπει να συγχέεται με τις συμπαγείς εξάρσεις του βυθού, υφάλους ή κουφόξερες, αν είναι κάτω από την επιφάνεια και σκοπέλους ή ξέρες αν "ξενερίζουν".

Τα μονόπετρα αποτελούν σημαντικό στοιχείο του θαλάσσιου οικοσυστήματος, γιατί, στις φυσικές κρυψώνες που σχηματίζουν, κρύβονται πολλά θαλάσσια είδη, άλλα για να προφυλαχτούν από τους θηρευτές και άλλα για να αιφνιδιάσουν το υποψήφιο θήραμά τους. Στη φύση, όμως, οι ρόλοι εναλλάσσονται τάχιστα και αυτός που περιμένει να "σερβιριστεί", γίνεται "μεζές".

Η αξία τους είναι πολύ μεγάλη και για τους ψαράδες (όπως κάποια άλλα μονόπετρα για τις γυναίκες), όπου (ιδιαίτερα τις παλιότερες εποχές) έπιαναν μεγάλα ψάρια (ροφούς, στήρες, συναγρίδες).

"Τράβα ανοιχτά από τον κάβο του πουνέντη, ίσα να βλέπεις την άμμο άκρη-άκρη. Άμα δεις τον άι-Νικόλα στην άλλη μεριά, πίσω απ' το κάβο του μαΐστρου, είσαι απάνω στο μονόπετρο. Άμα ρίξεις πετονιά μέτρησέ το και θάναι εικοσιεφτά οργιές. Ψάρεψε με τη ζόγκα σούρουπο και θα με θυμηθείς!"

Βέβαια υπάρχει και το πιο γνωστό στο ευρύ κοινό μονόπετρο ή "μουνόπετρο", ήτοι δαχτυλίδι με μία (αλλά μεγάλη) πολύτιμη πέτρα, που μας προέκυψε, μαζί με τις υπόλοιπες αμερικλανιές (δεξίωση στο κτήμα "Σέκλανα", τούρτα, σαμπάνια, "γαμήσιο" εμβατήριο και του κιτς η μάνα κάθονταν) στα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας.

"Τι να σου πώ Μαίρη μου! Ακόμα πληρώνουνε το "γαμοδάνειο"! Ένα σκασμό λεφτά για τα ρούχα, γιά το στολισμό της εκκλησίας, για το κτήμα! Και στους έξι μήνες χώρισαν! Πάλι καλά που τους γύρισε το μονόπετρο η νύφη!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός τίτλος περιγραφής ξένων κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, εξαιρετικά αμφιβόλου αισθητικής και επιβεβαιωμένα ανύπαρκτης ποιότητας. Το στοιχείο της υπερβολής (πρέπει να είσαι ντιπ μαλάκας ή πρωταγωνιστής σε ταινία για να δίνεις/παίρνεις τσιμπούκια σε μια λίμνη με πιράνχας), χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «καλλιτεχνικά» πονήματα τα οποία παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • Παράγονται με τη σέσουλα και ως αποτέλεσμα της «γραμμής παραγωγής» και του (σχετικά) χαμηλού προϋπολογισμού, επιδεικνύουν μια σταθερά κακή ποιότητα. Εδώ ανήκουν περιπτώσεις πολλαπλών κακών σήκουελ μετά την επιτυχία της πρώτης ταινίας.
  • Σενάρια που συνδυάζουν την φαντασία του George Lucas, την σπλατεροσύνη του George Romero, την αισθητική του Ed Wood και τα δραματικά αποτελέσματα του Battlefield Earth.
  • Μεγάλες παραγωγές οι οποίες αποδεικνύονται ακόμα μεγαλύτερες πατάτες και αποσύρονται πριν προκάμει να σκαρδαμύσσει ο παραγωγός για να πεθάνουν ήσυχα στα ράφια των συνοικιακών βιντεοκασετάδικων
  • Παντελώς ή ημί άγνωστοι ηθοποιοί, οι οποίοι όταν μεγάλωναν στο Δυτικό Κάνσας πίστεψαν την θεία τους την Τρούντι η οποία με βάση τις σχολικές παραστάσεις, τους έστειλε στο Χόλυγουντ και μάλιστα πεπεισμένους ότι είναι οι επόμενοι superstars (καλύτερο παράδειγμα ο χαρακτήρας Johnny Drama που ενσαρκώνει ο Kevin Dillon στη σειρά Entourage).

Ορισμένοι θα παρατηρήσουν στον τίτλο την παραπομπή στην ταινία Piranha του 1978, η οποία αποτελεί «σχολή» του είδους καθώς συνδυάζει τα παραπάνω. Αν και η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε είδος ταινίας/σειράς, είναι φανερό ότι ταιριάζει περισσότερο στις άπειρες (υπό-)παραγωγές περιπέτειας, τρόμου, αρχαίων ηρώων (βλ. ανεκδιήγητα σκουπίδια «Ηρακλής» και «Ζήνα») και λοιπών συναφών ειδών.

Υπό τον τίτλο κατατάσσονται και τα λεγόμενα B-Movies, πλην όμως αυτά αποτελούν ένα μέρος καθώς όπως είπαμε, ο τίτλος καλύπτει και τηλεοπτικές σειρές. Ομοίως, ούτως αναφέρονται και διάφορες παραγωγές οι οποίες δεν βλέπουν ποτέ το σκότος της κινηματογραφικής αίθουσας και περνάνε απευθείας στην TV.

Με τον ίδιο τρόπο ωστόσο, ο τίτλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για mainstream υπερπαραγωγές, κυρίως για να χαρακτηρίσει την απίστευτη υπερβολή του σεναρίου (π.χ. James Bond, Die Hard, κλπ.). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η έκφραση χρησιμοποιείται σε σκηνές της ταινίας, όπου ας πούμε ο Bruce Willis πηδάει από τον 34ο όροφο, σκάει σε έναν θάμνο 35cm και σηκώνεται χωρίς γρατζουνιά.

Στην ημεδαπήν, λόγω της μικρής κινηματογραφικής παραγωγής και θεματολογίας, σπανίζουν τα ντόπια τσιμπούκια. Ωστόσο, τα υπέρλαμπρα, τηλεοπτικά Μέσα Μαζικής Προπαγάνδας της χώρας δεν μας αφήνουν παραπονεμένους, με δύο κυρίως τρόπους:

  • Προβολή παγκοσμίως αγνώστων αμερικλάνικων αηδιών (ειδικά Παρασκευή και Σάββατο βράδυ) οι οποίες μάλιστα διαφημίζονται με το βαρύγδουπο «για πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση» και ακόμη πιο βαρύγδουπες περιγραφές του ανεπανάληπτα βλακώδους story.
  • Παραγωγή ελληνικών σειρών, συνήθως ως κακέκτυπα επιτυχημένων ξένων παραγωγών (π.χ. CSI).

Ενδεικτικά, αυτή την εβδομάδα αλιεύουμε την υπερπαραγωγή Ο 7ος Πάπυρος:
«Έτος 3000 π.Χ. Η βασίλισσα Λόστρις φέρνει στο κόσμο το νόθο γιο της, καρπό της παράνομης σχέσης της με τον πολεμιστή Τάνους (σ.σ. ξαδερφοκούμπαρος της Κινέζας πολεμίστριας Που Τάνους). Φοβούμενη την οργή του βασιλιά και τον αναπόφευκτο θάνατο του μωρού της, η Λόστρις προστάζει την πιστή υπηρέτριά της Ταϊτά να κρύψει το παιδί σ’ ένα καλάθι και να το παρατήσει στο Νείλο (σ.σ. λέγε με Μωϋσή). Πέντε χιλιάδες χρόνια αργότερα (σ.σ. ...!), ο διάσημος αρχαιολόγος Ντουρέντ Αλ Σίμα και η σύζυγός του Ρόιαν ανακαλύπτουν τον τάφο της βασίλισσας Λόστρις.» Για τους μαζοχιστές, η πλήρης σύνοψη της ταινιάρας, εδώ.

Μετά την επιτυχία των πιράνχας, ακολουθούν τα σήκουελ:

  • Πισωκολλητά στην έρημο με τους κροταλίες
  • Παρτούζες στη σπηλιά με τις αρκούδες

Συνώνυμα: πατάτα, μάπα.

- Ρε συ, σήμερα παίζει το καινούργιο «Παρασκευή και 13». Πάμε Mall;!
- Ε;
- Ταινιάρα σου λέω!
- Ταινιάρα ε; Πως είναι ο πλήρης τίτλος αγόρι μου;
- Εεεεε «Παρασκευή και 13 μέρος 82 – Jason εναντίον Ανακόντα»…
- Καλά, Τσιμπούκια στη λίμνη με τα πιράνχας δηλαδή…
- Νομίζεις;
- Νομίζω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπακαλιάροι αποκαλούνται οι κλισεδιάρικες, προκάτ, ξύλινες και βαρύγδουπες πλην κενές περιεχομένου μπούρδες και κοινοτοπίες που ορισμένοι δημοσιοκάφροι, πολιτικοί κ.ά. άντρηδοι, πούστηδοι και καραγκιόζηδοι τραβάν από το οπλοστάσιό τους για να καλύψουν την λεξιπενία και ασχετοσύνη τους.

Ξεκίνησε ως ραδιοφωνική σλανγκιά, καθώς πολλές ραδιοπερσόνες μπακαλιαρίζουν στον αέρα όταν πρέπει να καλύψουν ραδιοφωνικό χρόνο αλλά δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν.

Πού κολλάει όμως ο συμπαθής κατά τα λοιπά βακαλάος; Ίσως στο ότι δεν είναι φρέσκος και διατηρείται παστός στο ράφι μέχρι να ανατρέξουμε σε αυτόν.

1.
Ο Στέφανος Κασιμάτης υπογράφει ένα άρθρο στην Καθημερινή με τίτλο: «Χρήσιμοι ηλίθιοι και εμετικοί «μπακαλιάροι» αλλά σίγουρα το άρθρο αυτό το εμπνεύστηκε....από τον εαυτό του και τα δικά του πεπραγμένα στη δημοσιογραφία, άλλωστε πάντα κινείται στους «εμετικούς μπακαλιάρους»

2.
Πρόκειται, δηλαδή, για διατυπώσεις αποφθεγματικού ύφους, των οποίων ο γλοιώδης στόμφος προκαλεί κάτι ανάμεσα σε οίκτο και αηδία. (Αυτό, ωστόσο, δεν στερεί το μάλλον παρεξηγημένο είδος των «μπακαλιάρων» από την πρακτική χρησιμότητά τους - εγώ, π.χ., τους καταγράφω σε μια ατζέντα για ώρα ανάγκης και τους διαβάζω όταν χρειάζομαι επειγόντως πλύση στομάχου...) Εξοχο δείγμα του είδους ήταν το «τουίτ», με το οποίο ο ογκόλιθος της Ροδόπης Ευριπίδης Στυλιανίδης παρενέβη στην τελευταία ενδοκυβερνητική διένεξη σχετικά με τον επιμερισμό των ευθυνών για όσα μας έφεραν στην χρεοκοπία: «τ. πρωθυπουργοί που με τα ΝΑΙ τους στιγμάτισαν (sic) την σύγχρονη ιστορία, μιλούν για ηγέτες που με τα ΟΧΙ τους έγραψαν Ιστορία».

  1. Παραδείγματα δημοσιογραφικών και μη μπακαλιάρων παρατίθενται στον ορισμό και τα σχόλια τση ξύλινης γλώσσα.

Μπακαλιάρος μπακαλιαρίζει (από σφυρίζων, 11/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφραση θαυμασμού για ένα διερχόμενο κόμματο.

Ατάκα που λέγεται πως προέρχεται από έναν ψαρά που, προσπαθώντας κάποτε να πουλήσει τα αλιεύματά του, βλέπει να τον προσπερνάει ένας κόμματος. Τότε ο ψαράς πέταξε τη συγκεκριμένη ατάκα με στόχο να πετύχει έναν πολλαπλό επικοινωνιακό στόχο:
1) Ο ψαράς αφενός λειτουργεί ως επιθετικός καμακόβιος...
Η φράση «ωχ τα πόδια» εκφράζει την πρώτη εντύπωσή του βλέποντας τα καλλίγραμμα πόδια της, ενώ η φράση «άσ' τα κει» λέχθηκε δεύτερη υποδηλώνοντας στην τύπισσα να σταματήσει την πορεία της και να τον προσέξει. Στο τέλος εκθειάζει τα οπίσθιά της προσπαθώντας να παίξει και το τελευταίο του χαρτί.
2) Ο ψαράς αφετέρου λειτουργεί και σαν επαγγελματίας που διαφημίζει το εμπόρευμά του, αφού το μήνυμα μπορεί να ερμηνευθεί και ως «oχταπόδια, αστακοί, κολεοί« (κολιοί δηλαδή). Αυτή η ερμηνεία λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας, όσον αφορά την ερμηνεία του νοήματος αλλά και την απώλεια του χρόνου, αφού αν χάσει την τύπισσα θα έχει αρκετές πιθανότητες να προωθήσει τα αλιεύματά του.

Η ιστορία αυτή είναι κοντολογίς η ιστορία ενός ψαρά, που βάζοντας δόλωμα τα θαλασσινά του πόνταρε να πιάσει έναν κόμματο. Τώρα τι έπιασε; Mάλλον είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς.

Δυο φίλοι περπατούν στο δρόμο όταν ο ένας αντιλαμβάνεται πως στην άκρη του δρόμου σκάει μύτη ένας κορίτσαρος.
- Ωχ τα πόδια, ασ' τα κει, κωλεοί!
- Τι λες ρε;
- Κοίτα στην άκρη του δρόμου και θα καταλάβεις.

(από jimakos, 04/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θαλασσινός "τόπος" που δεν έχει ψαρευτεί για κάποιο διάστημα και ως εκ τούτου "πολλά υποσχόμενος" (στις μέρες μας υπάρχει μόνο στα όνειρα και τη φαντασία μας). Την άκουγα στα παιδικά μου χρόνια από τον παππού μου, τον καπτα-Μήτσο, κάποιες φορές που ετοιμαζόμαστε να πάμε για ψάρεμα. Πιθανή ετυμολογία από το αμάλαγος: αγνός, ανέγγικτος, παρθένος.

Θα πάμε να ζώσουμε το κάβο της τραμουντάνας*. Είχε δεκαπέντε μέρες γερό μελτέμι και είναι αμαλαγιά!

*τραμουντάνα: ο βόρειος άνεμος (από το ιταλικό tramontana, προερχόμενο από το λατινικό trans montanus: δια του όρους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική ονομασία για το αγριογούρουνο, χρησιμοποιείται είτε από παράνομους κυνηγούς σε τόνο αστείου, είτε, με γενικότερη σημασία, για όλα τα κόκκινα κρέατα σε περιόδους νηστείας.

- Καλά τώρα, λες και στο Άγιο Όρος δεν υπάρχουν κάποιοι που βαφτίζουν το αγριογούρουνο πουρναρόψαρο...
- Νταξ μωρέ, χορταράκια και ρίζες δεν τρώει κι αυτό;... Φρούτο είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή τα μάτια του ροφού είναι χαρακτηριστικά μεγάλα, συνηθίζεται κατά δημώδη έκφραση ως ροφοί να χαρακτηρίζονται ομοίως άτομα με σακουλιασμένα, μεγάλα μάτια και γουρλωτά. Άτομα με αίσθηση μοσχαρίσιας απλανησιάς βλέμματος.

Παράδειγμα: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, «το μετέωρο βλέμμα του ροφού».

Clopy paste Wikipedia, Mes, Hank, GATZMAN.

- Πώς να δεις το φως, όταν κυβερνά ροφός... (για την περίοδο 90-93, ο λόγος)

(από Dirty Talking, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κερκυραϊκός τοπικός ιδιωματισμός για το ολοθούριο, που σλανγκίζεται επίσης ως ψωλιάγκος, ψωλιόγκος, θαλασσόπουτσος, γιαλόπουτσος και αγγούρι της θάλασσας, λόγω του πολύ ιδιαίτερου σχήματός του, που, όπως το θέτει κομψά η τουκανίστρια Βίκυ: «τα ολοθούρια [...] είναι περισσότερο γνωστά με την κοινή ονομασία αγγούρια της θάλασσας εξαιτίας του σχήματός τους, που θυμίζει το ομώνυμο λαχανικό».

Ένα σλανγκικό ενδιαφέρον ευρύτερο από το εν λόγω θαλάσσιο εχινόδερμο έχουν οι παρατηρήσεις του Νίκου Σαραντάκου στο άρθρο με το οποίο και διασώζει την κερκυραϊκή ονομασία (δες εδώ) ότι ο Γιάννης ή Γιάννος έχει συχνά την σημασία του χαζού. Πρβλ. το στραβόγιαννος, ενώ στο αστραπόγιαννος μάλλον έχουμε ειρωνική χρήση με αποτέλεσμα και πάλι να σημαίνεται ο χαζός. Αν προσθέσουμε τη «φολκλορική ιδέα ενός συσχετισμού ανάμεσα στη μεγάλη ψωλή και το λειψό μυαλό, διάχυτη σε διάφορες κουλτούρες του Παλιού Κόσμου» κατά την παρατήρηση του Ν. Σαραντάκου, τότε μπορούμε να ερμηνεύσουμε το πώς το εν λόγω εχινόδερμο έλαβε μια σημασία που παραπέμπει σαν εικόνα σε έναν ολιγόμυαλο ψωλαρά, όπου το κάτω κεφάλι τρώει τ' απάνω. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε από το σάη μας δύο περιπτώσεις, όπου ο Γιάννης σημαίνει το πέος: αφενός το γιαννούκος και αφεδύο την λολοπαιγνιώδη λεξιπλασία νέας κοπής αστραπόνγιαννος. Μ' αυτά και μ' αυτά ο Γιάννης στις διάφορες μορφές του έρχεται να προστεθεί ως άλλη μια προσφιλής ονομασία για την ψωλή ή τον χαζό φορέα της από κοινού με τον Θανάση.

Να βάλουμε τον πουτσόγιαννο για δόλωμα να πιάσουμε καμιά τσιπούρα.

(από Khan, 06/03/14)ωραία παραλία αλλά είχε κάτι πουτσόγιαννους να με το συμπάθειο (από xalikoutis, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified