Further tags

Στα βορειοελλαδίτικα, ο Αθηναίος. Προέρχεται από το χάμω δηλαδή κάτω.

-Μεθαύριο θα κατέβω Αθήνα.
-Πού μωρέ, στους χαμουτζήδες;

οι πινέζες όμως παραμένουν οι ίδιες... (από BuBis, 28/09/09)δεν υπάρχουν! (από BuBis, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που μας είναι συμπαθής χωρίς να μας τρελαίνει κιόλας... Ελαφρώς υποβιβαστικός χαρακτηρισμός.

- Αυτός που καθόταν πιο πριν εδώ, καλό ατομάκι μου φάνηκε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα γαλλικά ο «πατόφλωρος». Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να αναφερθούμε με ευγενικό τρόπο στον φλώρο της γειτονιάς.

-Ήρθε ο ξάδερφος μου ο Γιωργάκης χθές, τι παιδί είναι αυτό; Σκέτος πατ ντε φλερ, σου λέω. Γκόμενα δεν ξέρει τι είναι, στα βιβλία το μυαλό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυχάρπαστος. Ο ένας και ο άλλος. Αδιάφορο ποιος είναι αυτός. Συνήθως φανερώνει ενόχληση ενώ συχνά αν δοθεί έμφαση στο δείξε χαρακτηρίζει κοσμική συγκέντρωση (ημι)celebrities.

  1. - Πώς πήγε η μέρα Μάκη μου;
    - Χάλια γυναίκα... Με τα 'πρηξαν σήμερα. Η μάνα μου, η μάνα σου, ο Αντώνης, η Ριτσα, ο πήξε, ο δείξε... Άλλη δουλειά δεν είχαν να κάνουν;

  2. - Καλό το πάρτυ που πήγες χτες, Μικέ;
    - Α Νώντα μου, σούπερ... Όλος ο καλός ο κόσμος ήταν εκεί... Ο Κωστας Σόμερ, ο Ερρίκος Πετιλόν, η Βάνα Μπάρμπα, ο πήξε, ο δείξε... όλοι εκεί σου λέω... έχασες που δεν ήρθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να καλέσουμε κάποιον, όπως λέμε φίλε, πατριώτη, μάγκα, ψηλέ κλπ.

Πιθανότατα διαδόθηκε όταν η Αννίτα Πάνια αποκαλούσε αρχηγέ (και αρχηγόπουλο) τα ψώνια που ερχόταν στην εκπομπή της.

Επίσης υπάρχει η πιθανότητα η ίδια να το έχει πάρει από τη Φωλιά του Κούκου, όπου ο Τζακ Νίκολσον αποκαλούσε «Αρχηγό» έναν μουγκό Ινδιάνο στο ψυχιατρείο.

Ρε αρχηγέ, έχεις κάνα τσιγάρο;

Σχετικά: γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε, ψηλός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποείδος ανθρώπου, αρσενικού γένους, που έχει την συνήθεια να κρατάει παρέα και να μεταφέρει από και προς το σπίτι, μπαρ, σινεμά κτλ, γκόμενες άλλων ή γκόμενες σκέτο, με μόνο σκοπό την δική τους ευχαρίστηση και την φιλία.

- Έλα ρε, κανόνισα απόψε να μπούμε στο γήπεδο τσάμπα, πάρε και τον Μήτσο να έρθει.
- Μπα άσ' το. Άφησε ο Λάκης την δικιά του για να τα πιει με φίλους και ο Μήτσος θα κάνει τον μουνοφύλακα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που πεινάει πάρα πολύ.

Χρησιμοποιείται και μεταφορικά.

- Μου 'ρχεται να καταβροχθίσω ό,τι βρίσκεται μπροστά μου!
- Ω ρε πειναλέουρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο cool, αυτός που είναι άνετος, χαλαρός.

Πω, ρε φίλε είσαι πολύ κουλ με αυτό το γυαλί... Θα πέσουν οι γκόμενες σαν φύλλα.

(από Khan, 29/04/14)

Σχετικά: αού, κούλαρε, κουλαριστά, κουλέζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νυστάζει πολύ.

-Νιώθω νυσταλέουρας...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Περιοχή στην Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη.

  2. Αναφέρεται όταν κάποιος είναι ντυμένος κυριλέ, σένια, αλλά με γύφτικο τρόπο. Βασικά, η λέξη είναι slang της δεκαετίας του '70 κυρίως (κάτι σαν τον κάγκουρα των seventies).

...ήμασταν έξω απ'τη disco κι έσκασε ένα τσινάρι. Καλά, πού πήγαινε να μπει έτσι στο μαγαζί;

...κι έρχεται ένα τσινάρι κοστουμάτο, τσοσμπά* πρέπει να 'τανε.... (Ζόρζ Πιλαλί)

  • τσοσμπά = μπάτσος στα ποδανά

Καφέ-ουζερί "Τσινάρι" στο Τσινάρι (από poniroskylo, 19/11/10)Η ταμπέλα του παραπλεύρως (από poniroskylo, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified