Further tags

Κυριολεκτικά, το κουνάβι. Μτφ., ο άσχημος άνθρωπος. Τουρκικής προέλευσης λέξη, χρησιμοποιούμενη στις Σέρρες.

Υπάρχει φήμη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν είδε τον Σπύρο Μαρκεζίνη είπε: «Α βε, σαν μπουρσούκι είναι αυτός!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική έκφραση χρησιμοποιούμενη κυρίως στις Σέρρες. Σημαίνει επίδειξη, προσπάθεια ανούσιου εντυπωσιασμού.

Ο τύπος πήρε BMW για σαλτανάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστός παραθεριστικός προορισμός των Θεσσαλονικέων, η παραθαλάσσια αυτή κωμόπολη της Χαλκιδικής διαφοροποιείται από μια και μόνη συλλαβή από το περίφημο παπάκι που το λένε και γατάκι ή μύδι, το πολυθρύλητο εξάρτημα που έκανε τις γυναίκες διάσημες σε όλο τον πλανήτη.

- Καλά, τί σου ήρθε και την έκανες τόσο νωρίς χθες βράδυ; Μιλάμε, με το που έφυγες, γέμισε ο τόπος Μουδανιά χωρίς το δα.
- Εμ, οι λακίεσμα πληρώνονται.

Δήμος Ν. Μουδανιών  (από allivegp, 14/06/09)(από allivegp, 18/06/09)

βλ. και Αρχιμήδης χωρίς το Μη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:

  • Πέφτω κάτω (συνώνυμη κρητική φράση: τσουρώ), τρώω σαβούρα κλπ. Όπως εννοείται και με τη σαβούρα, δεν πέφτω απλά και ακαριαία, αλλά μέσα από μια ταπεινωτική και μακρά διαδικασία, στην οποία σταδιακά χάνω όλο και περισσότερο τον έλεγχο τον οποίο αναλαμβάνει το έδαφος. Δια-σύρομαι κυριολεκτικά. Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούσαν οι παππούδες κυρίως.Επίσης (και πιο ωραία),
  • Αράζω και αφήνομαι / χαλαρώνω / χύνομαι - σε καρέκλες, πολυθρόνες, ντιβάνια... Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούν οι εγγονοί.

Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...

  1. Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
    Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι; (Από μοτοφόρουμ).

  2. - Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω το μικρό δάχτυλο του χεριού στον πισινό της κότας, για να εξακριβώσω αν έχει αβγό.

Μεταφορικά, βάζω χέρι (δάχτυλο) στο αιδοίο της γυναίκας.

Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως σε χωριά.

Χτες αβγούλωξα την Ελενίτσα μέσα στο χωράφι του παππού μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουσκαρτάδες αποκαλούνται οι μικροπωλητές που πουλάνε με το καροτσάκι τους κυρίως λουκανικούμπες κι αναψυκτικά στους δρόμους του Μανχάταν και ειδικά στο Central Park. Εκ του push cart.

Τον 19ο αιώνα σχεδόν όλοι οι πουσκαρτάδες ήταν Έλληνες. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, ξοδεύοντας μόνο 5 σεντς από τον ημερήσιο τζίρο που (στην καλύτερη περίπτωση) ανερχόταν $1 ευελπιστώντας μια μέρα να επαναπατριστούν με την περιουσία τους.

Στον 20ο αιώνα, και μέχρι την δεκαετία του 70, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να μονοπωλούν το επάγγελμα του πουσκαρτά. Μερικοί διεύρυναν την πραμάτεια τους, προσφέροντας παγωτά, κάστανα, ακόμα και φραπέ. Με σάλιο και υπομονή, το οικονομικό και βιοτικό επίπεδό των Ελλήνων πουσκαρτάδων ανέβηκε σηματικά και στα 80ς οι περισσότεροι παρέδωσαν τα καροτσάκια τους σε Πορτορικανούς οι οποίοι με την σειρά τους τα παρέδωσαν σε Ινδούς, Πακιστανούς και Αιθίοπες στα 00ς.

Απομένουν πια ελάστιχοι Έλληνες πουσκαρτάδες στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Διάλογος με πουσκαρτά:

- Πατριώτη πόσο κάνjει η σαμίτσα;

- Ένα κόρι. Λέρωσε το μέρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθώντας τον συγκεκριμένο γραμματικό κανόνα, τα ρήματα στο β' πρόσωπο του πληθυντικού παίρνουν κατάληξη -ούτε αντί για όλες τις άλλες που ξέραμε ως τώρα. Αυτό ισχύει σε κάθε έγκλιση και χρόνο. Οι ρίζες του κανόνα αυτού, χάνονται κάπου κάτου απ' τ' αυλάκ', αλλά απαντάται και σε άλλα μέρη της Ελ.

  1. Θα έρθουτε στο γλέντι; Μη ξεχάσουτε να πάρουτε μαζί και τα παιδιά.

  2. Μήπως θέλουτε να χορέψουτε; Να τραγουδήσουτε;

  3. (από πινακίδες): ΜΗ ΚΥΝΗΓΟΥΤΕ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΜΗ ΠΑΤΟΥΤΕ ΤΟ ΓΚΑΖΟΝ ΜΗ ΚΑΤΟΥΡΟΥΤΕ ΕΔΩ ΜΗ ΑΔΕΙΑΖΟΥΤΕ ΜΠΑΖΑ κ.ο.κ.

  4. (σε σύλληψη επ' αυτοφόρω μπανιστιρτζή) - Ωχ! Αμάν! Μη βαρούτε όλοι μαζί, βρε παιδιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυστριακοποντιακός όρος που περιγράφει τον ρυθμικό ασυγχρονισμό μεταξύ των μελών ενός μουσικού συνόλου.

Άμαζι, φάλτσο και κακόηχο... Ντα κάπο κύριοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άι στο διάολο.

Λέγεται στην Αιτωλοακαρνανία (Αγρίνιο, Μεσολόγγι κλπ).

- Να σου πω, εσείς εκεί στο Αγρίνιο δεν έχετε το περίφημο «Αγρίνιο FM», με τον εκφωνητή με την βλάχικη προφορά;
- Άι στο διάτανο ρε που θα μας πεις για τ' Αγρίνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαϊδευτικό της ομάδας του Άρη Θεσ/κης. Είναι πολύ χαρακτηριστική λέξη στην Θεσ/κη, κυρίως από τους οπαδούς των άλλων ομάδων της πόλης που, όταν κάνουν αναφορά στην ομάδα του Άρη, συνήθως χρησιμοποιούν αυτήν την λέξη.

Άρης - Αρούλης - Ρούλης...

Την άλλη Κυριακή παίζουμε με τον Ρούλη στο Χαριλάου.

(από polemarxos90, 11/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified