Selected tags

Further tags

Κερκυραϊκός τοπικός ιδιωματισμός για το ολοθούριο, που σλανγκίζεται επίσης ως ψωλιάγκος, ψωλιόγκος, θαλασσόπουτσος, γιαλόπουτσος και αγγούρι της θάλασσας, λόγω του πολύ ιδιαίτερου σχήματός του, που, όπως το θέτει κομψά η τουκανίστρια Βίκυ: «τα ολοθούρια [...] είναι περισσότερο γνωστά με την κοινή ονομασία αγγούρια της θάλασσας εξαιτίας του σχήματός τους, που θυμίζει το ομώνυμο λαχανικό».

Ένα σλανγκικό ενδιαφέρον ευρύτερο από το εν λόγω θαλάσσιο εχινόδερμο έχουν οι παρατηρήσεις του Νίκου Σαραντάκου στο άρθρο με το οποίο και διασώζει την κερκυραϊκή ονομασία (δες εδώ) ότι ο Γιάννης ή Γιάννος έχει συχνά την σημασία του χαζού. Πρβλ. το στραβόγιαννος, ενώ στο αστραπόγιαννος μάλλον έχουμε ειρωνική χρήση με αποτέλεσμα και πάλι να σημαίνεται ο χαζός. Αν προσθέσουμε τη «φολκλορική ιδέα ενός συσχετισμού ανάμεσα στη μεγάλη ψωλή και το λειψό μυαλό, διάχυτη σε διάφορες κουλτούρες του Παλιού Κόσμου» κατά την παρατήρηση του Ν. Σαραντάκου, τότε μπορούμε να ερμηνεύσουμε το πώς το εν λόγω εχινόδερμο έλαβε μια σημασία που παραπέμπει σαν εικόνα σε έναν ολιγόμυαλο ψωλαρά, όπου το κάτω κεφάλι τρώει τ' απάνω. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε από το σάη μας δύο περιπτώσεις, όπου ο Γιάννης σημαίνει το πέος: αφενός το γιαννούκος και αφεδύο την λολοπαιγνιώδη λεξιπλασία νέας κοπής αστραπόνγιαννος. Μ' αυτά και μ' αυτά ο Γιάννης στις διάφορες μορφές του έρχεται να προστεθεί ως άλλη μια προσφιλής ονομασία για την ψωλή ή τον χαζό φορέα της από κοινού με τον Θανάση.

Να βάλουμε τον πουτσόγιαννο για δόλωμα να πιάσουμε καμιά τσιπούρα.

(από Khan, 06/03/14)ωραία παραλία αλλά είχε κάτι πουτσόγιαννους να με το συμπάθειο (από xalikoutis, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, το ολοθούριο (βλ. σχόλιο Αίαντος στον έτερο ορισμό και άρθρο Ν. Σαραντάκου εδώ). Πρόκειται για μαλάκιο που έχει εντυπωσιακή ομοιότητα με αγγούρι ή με ράμφος τουκάν και το οποίο χρησιμοποιείται από τους ψαράδες ως δόλωμα με εξαιρετική επιτυχία στους σαργούς και τις τσιπούρες. Όλα όσα θέλετε να μάθετε για τους ψωλιόγκους και ντρέπεστε να ρωτήσετε εδώ. Βλ. και ψωλιάγκος.

Βάλαμε για δόλωμα ψωλιόγκο μπας και πιάσουμε κανά σαργό.

(από Khan, 24/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναι μεν «μπάκακας», «μπακακάς» και «μπακακός» είναι ο «βάτραχος» όπως ορθότατα δηλώνουν αντίστοιχα οι σφυρίζων, leonpanos και vikar εδώ, οπότε «μπακακάκι» το «βατραχάκι», αλλά επίσης «μπακακάκι» είναι και σύνεργο ψαρέματος.

Πρόκειται για μια μικρή σχετικά μεταλλική κατασκευή συχνότατα με ιχθυοειδές σχήμα και βάρος ανάλογο με το βάθος των νερών που θα γίνει το ψάρεμα με τη μέθοδο της συρτής. Απ’ το μπακακάκι κρέμονται δύο ή και παραπάνω αγκίστρια ή σαλαγκιές στα οποία δολώνεται (εκτός ίσως του τελευταίου), ανάλογα με το θήραμα - στόχο, ζωντανό ή φρέσκο ήδη ψαρεμένο ψάρι (π.χ. γόπες), καλαμαράκια ή ακόμη και χταπόδι.

Όλο το σύμπλεγμα δένεται στο νήμα που θα βυθιστεί στο νερό. Το δε νήμα μπορεί να συγκρατείται από το καλάμι του ψαρέματος ή ηλεκτρικό καρούλι.

Το μπακακάκι εξασφαλίζει με το σχήμα και το βάρος του πως η κίνηση των δολωμάτων κάτω από το νερό θα μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με αυτήν ζωντανών ψαριών σε μικρό κοπάδι ώστε να ξεγελαστεί το μεγάλο ψάρι - θήραμα (σφυρίδα, φαγκρί, στείρα κλπ).

Η έκφραση «κατεβάζω μπακακάκια» συνήθως παίζει χαιρέκακα στο γ’ πρόσωπο.
Περιγράφει την κατάσταση κάποιου σε και γαμώ τη στριμόκωλη φάση, όπου κάτι έχει πάει τόσο σκατά κι απόσκατα και τόσο απρόσμενα κόντρα από το αναμενόμενο που κυριολεκτικά γαμήθηκε το σύμπαν και επιπλέον όχι μόνο δεν μπορεί να την κάνει με μικρά πηδηματάκια, αλλά είναι αναγκασμένος να κάτσει να φάει στη μάπα, δημόσια ή όχι, μια άλφα ξεφτίλα, να λουστεί άσχημες συνέπειες λόγων και πράξεων ή απλά επειδή έμεινε με το μουτζούρη και την ψωλή στο χέρι, να δει τις φιλοδοξίες του να καταρρέουν δίχως να μπορεί όχι μόνο να αντιδράσει αλλά ούτε να μπινελικώσει την καργιόλα τη μοίρα του γιατί απλά δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο η θέση, το αξίωμα, ο περίγυρος ή η όλη φάση.

Συνώνυμη με την έκφραση «κατεβάζω γουστέρες» -κάτι που ωθεί στο να θεωρήσω πως ετυμολογείται από το συμπαθές πλην γλοιώδες αμφίβιο.

  1. Θα ήθελα πολύ να δω όσους πιο πολλούς γίνεται από εσάς την άλλη Κυριακή στο 14άρι του ΣΔΥΠ, για να ενώσουμε τα χέρια και να κάνουμε ''ΖΝΤΟ'' μπροστά στην ξινισμένη μούρη του Κατσαρού, που θα κατεβάζει μπακακάκια που τον πέρασε πάλι ο Sam. Να βγάλουμε τη γλώσσα στα μέλη του αντίπαλου team (πιστοί στο πνεύμα του ευ αγωνίζεσθαι) και να τους δείξουμε πόσο τους λυπόμαστε για την επιλογή τους.

  2. Α, όλα κι όλα. Το να καρφώνεις τον τιμώμενο για τη γιορτή του Αντώνη Σαμαρά, μέσα στη Βουλή, είναι απρέπεια. Κι αυτό επισήμανε ο Παπαδημούλης του ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος την ντρίπλα Βενιζέλου, με το να απαρνηθεί τις εφτά κάλπες για τις τέσσερις που πρότειναν όλοι.
    (Τώρα στην Πύλο, στη Μήλο, ή στην Τήνο, ο κυρ Αντώνης, κατέβαζε μπακακάκια)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπακαλιάροι αποκαλούνται οι κλισεδιάρικες, προκάτ, ξύλινες και βαρύγδουπες πλην κενές περιεχομένου μπούρδες και κοινοτοπίες που ορισμένοι δημοσιοκάφροι, πολιτικοί κ.ά. άντρηδοι, πούστηδοι και καραγκιόζηδοι τραβάν από το οπλοστάσιό τους για να καλύψουν την λεξιπενία και ασχετοσύνη τους.

Ξεκίνησε ως ραδιοφωνική σλανγκιά, καθώς πολλές ραδιοπερσόνες μπακαλιαρίζουν στον αέρα όταν πρέπει να καλύψουν ραδιοφωνικό χρόνο αλλά δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν.

Πού κολλάει όμως ο συμπαθής κατά τα λοιπά βακαλάος; Ίσως στο ότι δεν είναι φρέσκος και διατηρείται παστός στο ράφι μέχρι να ανατρέξουμε σε αυτόν.

1.
Ο Στέφανος Κασιμάτης υπογράφει ένα άρθρο στην Καθημερινή με τίτλο: «Χρήσιμοι ηλίθιοι και εμετικοί «μπακαλιάροι» αλλά σίγουρα το άρθρο αυτό το εμπνεύστηκε....από τον εαυτό του και τα δικά του πεπραγμένα στη δημοσιογραφία, άλλωστε πάντα κινείται στους «εμετικούς μπακαλιάρους»

2.
Πρόκειται, δηλαδή, για διατυπώσεις αποφθεγματικού ύφους, των οποίων ο γλοιώδης στόμφος προκαλεί κάτι ανάμεσα σε οίκτο και αηδία. (Αυτό, ωστόσο, δεν στερεί το μάλλον παρεξηγημένο είδος των «μπακαλιάρων» από την πρακτική χρησιμότητά τους - εγώ, π.χ., τους καταγράφω σε μια ατζέντα για ώρα ανάγκης και τους διαβάζω όταν χρειάζομαι επειγόντως πλύση στομάχου...) Εξοχο δείγμα του είδους ήταν το «τουίτ», με το οποίο ο ογκόλιθος της Ροδόπης Ευριπίδης Στυλιανίδης παρενέβη στην τελευταία ενδοκυβερνητική διένεξη σχετικά με τον επιμερισμό των ευθυνών για όσα μας έφεραν στην χρεοκοπία: «τ. πρωθυπουργοί που με τα ΝΑΙ τους στιγμάτισαν (sic) την σύγχρονη ιστορία, μιλούν για ηγέτες που με τα ΟΧΙ τους έγραψαν Ιστορία».

  1. Παραδείγματα δημοσιογραφικών και μη μπακαλιάρων παρατίθενται στον ορισμό και τα σχόλια τση ξύλινης γλώσσα.

Μπακαλιάρος μπακαλιαρίζει (από σφυρίζων, 11/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα του Ολυμπιακού, συνεκδοχικά από την ψαραγορά του Πειραιά. Ο χαρακτηρισμός αυτός (κάπως παλιός και όχι και τόσο συχνός σήμερα) παραπέμπει και στο κύριο παρατσούκλι των Ολυμπιακάκηδων, που είναι το γαύροι. Ως ψαραγορά δηλαδή μπορεί να εννοηθεί και καλά το μέρος όπου πωλούνται οι γαύροι.

  1. Στη δεκαετία του ’50, λ.χ., τότε που ο Ολυμπιακός έγινε και ονομάστηκε κατά γενική παραδοχή Θρύλος, δεν ήταν trendy για τον «καλό φίλαθλο» να υποστηρίζει τους «μαουνιέρηδες» και την «ψαραγορά»... δεν ήταν «comme il faut», δεν ήταν «καθώς πρέπει». (Εδώ).

  2. ολυμπι,ολυμπι,ολοι μπειτε μεσα τα πουλμαν να γεμισουμε στον πειραια να παμε τους γαυρους να γ*******
    και μετα και μετα στην ψαραγορα τους γαυρους να πουλησουμε το κυπελο να παρουμε που εμεις το αξιζαμε!!! (Ειρωνική τροπή του ύμνου του Ολυμπιακού εδώ)

(από Khan, 02/08/13)Οξύμωρον (από Khan, 02/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως όλοι οι κολλημένοι με κάτι, έτσι και οι φαν των ενυδρείων έχουν τη δική τους ζαργκόν.

Στο παράδειγμα θα δείτε κάποια μπέιζικς, για να μαθαίνετε.

Σ.ς.: το Μπαρμπουνιώτης στο παράδειγμα, όλα τα λεφτά!

Και για να μην δημιουργούμε μεγάλα μυστήρια, ούτε να σας βάζουμε να ψάχνετε σε λεξικά (που δεν θα σας βοηθήσουν άλλωστε) ας δώσουμε λίγες εξηγησεις:

  • δισκοβοσκός = αυτός που έχει στο ενυδρείο του ψάρια που τα λένε δίσκους ( λόγο του σχήματος τους.)
  • μποστανάς = αυτός που έχει ενυδρείο με φυτά (κι εγώ μποστανού είμαι)
  • νταμάρι = ενυδρείο χωρίς φυτά που έχει για διακόσμηση μόνο πέτρες
  • ξερακιανός = αυτός που έχει ενυδρείο ... νταμάρι
  • αφρικάνες = είδος ψαριού από την αφρική (κιχλίδες από την λίμνη Μαλάουι ή την λίμνη Ταγκανίκα)
  • σαμπ = είδος φίλτρου ενυδρείου.

Μ' αυτή τη «γλώσσα» τι να σου κάνει ο Μπαρμπουνιώτης .... έναν ψαροβλαμένο χρειάζεσαι!!!

Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψαράδικη σλανγκ για τον μεγάλο, πλέον του κιλού σαργό (sargus apiastus tiganosubitus για να εξηγούμεθα).

Πρόκειται για ψαρούκλα και όχι ψάρακα που κατάφερε με τύχη και πείρα να φτάσει σε προχωρημένη ηλικία και μεγάλο μέγεθος, αφού πολλών ψαράδων οίδε τρίαινας και καύλαν έγνω. Εξ ου και η ονομασία παππούς ή φαφούτης, εφόσον από πολλούς τέτοιους λείπουν κάποια δόντια (αλλιώς τι σόι παππούληδες θα ήταν ;). Παρά την ηλικία τους όμως, από γεύση τα σπάνε. Γι' αυτό και ένας ευμεγέθης παππούς αποτελεί μία από τις αγαπημένες φαντασιώσεις και αστραφτερό αντικείμενο του πόθου κάθε υποβρύχιου τυφεκιοφόρου.

(Αααχ, ας μην επεκταθώ επί προσωπικού....)

...υπάρχει μιά κινητικότητα από μέτριους σαργούς. Κατάδυση γιά απόπειρα καρτεριού μπας και περάσει ο παππούς. Εδώ, ευθεία μπροστά στα δέκα μέτρα, κάτω από την πλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως, αποτελεί αλιευτικό δίχτυ πάρα πολύ πυκνό και κατάλληλο για το ψάρεμα μικρών ψαρακίων, όπως οι αθερίνες. Η λέξη είναι σπάνια και δεν υπάρχει σε Μπάμπη και Τριαντάφυλλο. Συνήθως τίθεται στον πληθυντικό: αθερινόδιχτα.

Μεταφορικώς, έχει διάφορες σημασίες. Η πιο ενδιαφέρουσα είναι ότι χρησιμοποιείται ειρωνικώς για να αποδώσει το αγγλικό Fishnet, δηλαδή είτε το λεγόμενο καλσόν- δίχτυ, είτε το εσώρουχο με μορφή διχτυού που φοριέται φετιχιστικώς όχι μόνο στα πόδια, αλλά σε όλο το σώμα και αναδεικνύει τις καμπύλες, τα τουμπανόβυζα και τους μυικούς όγκους, προσφέροντας μια κατιτίς παραπάνω κίνκι αίσθηση. Στα δίχτυα του πιάνονται όχι μόνο αθερίνες, αλλά και λούτσοι. Ασφαλώς, η ονομασία του ως αθερινόδιχτου έχει σκοπό να καταρρακώσει την όποια καλλιέργεια σεχουαλικής ατμόσφαιρας. Η Βικούλα παρατηρεί ότι το Fishnet στα πόδια και τα χέρια είναι ίδιον και goth και punk μόδας.

Επίσης, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου κάποιος μεταφορικώς προσπαθεί να πιάσει τα μικρά ψάρια, ενώ αφήνει τα μεγάλα ψάρια να ξεφύγουν. Δηλαδή σε περιπτώσεις μηντιακού ή δικαστικού ή κρατικού τουκανισμού, όπου όλη η προσοχή πέφτει λ.χ. σε πλημμεληματάκια, ή στον πολύ κόσμο που μικροπαραβατεί ενώ σημεία και τέρατα γίνονται ατιμώρητα. Τότε λέμε ότι ο τάδε λ.χ. εισαγγελέας ή εφοριακός κ.τ.ό. «βγήκε για ψάρεμα με το αθερινόδιχτο». Δημοσιογράφοι με αθερινόδιχτο είναι και οι διάφοροι δημοσιοκάφροι που συνειδητά δεν ψαρεύουν μόνο σελεμπριτόνια, αλλά και μικρούς ήρωες της καθημερινότητας, λ.χ. σε κάτι ρεπορτάζ του Σταρ, όπου οργώνουν τις παραλίες για να πάρουν συνεντεύξεις από σέξι ανώνυμες λουόμενες, παγκοσμίου φήμης άγνωστους εξαπάκετους και διερχόμενους λουοδύτες. Οι υπερήφανοι συνεντευξιαζόμενοι παρομοιάζονται τότε με αθερίνες, ως μικρά ψάρια- βορά τ. κρέας για κανόνια του δημοσιοκάφρου.

Επίσης, σε εκφράσεις τ. «αθερινόδιχτα μπαλώνουμε;» κατά το μπρίκια κολλάμε; των μπρικολάκων ή στέλνω κάποιον να μπαλώσει αθερινόδιχτα κατά το στέλνω για τσιγάρα. Το τελευταίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αθλητικό βρις-οφ εναντίον οπαδών του Ολυμπιακού- γαύρων.

@ Γερμανός μεταφραστής: Δυσαλίευτα τα ευρήματα στο αθερινόδιχτο του γούγλη, οπότε η έκφραση είναι σπάνια.

  1. α. Η Τζέσικα με υποδέχτηκε φορώντας μόνο ένα αθερινόδιχτο που τόνιζε τα τουμπανόβυζά της. Έμεινα μαλάκας να παρατηρώ πώς οι ρώγες- κάγκελο ξεπρόβαλλαν μέσα από τα δίχτυα.

β. - Μωρό μου τι το φόρεσες το αθερινόδιχτο; Θέατρο πάμε...

γ. mporei na foroyse atherinodixto h typhsa...tote allazei....;) (Εδώ διαδικτυακό εύρημα αμφίβολο).

δ. ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΠΛΕΡΕΖΕΣ ΑΦΟΡΕΤΕΣ, ΕΧΟΥΝ ΓΙΝΕΙ ΣΑΝ ΑΘΕΡΙΝΟΔΙΧΤΟ ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΟΡΟ ΒΕΒΑΙΑ, ΑΝ ΕΙΣΤΕ ΒΑΖΕΛΟΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ME EΛΑΦΡΑ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ ΝΑ ΤΙΣ ΦΟΡΕΣΕΤΕ ΚΑΙ ΣΑ ΦΟΡΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΚΑΛΣΟΝ) ΤΟ ΒΡΑΔΥ. (Εδώ επίσης).

  1. Το αθερινόδιχτο του ρεπόρτερ (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Νόστιμο ψάρι που μοιάζει με τον τόνο και την παλαμίδα με επιστημονική ονομασία auxis. Το είδος auxis thazard ζει σε μεγάλα βάθη στη Μεσόγειο. Παρεμπιπτόντως, έχουν βρεθεί απολιθωμένα λείψανά τους σε στρώματα του ολιγόκαινου και του μειόκαινου, σε περιοχές της Αυστρίας και της βόρειας Βαλκανικής.

2. Χοντρό ροπαλοειδές (κι όχι μόνο) κομμάτι ξύλου, ο γνωστός κόπανος, στο ουδέτερό του.

3. Το αρχίδι, κατά Λευκάδα μεριά. Οπότε και μειωτικός χαρακτηρισμός προς άτομα με απαράδεκτη συμπεριφορά, βλάκες, ύπουλους, μοχθηρούς και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό όπως βεβαιώνεται κι εδώ.

1.
Έχω πιάσει μόνο δυο φορές με λαστιχάκι ψαρεύοντας τονάκια (κοπάνια) τα οποία πιάνονται εύκολα με αυτό οπότε σίγουρα δεν είναι η καλύτερη μέθοδος το λαστιχάκι για παλαμίδες.

2α.
Η δε επεξεργασία του χώματος ήταν μια μεγάλη διαδικασία, Το χώμα αυτό το κοπανούσαν με ένα ξύλο, το «κοπάνι», το οποίο το έπαιρνε χοντρό από το δάσος ο Παναγιώτης ο Κοζανίτης και το πελεκούσε. Μ’ αυτό χτυπούσε το χώμα μέχρι να γίνει σαν πούδρα.
(Περιγράφει την επεξεργασία χώματος με σκοπό τη δημιουργία κεραμικών).

2β.
Το νερό θέτει σε περιστροφική κίνηση εκκεντροφόρο άξονα, ο οποίος με τη σειρά του κινεί παλινδρομικά ράβδους (κοπάνια), οι οποίες συνθλίβουν τις πρώτες ύλες του μπαρουτιού σε λεπτή σκόνη. (Περιγράφει τη λειτουργία ενός μπαρουτόμυλου στην Αρκαδία -βλ. 2ο μήδι).

3α.
Το παιδί είχε μοίρα λαμπρή. Καλά-καλά!!! Το δέχτηκε η γειτονιά ως φυσιολογικό και γνήσιο. Το δέχτηκαν οι Βλάχοι, οι γύφτοι, οι λούμπεν, οι χλιδάτοι, οι μοδάτοι, οι λεφτάδες, οι παπάδες, οι σοφοί, οι κουτοί, οι χαζοί, οι κουζουλοί, οι πονηροί, οι χωριάτες, οι εργάτες, τα κοπάνια, τα τσογλάνια, οι λεβέντες, οι χαφιέδες και γενικώς το εδέχθησαν άπαντες οι μαλακισμένοι της κοινωνίας ( μεταξύ αυτών και εγώ αρχικώς) γιατί το παιδί έγραφε στην ούγια ΜΕΪΝΤ ΙΝ ΟΥΖΑ και εμείς διαβάζαμε Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

3β.
Έχει σημασία που δεν δημιουργήθηκε για video games; Δεν υπάρχει πιο εύχρηστο εργαλείο από το ποντίκι τελεία και παύλα, για όποιον σκοπό και να χρησιμοποιείται. Εξάλλου κάποτε δεν φανταζόμασταν τους εαυτούς μας να παίζουμε με keypads, αυτά ήταν για κοπάνια, το tomahawk joystick ήταν κάποτε το χέρι του θεού ή το πιο κοντινό σε αυτό.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισαγωγή εις την ιερά τέχνη του φιλιού (κοντολογίς: Kisses 101)

Ως γνωστόν, γενεαί και γενεαί εραστών έχουν κατηγοριοποιήσει τα φιλιά εις διαφορετικάς κατηγορίας ανάλογα με την τεχνική των. Πχ. οι ένδοξοι ερασταί παλαιοτέρων εποχών αναφέροντο εις το φιλί της κουμπάρας, το γαλλικό φιλί, ήτοι ασπασμός μετά χρήσης γλωσσής. Κατ' άλλους βέβαια, γαλλικό φιλί εστί η πεολειξία, αλλά αυτό δεν αφορά την εδώ πραγματεία. Ο ιχθυοασπασμός λοιπόν ή κατά του μαλλιαρούς δημοτικιστάς ψαρόφιλο είναι κατηγορία ασπασμού.

Έννοια ψαροφίλου

Εν τη διάρκεια του ψαροφίλου τα χείλη των ασπαζόντων ενόνοντω και αποκολλόντω κατά τακτά χρονικά διαστήματα, ούτως προκαλείται κενό δια προσρόφηση αέρος μετά του χαρακτηριστικού ήχου ωσάν να επρόκειτο δια προσρόφηση σαλιγκαρίου τινός από το κέλυφός του (ηχομίμησις: ιουφιουιουφφφιου!). Έτεραι φοραί, παρατηρείται και εξαγωγή αέρος παρά του κενού των ζεύγων των χειλίων και δια τούτου παράγεται οξύς συριστικός και βραχύς ήχος, ήτοι: σσσφιουου! Άλλοτε δε, ο ήχος θυμίζει προσρόφηση τούρκικού καφέ, ήτοι: σσφιουουου! Εν πάσει περιπτώσει, προ αυτών των ήχων υπάρχει ο εξίσου αποκρουστικός βραχύς ήχος αποκολλώσεως υγρών χειλίων, δλδ: σλομπ!

Δια λόγους συντομίας αλλά και αηδίας δεν θα αναφερθούν όλοι οι ήχοι αν και το θέμα χρήζει ιδιαιτέρας μελέτης και χρήσις εμετοσακκούλας (πόσους αηδιαστικούς ήχους δύνασαι να αντέξεις φίλε αναγνώστα;).

Η χρήση ψαροφίλου αποτελεί ασπασμόν της χειρίστου διαλογής διότι εκνευρίζει αμφότερους τους ασπασθέντες και τους γύρω αυτών (οι αηδιαστικοί ήχοι που λέγαμε). Οι τρίγυρω άνθρωποι ψάχνουν ποίο παράθυρο έχει χαραμάδαι και ποίος πίνει καφέ μετά θορύβου.

Επίμετρο-επίλογος-ηθικό δίδαγμα

ΑΠΟΦΥΓΕΤΕ ΤΟ ΨΑΡΟΦΙΛΟ ΠΡΟ ΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΘΥΣΙΑΣ !

(Ευτέρπη:) - Εις την σαλιγκαροπροσρόφιση αγαπητή μου, ίσως το κατέχει! Μα όταν ασπαζόμεθα νομίζω ότι φυσάει βορινός άνεμος και σφυρίζει από τα παράθυρα! Οποία κατάστασις! ΠΛΕΟΝ !

(Φαίδων:)
- Η ατάκα ΠΛΕΟΝ είναι δική μουου!

(Ευτέρπη:)
- Ρούφα τα σαλιγκάρια σου μετά συριγμού και δικής μας βδελυγμίας εσύ!

(από Vrastaman, 23/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified