Further tags

Αναφέρεται για ζώα χωρίς κέρατα.

Κυκλοφορεί παντού στα Βαλκάνια (βλάχικα sut- αλβανικά shyt- σλάβικα šutu) με πιθανή λατινική ρίζα. Εδώ έφτασε απ’ τα Αλβανικά.

Είναι μειωτικός χαρακτηρισμός και σημαίνει:

  • Βλάκας, μπουνταλάς, ουγκ (αφού αναφέρεται σε ζώα).
  • Αυτόν που είναι του χεριού μου, που δεν φέρνει αντίσταση, που κωλώνει (αφού δεν έχει κέρατα - όπλα - μέσα άμυνας).
  • Χαντούμης, σεξουαλικά ανίκανος – ανήμπορος (το βαρβάτον των αρσενικών και το μέγεθος των κεράτων τους σχετίζονται τα μάλα, αναντάμ παπαντάμ, σε όλες τις βουκολικές μικροκενωνίες).

    Για το θηλυκό, σιούτα, ο Πετρόπουλος διασώζει την ερμηνεία:

  • Γυναίκα χωρίς στήθος, με στήθος σανίδα / πλάκα / κόντρα πλακέ / σιδερώστρα (επίσης απ’ την έλλειψη κεράτων).

  1. - Άι σιούτε, προυχώρα!!
    - Σα πού;
    - Στα γκρέμνα να γλιτώσου απ’ τα σένανε!!

  2. - Κι άφησες να σου κάνει τη μάπα θερινή αυτός ο σιούτος ρε μαλάκα;
    - Ήτανε κι ο Ντέρτι Χάρης μαζί του.

  3. - Ποιος ειν' ο μπροσταρόκριος;
    - Ου Μήτρους ου σιούτος.
    - Τσώπα!!
    - Έχεις χάσ’ λειτουργίες συ.

  4. - Γαμώ τον πούστη που ‘βγαλε το γουόντερμπρα.
    - Σιούτα η …Ντόλυ Πάρτον;
    - Εσύ μπροστά της έχεις βεράντες.
    - Να κεράσω σιλικόνη;
    - Έχεις τίποτε σε μπίο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκομερίτικος χαρακτηρισμός για κάποιον που δεν έχει καμία απολύτως αίσθηση της ποσότητας και του μέτρου (συχνά στα φαγώσιμα, αλλά όχι μόνο) και πάντα υπολογίζει - και αγοράζει ή παραγγέλνει - πολύ παραπάνω απ' όσο χρειάζεται.

Ο μπολμπολτζής θέλει να υπάρχει αφθονία. Όταν πάει για ψώνια, γυρίζει φορτωμένος με δεκαεφτά οικογενειακές συσκευασίες για κάθε είδος, αγνοώντας παντελώς τον παράγοντα «πού θα τα βάλουμε». Όταν πάει στη λαϊκή, γυρίζει με δέκα κιλά απ' το κάθε ζαρζαβατικό, αγνοώντας παντελώς τον παράγοντα «πότε θα τα φάμε». Αν χρειάζεται ένα κιλό χρώμα κι ένα πινέλο για να βάψει τα κάγκελα του μπαλκονιού, θα αγοράσει χρώματα και εργαλεία που φτάνουν για να βαφτεί ολόκληρο το Ολυμπιακό Στάδιο. Κι αν του πεις τίποτα, θα σου πει «ε, να βρίσκονται» ή «ε, να 'χουμε».

Ωστόσο, δεν πρόκειται τόσο για αρνητικό χαρακτηρισμό, όσο για πειραχτικό: ο μπολμπολτζής αποκλείεται να είναι τσιγγούνης και σφιχτοχέρης. Συνηθέστερα, όλο αυτό πάει πακέτο με το χουβαρνταλίκι. Και με τι καρδιά θα πεις κακιά κουβέντα για χουβαρντά άνθρωπο;

Ετυμ. > τουρκ. bol: πολύς, άφθονος (απ' όπου και το μπόλικος, βέβαια). Εις διπλούν, bol bol, είναι έκφραση που σημαίνει ακριβώς «μεγάλη αφθονία».

  1. - Ωραία τα σταφυλάκια, ε, γιαβρί μου; Πάρε, μπρε, μερικά μαζί σου, να 'χεις να τρατάρεις κανέναν άνθρωπο! Να σε γιομίσω μια σακουλίτσα, ε;
    - Άσε με, ρε μάνα, που θα φορτώνομαι σταφύλια κυριακάτικο!
    - Και τι να τα κάνω εγώ, πουλάκι μου; Είναι πολλά και θα χαλάσουνε, αμαρτία είναι! Αλλά ο πατέρας σου φταίει, που είναι μπολμπολτζής. Εγώ τον είπα να πάρει κάνα σταφυλάκι να βρίσκεται, που το τράβηξε η καρδιά μου, κι αυτός πήγε και μ' αγόρασε ολόκληρη κούφα! Να μη σε βάλω πεντέξι τσαμπιά;

  2. - Λοιπόν, για ορεκτικά λέω να πάρουμε τυροκροκέτες, τσιροσαλάτα, κολοκυθάκια και μελιτζάνες τηγανητές, τζατζικάκι, κολοκυθοκεφτέδες, σαρδελίτσες, τυροκαυτερή, μελιτζανοσαλάτα, ρώσικη, κιοφτεδάκια, γαρίδες κοκτέιλ, σαγανάκι, φέτα, τηγανιά, μπεκρή-μεζέ, μύδια και τρεις-τέσσερις μερίδες πατάτες. Και ουζάκι, βέβαια. Τώρα, για κύριο πιάτο...
    - Ώπα, ρε Ανανία! Τρία άτομα είμαστε, ποιος θα τα φάει όλα αυτά; Μα τι μπολμπολτζής που είσαι, βρε αδερφέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Μικρός πάσσαλος (παλουκάκι) που καρφώνεται στο χώμα και δένονται σ' αυτόν τα σκοινιά των ζώων. Υπάρχουν τα ξυλότζενα (φτιαγμένα από ξύλο) και τα σιντερότζενα / σιδερότζενα (φτιαγμένα από σίδερο).

Εξού τα:

  • τζενώνω/τζενιώνω (καρφώνω στη γη το τζένιο, στο οποίο είναι ήδη δεμένο το σκοινί κάποιου ζώου που μεταφορικά σημαίνει και σκλαβώνω),
  • ξετζενώνω (βγάζω απ’ τη γη το τζένιο - ελευθερώνω) και
  • το τζένωμα (το μπήξιμο, το χώσιμο, το κάρφωμα του τζενιού).

    Όλ’ αυτά λέγονται στην Κρήτη. Αλλού χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το παλούκι.

2. Επίσης, σημαίνει εργαλείο, εξάρτημα (μ’ αυτήν την έννοια το διασώζει ο Πετρόπουλος). Ειδικά: ξύλινο πασαλάκι που καρφώνεται στη διάστρα υποβοηθώντας τη διάστρουσα.

Εξού:

3. Ο πούτσος και

4. (στον πληθυντικό) τα τζένια (ντζένια -Καρπαθιώτικο) που σημαίνουν

  • τ’ αχαμνά,
  • τις γυναικείες ιδιοτροπίες.

    5. Κυριολεκτικά σημαίνει το άτομο με μεγάλη διάνοια, τη μεγαλοφυΐα, τον ταλαντούχο, που το μυαλό του γεννά συνέχεια κι οι ιδέες του είναι πρωτότυπες, αυτόν που είναι σπίρτο/τσακμακόπετρα/γάτα/Αϊνστάιν.

Συχνότερα ακούγεται ειρωνικά. Σημαίνει αυτόν που

  • είναι μπάζο, αλλά θεωρείται ή (και) το παίζει τζένιο
  • οι μηχανισμοί των ΜΜΕ τον σερβίρουν σαν τζένιο –οπότε έχει κι ανάλογο υφάκι.

    (Από το λατινικό genius -δαιμόνιο σε ρόλο φύλακα αγγέλου- από όπου προέρχονται: το τζίνι -ίσως και του παραμυθιού-, το τζίνιους -από το αγγλικό genius- που έχουν την ίδια έννοια κι αναφέρονται κι αλλού στο σάη).

  1. Τη σκέψη μου μια 'ργατινή / στο τζένιο δα τη δέσω / να δω χωρίς τσι έγνοιες σου / ανέ μπορώ να θέσω (Κρητική μαντινάδα από μπλογκ)

1α - 3. «Το εργαλείο (1ο μήδι) αφιερώνεται εξαιρετικά σε όλους τους πολιτικούς μας που εναγωνίως ψάχνουν τρόπους να μας «τζενιώσουν» ενόψει των … εκλογών. …θα έλεγα να μας αφήσουν πλέον ήσυχους και να το βάλλουν εκεί που ξέρουν….» (από μπλογκ)

  1. «…Αδύνατα τα τζένια του, λίγες οι κουμπάνιες, μα δεν πειράζει, πολύ του το κουράγιο. Το περιλάβαν οι φουρτούνες και οι άνεμοι. Φυτίλια τα πανιά, κομμάτια το τιμόνι». (από διήγημα του Βασίλη Λούλη)

  2. «Πάντως το τζένιο του αρχίζει και πονάει. Άκου μείωση μισθών και συντάξεων». (από μπλογκ)

4α. – Ρε μαλάκα, φόρα κανά σπασουάρ. Κάθε που σουτάρεις φαίνονται τα ντζένια σ’.
– Άσ' τα ν’ αερίζονται. Κλεμμένα τα ‘χω;

4β. «Η πολιτική τον καύχον της, αν νιώση και αγαπάτην, / και ρέγεται και θέλει την, συχνοχαροκοπά την, / ευρίσκει την και κάθεται σαν κακοκαρδισμένη, / και κάμνει και τα τζένια της σαν είναι μαθημένη» (από ποιητή του 15ου αι.).

  1. «Η Φ..η αφού μας βρήκε γιατρούς και νοσοκομεία τώρα θα ξεχαρβαλώσει και τα σχολεία μαζί με το άλλο τζένιο, τη Δ..λου (εδώ το καλό ΙΒ!!!).» (από μπλογκ χωρίς ολόκληρα τα ονόματα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά για να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε να σας ενημερώσω ότι:

Τα γκόρτσα είναι τα φρούτα του δένδρου Αγκορτσιά (ή αλλιώς Γκορτσιά). Η Αγκορτσιά είναι ένα είδος αγριαχλαδιάς. Κατά βάση λοιπόν τα γκόρτσα είναι κάτι σαν αχλάδια ένα πράγμα.

Πάμε τώρα στον καθεαυτό ορισμό. Ορισμούς μάλλον, γιατί η έκφραση είναι πολυσήμαντη.

  1. Η φράση μου τίναξες τα γκόρτσα σημαίνει με κούρασες πάρα πολύ, με ξεθέωσες, με ξεπάτωσες, με ξεκώλωσες, με ξέκανες, με ξέσκισες, με ξεμούνιασες, μου έδωσες το μουνί στο χέρι, με πέθανες, με εξουθένωσες, με έφτασες στα όρια της φυσικής μου αντοχής. Όλα αυτά, το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί.

  2. Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει η δεύτερη σημασία της έκφρασης. Ένας άντρας μπορεί να χρησιμοποιήσει την έκφραση αυτή για να παινέψει τον εαυτό του σχετικά με την μεγάλη του αντοχή κατά τη διάρκεια του σεξ, καθώς και για την ποσότητα και την ποιότητα των οργασμών, της ευχαρίστησης και της ηδονής που μπορεί να προσφέρει στη σύντροφό του.

  3. Τέλος το τινάζω τα γκόρτσα σημαίνει δέρνω, πλακώνω στο ξύλο, αρχίζω στα μπουνίδια, με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι θα είμαι ο αδιαμφισβήτητος νικητής του όλου διαπληκτισμού. Γενικεύοντας, σημαίνει ότι υπερνικώ με διαφορά τους αντιπάλους μου, ότι επιβάλλομαι δυναμικά, ότι είμαι ο καλύτερος με διαφορά.

Ετυμολογικά θα πρέπει να υποθέσω ότι το τίναγμα της Αγκορτσιάς για να μαζέψουμε τα φρούτα της θα πρέπει να είναι πάρα πολύ σκληρή και κουραστική εργασία. Γιαυτό και η έκφραση έμεινε υποδηλωτική μιας τέτοιας κατάστασης.

  1. - Σήμερα στο γραφείο έπεσε πολύ δουλειά. Μας τίναξαν τα γκόρτσα!!!!

  2. Νάρα: - Τάκηηηηη, θέλω κι άλλο... Τάκης: - Πας καλά μωρή; Μου τίναξες τα γκόρτσα και θες κι άλλο; Την πέφτω για ύπνο, κάνε παρτούζα μόνη σου... (Όπως είχε πει και ο Παπακωνσταντίνου: δεν πάει άλλο, μ' έχεις ξεκάνει κι από πάνω θέλεις κι άλλο!)

  3. Τάκης: - Νάρα, πάμε μωρό μου στο κρεβάτι να πηδηχτούμε, να σου τινάξω τα γκόρτσα!!!
    Νάρα: - Αχχχχχ Τάκη μου, τέτοια μου κάνεις και με τρελαίνεις!!!!!

  4. Τάκης: - Άσε ρε Μάκη χτες πλακώθηκα με τον πούστη τον Λάκη!!!!
    Μάκης: - Και, τι έγινε, ποιος τις έφαγε;
    Τάκης: - Του τίναξα τα γκόρτσα. Ένα με το δάπεδο τον έκανα. Αλοιφή τον έκανα σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να μην μπερδεύεται με το λήμμα κουράδας.

  1. Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Το κινούμενο βουνό από κρέας. Χρησιμοποιείται κυρίως όταν αναφερόμαστε σε άνδρα. Ο τύπος κουραδού, για μια γυναίκα, είναι σαφώς σπανιότερος, αλλά και πολύ περισσότερο υποτιμητικός-προσβλητικός.

Εννοιολογικά αναλύεται ως εξής: ο χοντρός άνθρωπος τρώει πολύ. Αυτός που τρώει πολύ, χέζει πολύ. Άρα, κάνει πολλές κουράδες. Επομένως, κουραδάς ίσον χοντρός.

  1. Ο αργοκίνητος, ο δυσκίνητος άνθρωπος. Κατά πάσα πιθανότητα είναι και γεματούλης έως και χοντρός, αλλά δεν είναι απαραίτητο.

Εννοιολογικά μπορούμε να πούμε ότι εκ των πραγμάτων ο υπέρβαρος είναι πιο δυσκίνητος σε σχέση με τον μέσο άνθρωπο. Από την φυσική γνωρίζουμε ότι μεγαλύτερη μάζα σημαίνει μεγαλύτερη αδράνεια. Με τον όρο Αδράνεια, στη Φυσική, ονομάζεται η χαρακτηριστική ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται στην οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης.

  1. Από τον δεύτερο ορισμό του κουραδά προκύπτει και μια καινούρια σημασία της λέξης κουράδα.
  1. Τάκης: - Αμάν ρε φίλε τι κουραδάς είναι αυτός πάνω στο μηχανάκι;
    Μάκης: - Δεν λες τίποτα φίλε, του έχει στραβώσει τα ζαντολάστιχα!!!!
    Τάκης: - Την τερματίζει τη ζυγαριά άγρια!!!!
    Μάκης: - Μωρέ της πετάει τα μάτια έξω!!!!

  2. - Μωρή κουραδού κάνε στην άκρη, μου κρύβεις τον ήλιο και κρυώνω!!!!

  3. - Άντε ρε κουραδά, πάρε τα πόδια σου, νυχτώσαμε!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχετικά ογκώδες, δυσκίνητο και/ή αργοκίνητο όχημα ή γενικότερα πράγμα.

Ετυμολογικά προκύπτει από τον ορισμό του κουραδά.

  1. - Κοίτα το λεωφορείο, πήγε να πάρει την στροφή και βρήκε τοίχο.
    - Λογικό είναι, πού πάει ο τυπάς με αυτή την κουράδα μέσα σε τέτοια στενά δρομάκια...

  2. Τάκης: - Μάκη, τι σύνδεση ίντερνετ έχεις;
    Μάκης: - ADSL, 1Mbps.
    Τάκης: - Πώς την παλεύεις με αυτήν την κουράδα; Θα κάνεις 5 μέρες να κατεβάσεις μια ταινία!!!!
    Μάκης: - Μερικές φορές δεν την παλεύω κάστανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανοιχτή πίτα με άγρια χόρτα και φέτα που παρασκευάζεται στην περιοχή της Ηπείρου. Λέγεται και μπλατσαριά και προέρχεται από την τοπική λέξη μπλετς που θα πει γυμνός, ασκεπής.

Πήγα στη γιαγιά μου και μου έφτιαξε μια μπατσαριά άλλο πράμα!

(από vikar, 08/11/10)Ironick, αφιερωμένο εξαιρετικά (από poniroskylo, 08/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαίμαργος, ο φαταούλας στην αργκό των Ιωαννίνων. Απαντάται συνήθως ως π'στόβλιακο.

- Πού είναι ρε η μπατσαριά;
- Την έφαγα.
- Ρε πουστόβλιακο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζωηρός, αυτός που κάνει ζημιές, αταξίες. Χαρακτηρισμός κυρίως για μικρά παιδιά. Ίσως το δεύτερο συνθετικό, αν πούμε ότι είναι σύνθετη λέξη, αναφέρεται στην ταραχή που προκαλεί ο χαρακτηριζόμενος.

- Αργυρώ, πού είναι το παιδί;
- Στο δωμάτιό του, διαβάζει σίγουρα.
- Μου αρέσει η σιγουριά σου... αυτός ο τζουχατάραχας πάλι καμιά διαολιά κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός της Λέσβου που εκφράζει τον πολύ μεθυσμένο άνθρωπο. Συνώνυμο του κομμάτια. Από το τούρκικο davul που σημαίνει τύμπανο. Συνήθως το λάμδα και το γιώτα συγχωνεύονται στο τέλος, λόγω της Μυτιληναϊκής διαλέκτου.

Η γιανεπρόκουπους η γιάντρας 'ημ χθες γύρισι τα ξημηρώματα κι ήταν νταβούλ'. Θα' πινε παλ' ούζα μι τσ' φίλοι τ'...
(Ο ανεπρόκοπος ο άντρας μου χθες γύρισε πάλι τα ξημερώματα κι ήταν νταβούλι. Θα έπινε πάλι ούζα με τους φίλους του)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified