Further tags

Από το λατινικό agito. Αυτός που κάνει δημόσια πολιτική ζύμωση. Ομιλίες και διαλέξεις, συνθήματα για την προπαγάνδιση θέσεων. Η διαδικασία λέγεται αγκιτάτσια. Ο αγκιτάτορας έχει διαφορετική αποστολή από τον ινστρούκτορα ή ινστρούχτορα μιας και ο τελευταίος ζυμώνει προσωπικά (μυστικά).

- Και που λες είμαστε όλοι οι συμβασιούχοι έξω από το υπουργείο και σηκώνεται ο Γεωργίου σε ένα πεζούλι κι αρχίζει μπλα μπλα μπλα ...
- Ρε τον Γεωργίου ... έγινε αγκιτάτορας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτέρυγα της φυλακής.

Εικάζω ότι είναι αγγλισμός καθιερωμένος «από τα πάνω», καθ' ότι θυμάμαι να λέγεται έτσι σε ταινίες αγγλόφωνες, οπότε πιθανόν να εισήχθηκε από δεσμοφύλακες και άλλους και να την υιοθέτησαν και οι φυλακισμένοι μετά.

από το νετι:
...μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας, όπου όπως θυμάται ο τότε πολιτικός κρατούμενος Τάκης Μπενάς «κρατούνταν στα πειθαρχία όχι γιατί ήταν απομονωμένος σαν θανατοποινίτης, αλλά διότι οι ποινικοί κρατούμενοι δεν τον δέχτηκαν στις ακτίνες τους, απειλώντας μάλιστα να τον σκοτώσουν.

επίσης από το νέτι:
Από σήμερα το πρωί 2 ακτίνες των 40 ατόμων στις φυλακές της Κέρκυρας θα ξεκινήσουν απεργία πείνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξεπεσμένη πουτάνα, πρώην καλή και τώρα γρια-μάπα... Όταν κάποια ξεπεσμένη παριστάνει την όμορφη. Έκφραση λιμανιού Πειραιά του 50' και πιο πριν.

Ίσα μωρή βακέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.

.

Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αραχτός, ο ήρεμος, ο τύπος "ζεν" (ενίοτε λόγω ντάγκλας). Ρεμπετιά που μας ήφερε ο πατέρας μας ο Μπάτης από την Σμύρνjη το '22.

Αντώνυμο του τσαμπουκαλή.

♪♫ Μ’ αρέσουν οι ντερβίσηδες
Γιατί ‘ναι μερακλήδες
Είναι πολύ γιαβάσηδες
και λίγο μπελαλήδες
♪♫

"Η Ντερβίσαινα", Κώστας Ρούκουνας

- Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός (εκεί)

Γιαβάσης εκ Γαλατίας μυεί σε τεχνικές υπερβατικού ταρτινάζ

Εκ του τουρκ. yavaş, σιγά (βλ. και γιαβάς-γιαβάς).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O συγκεκριμένος Frangrec όρος με ευρύτατη και πολυετή χρήση στο χώρο της εγχώριας σόου-μπίζ σήμερα αναφέρεται κυρίως σε νεαρό ή πρωτοεμφανιζόμενο, στο χώρο του θεάματος, θηλυκό, με χαρακτηριστική φωτογένεια, φρεσκάδα και σεξ-απίλ, που φέρει ελπίδες για μεγάλη καριέρα στην τηλε-πιάτσα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίζεται με την σταρλετ-ίτσα, δηλαδή το φιλόδοξο κοριτσάκι - καβλίδιο που δεν διστάζει να κάτσει στα γόνατα μεγάλων κυρίων - παραγωγών που θένε να της ξηγήσουν το παραμύθι προκειμένου να αποκτήσει τη δόξα και το χρήμα που επιθυμεί.

Επιπλέον, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την επιτυχημένη εργένισσα - σεξουαλικά ανεξάρτητη λαμπερή γυναίκα του σήμερα, με καριέρα και στρας.

Όμως, οι συγκεκριμένες 2 ερμηνείες δεν είναι ακριβείς, άσχετα αν με αυτές τις σημασίες χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος από τους εγχώριους τηλε-κανίβαλος και κριτικούς. Η προέλευση της χρήσης του όρου στην ελληνική σόου-μπίζ-σλανγκ θα πρέπει να αναζητηθεί στα θεατρικά και κινηματογραφικά κιτάπια, όπου η πρωταρχική του σημασία είναι ακριβής: γυναικείος ρόλος, πρωταγωνιστικός ή δευτερεύων, κωμικός ή τραγικός, της ευάλωτης, ανυπεράσπιστης και βασανισμένης γυναίκας που τραβάει το γολγοθά της για να βρει κάποτε την ευτυχία (είτε στον έρωτα, είτε στη δουλειά, είτε στα παιδιά της κλπ.)...

Σκηνοθέτας: - Καλό το κειμενάκι σου και για το ρόλο του τζιτζιφιόγκου κάποιον θα βρούμε. Ποιαν θα βρούμε, όμως, να παίξει κάτι σαν το ρόλο της Μάουρα στο «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης»; Την Παπουτσάκη; Είναι εύκολο, όχι όμως για ρόλους ενζενύ!
Σεναριογράφος: - Έχεις δίκιο. Η Παπουτσάκη δεν κάνει, too hot. Η Καραμπέτη ούτε να μας φτύσει... Μήπως η Γερασιμίδου; Και να την κάνουμε... μητριά του τζιτζιφιόγκου που είναι παράφορα ερωτευμένη μαζί του; Μην την κάνουμε μάνα και μας πουν ανώμαλους!

Θεσμοφοριάζουσες. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (από patsis, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυψώνα

- Τέλειωσαν οι μπίρες ρε μαλάκα
- Έχω μια εξάδα στην καβάτζα, μη σε νοιάζει

Εναλλακτική - και κάπως κρυφή -λύση

-Δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα, ρε φίλε. Δεν έχουμε εναλλακτικές.
- Μην το λες. Δεν είμαστε χαλβάδες, ούτε φλούφληδες. Έχω μια τελευταία καβάτζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το γίνομαι Λούης.

Κάνω την πάπια, σφυράω αδιάφορα, κάνω τον παλαβό, τον Κινέζο. Ρετρό σλανγκιά του '30, της οποίας ωστόσο έχει καταγραφεί μια χρήση το 2006 (κρυφοκοιτάξτε στο α' παράδειγμα με προσοχή μη σας έρθει καμιά αδέσποτη).

  1. Ικανοποιώντας ερωτήματα αναγνωστών αναφέρουμε ποιος ήταν ο Μοσκιός, τον οποίο χρησιμοποίησε προχτές η Αλέκα Παπαρήγα, λέγοντας «Η ΝΔ κάνει τον Μοσκιό»: Στις 6/1/1931, στην Καλλιθέα, έγινε ένα φρικιαστικό έγκλημα που συντάραξε το πανελλήνιο. Η Αρτεμις Κάστρου και η κόρη της Φούλα Αθανασοπούλου, με τη βοήθεια του ανιψιού τους Μοσκιού, σκότωσαν τον Μήτσο Αθανασόπουλο, σύζυγο της Φούλας. [...]
    Οι δύο γυναίκες δικάστηκαν [...] Στο δικαστήριο κλήθηκε και ο ανιψιός τους Μοσκιός, που βοήθησε τη Φούλα και την Κάστρου να δολοφονήσουν τον Αθανασόπουλο. Ομως σε όλη τη διάρκεια της δίκης δεν είπε λέξη. Η παροιμιώδης «σιωπή» του στο δικαστήριο, καταγράφηκε στη συνέχεια ως λαϊκή ρήση. «Κάνεις τον Μοσκιό», έλεγε ο κόσμος. εδώ

  2. Το 1932 ο Ιάκωβος Μοντανάρης έγραψε ένα τραγούδι που πούλησε 250.000 δίσκους [...] Ο τίτλος του ήταν "Κακούργα πεθερά" [...] μουσική απόδοση της πιό πολύκροτης αστυνομικής υπόθεσης [...] μιά ολόκληρη χώρα ασχολούνταν επί δύο χρόνια με αυτό το έγκλημα [...] ο μικρός Μοσκιός, ένα παιδάκι μειωμένης αντίληψης [...] γιά πολλά χρόνια η φράση "κάνει τον Μοσκιό" σήμαινε "παριστάνει τον τρελό".

Δημ. Καμπουράκης "Μιά σταγόνα Ιστορία. Μέρος Τρίτο" εκδ. Πατάκη 2013

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κλώσσα.

Ο Καπετανάκης δίνει δύο παράλληλες περιγραφές: α) Η εκ συστήματος αθροίζουσα γύρω της πολλούς θαυμαστάς, β) Η επιδεικτικώς ακκιζομένη.

Καθαρευουσιάνικες περιγραφές μεν, λίαν περιεκτικές δε.

Ο ατυχής άρρεν φορέας του κλωσσομαγνήτη καταλήγει πάντοτε να ατενίζει ενεός τα ομόφυλά του πλήθη να συρρέουν αδιαλείπτως. Αρκεί να γίνει για κάποιες ώρες συνοδοιπόρος της κλώσσας σε πλατείες, σούπερ μάρκετ, ρουχάδικα, καφετέριες, κλαμπ. Αρκεί να δει μια ημερήσια λίστα κλήσεων στο κινητό της, για να καταλάβει.

Η κλώσσα ηγείται πάντα ενός αντρικού χαρεμιού στο οποίο καλλιεργεί έντεχνα προσδοκίες μελλοντικών ερωτικών περιπτύξεων. Η κλώσσα εκπέμπει διαρκώς σήματα διαθεσιμότητας προς τα πεινασμένα αρσενικά. Ενίοτε ενδίδει, αφήνοντας ωστόσο να διαφαίνεται ότι διαρκώς πολιορκείται από στίφη επίδοξων μνηστήρων.

...Όποτε πήγα σπίτι της, το βρήκα γεμάτο σερνικούς· είναι μια κλώσσα!...

(από Ricky, 01/08/14)(από Ricky, 01/08/14)(από Ricky, 01/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανίστηκε στον μεταπολεμικό Πειραιά και συγκεκριμένα στις περιοχές της Β' Πειραιά, όπου πολλοί οίκοι ανοχής είχαν μια ιδιαιτερότητα: διέθεταν μεσοτοιχία με τρύπα από όπου ο κώλος της γυναίκας ήταν προσβάσιμος στον άνδρα. Εξ ου και κωλάδικο.

Τα αίτια του φαινομένου ανάγονταν στην φτώχεια που ανάγκαζε πολλές γυναίκες να εκδίδονται ακόμα και αν δεν ήταν επαγγελματίες. Για να μην αναγνωρίζονται όμως και για να μην στιγματιστούν ως «πουτάνες» κρύβονταν πίσω από τον τοίχο, αυτά σε εποχές που η φτώχεια και η ανέχεια κυριαρχούσε στα λαϊκά στρώματα.

Στην συνέχεια η λέξη άλλαξε χαρακτήρα αφού την χρησιμοποιούμε για περιγράψουμε ένα μπαρ χαμηλού επιπέδου όπου γυναίκες κάνουν βίζιτες.

  1. Σιγά μην πάω εκεί, αυτό είναι κωλάδικο!

  2. Έχει μια Ρωσιδούλα στο κωλάδικο που πήγα χθες με τον Νίκο, σκέτη κάβλα!

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified