Στα βορειοελλαδίτικα, ο Αθηναίος. Προέρχεται από το χάμω δηλαδή κάτω.
-Μεθαύριο θα κατέβω Αθήνα.
-Πού μωρέ, στους χαμουτζήδες;
Στα βορειοελλαδίτικα, ο Αθηναίος. Προέρχεται από το χάμω δηλαδή κάτω.
-Μεθαύριο θα κατέβω Αθήνα.
-Πού μωρέ, στους χαμουτζήδες;
Got a better definition? Add it!
Κάποιος που μας είναι συμπαθής χωρίς να μας τρελαίνει κιόλας... Ελαφρώς υποβιβαστικός χαρακτηρισμός.
- Αυτός που καθόταν πιο πριν εδώ, καλό ατομάκι μου φάνηκε...
Got a better definition? Add it!
Στα γαλλικά ο «πατόφλωρος». Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να αναφερθούμε με ευγενικό τρόπο στον φλώρο της γειτονιάς.
-Ήρθε ο ξάδερφος μου ο Γιωργάκης χθές, τι παιδί είναι αυτό; Σκέτος πατ ντε φλερ, σου λέω. Γκόμενα δεν ξέρει τι είναι, στα βιβλία το μυαλό του.
Got a better definition? Add it!
Ο τυχάρπαστος. Ο ένας και ο άλλος. Αδιάφορο ποιος είναι αυτός. Συνήθως φανερώνει ενόχληση ενώ συχνά αν δοθεί έμφαση στο δείξε χαρακτηρίζει κοσμική συγκέντρωση (ημι)celebrities.
- Πώς πήγε η μέρα Μάκη μου;
- Χάλια γυναίκα... Με τα 'πρηξαν σήμερα. Η μάνα μου, η μάνα σου, ο Αντώνης, η Ριτσα, ο πήξε, ο δείξε... Άλλη δουλειά δεν είχαν να κάνουν;
- Καλό το πάρτυ που πήγες χτες, Μικέ;
- Α Νώντα μου, σούπερ... Όλος ο καλός ο κόσμος ήταν εκεί... Ο Κωστας Σόμερ, ο Ερρίκος Πετιλόν, η Βάνα Μπάρμπα, ο πήξε, ο δείξε... όλοι εκεί σου λέω... έχασες που δεν ήρθες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λέμε για να καλέσουμε κάποιον, όπως λέμε φίλε, πατριώτη, μάγκα, ψηλέ κλπ.
Πιθανότατα διαδόθηκε όταν η Αννίτα Πάνια αποκαλούσε αρχηγέ (και αρχηγόπουλο) τα ψώνια που ερχόταν στην εκπομπή της.
Επίσης υπάρχει η πιθανότητα η ίδια να το έχει πάρει από τη Φωλιά του Κούκου, όπου ο Τζακ Νίκολσον αποκαλούσε «Αρχηγό» έναν μουγκό Ινδιάνο στο ψυχιατρείο.
Ρε αρχηγέ, έχεις κάνα τσιγάρο;
Σχετικά: γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε, ψηλός
Got a better definition? Add it!
Υποείδος ανθρώπου, αρσενικού γένους, που έχει την συνήθεια να κρατάει παρέα και να μεταφέρει από και προς το σπίτι, μπαρ, σινεμά κτλ, γκόμενες άλλων ή γκόμενες σκέτο, με μόνο σκοπό την δική τους ευχαρίστηση και την φιλία.
- Έλα ρε, κανόνισα απόψε να μπούμε στο γήπεδο τσάμπα, πάρε και τον Μήτσο να έρθει.
- Μπα άσ' το. Άφησε ο Λάκης την δικιά του για να τα πιει με φίλους και ο Μήτσος θα κάνει τον μουνοφύλακα.
Βλ. και μουνοβοσκός, γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός, bye sexual.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που πεινάει πάρα πολύ.
Χρησιμοποιείται και μεταφορικά.
- Μου 'ρχεται να καταβροχθίσω ό,τι βρίσκεται μπροστά μου!
- Ω ρε πειναλέουρας!
Got a better definition? Add it!
Ο cool, αυτός που είναι άνετος, χαλαρός.
Πω, ρε φίλε είσαι πολύ κουλ με αυτό το γυαλί... Θα πέσουν οι γκόμενες σαν φύλλα.
Σχετικά: αού, κούλαρε, κουλαριστά, κουλέζικα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που νυστάζει πολύ.
-Νιώθω νυσταλέουρας...
Got a better definition? Add it!
Περιοχή στην Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη.
Αναφέρεται όταν κάποιος είναι ντυμένος κυριλέ, σένια, αλλά με γύφτικο τρόπο. Βασικά, η λέξη είναι slang της δεκαετίας του '70 κυρίως (κάτι σαν τον κάγκουρα των seventies).
...ήμασταν έξω απ'τη disco κι έσκασε ένα τσινάρι. Καλά, πού πήγαινε να μπει έτσι στο μαγαζί;
...κι έρχεται ένα τσινάρι κοστουμάτο, τσοσμπά* πρέπει να 'τανε.... (Ζόρζ Πιλαλί)
Got a better definition? Add it!