Further tags

Στρατοαπασχολούμενη χαμηλοαμοιβόμενη φυλή ανθρώπων με αμφίβολο παρόν και μέλλον. Σκοπός της φυλής είναι μια μεγάλη μέρα κάποιος εκπρόσωπός της (ο μεσσίας σύμφωνα με τα χαλκινα βιβλία) να καταφέρει να πάρει ένα LADA (το άγιο δισκοπότηρο) από μια μάντρα ή έναν γκρεμό να το φτιάξει και να το κάνει όσο πιο άσχημο και θορυβώδες γίνεται (που είναι το εύκολο κομμάτι), αλλά και να μπορεί να βάλει κάτω για πλάκα οποιαδήποτε Ferrari, Lamborghini ή ότι άλλο χρειαστεί (που είναι το δύσκολο κομμάτι). Σημειώνεται ότι εργαστηριακές έρευνες έδειξαν ότι δεν θα τα καταφέρει ποτέ κανείς, οπότε μοιραία ολόκληρη η φυλή είναι καταδικασμένη να αυτοκαταστραφεί.

-Πού χάθηκες ρε καραβανά;
-Πήγα Παρίςςςς που με είπαν για ένα καλό Lada σ' έναν γκρεμό, αλλά δε μ΄άρεσε.

Βλ. και καραβανάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος αεριτζή, τρακαδόρου, που κυκλοφορεί με ακάλυπτες επιταγές.

Ο ακάλυπτος ήταν χαρακτήρας κωμικής σειράς που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Α. Καφετζόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράξενο τυπάκι με ιδιόμορφο στυλ και άποψη. Συνήθως ολίγον άνιωθος και παράλληλα αστείος. Σε παραλλαγή: μπαουτσάκι.

- ...και εκεί που περίμενα έξω από το γραφείο του καθηγητή, σκάει ένα μπαουτσάκι και ρωτάει: «Γεια! Άκουσα ότι δίνουμε ΣΑΕ την Κυριακή στις 7 το πρωί. Αληθεύει;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει ψέμματα με σκοπό να εντυπωσιάσει τον συνομιλητή του.

-Βγήκαμε χτες με τον Γιάννη για ποτό. -Καλά περάσατε; -Ωραία ήταν, αλλα πολύ παραμυθάς αυτός ο Γιάννης βρε παιδί μου. Προσπαθούσε να με κάνει να πιστέψω οτι κάθε βδομάδα έχει και διαφορετική κοπέλα επειδή αγόρασε καινούργιο αμάξι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άκακος άνθρωπος, αυτός που δε μπορεί να προξενήσει κακό σε κάποιον άλλο.

-Πώς ανέχεται και του μιλάει έτσι η γυναίκα του; Εγώ θα την είχα πλακώσει στα χαστούκια και μετά θα την χώριζα! -Δεν τον ξέρεις τώρα τον Γιάννη; Αρνάκι ήταν ανέκαθεν, πού να τολμήσει να μιλήσει άσχημα η να σηκώσει το χέρι του;

Got a better definition? Add it!

Published

Έχω την εντύπωση ότι το Ε αντιστοιχεί στη λέξη επικίνδυνος, τουτέστιν ΕΛΠΑ = Επικίνδυνος Λόγω Παρατεταμένης Αγαμίας.

- Ωραίο γκομενάκι η Μαιρούλα....
- Τρελάθηκες; Αυτή είναι ΕΛΠΑ, άμα σε βάλει κάτω κάηκες!

(από Hank, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Στρίγγλα και κακιασμένη γυναίκα, της οποίας οι παραξενιές οφείλονται σε άγαρμπες παλιές σχέσεις.

- Μας έχει τρελάνει στο καψόνι αυτή η Καριολίδου στη δουλειά.
- Κακογαμημένη είναι και ξεσπάει στ' αγοράκια η μαλάκω, αγνόησέ την.

βλ. και στραβογαμημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καρντάσης» και «καρντασάκι»:αδελφός, αδελφάκι απ' το τούρκικο kardash.

Χρησιμοποιείται στη Μακεδονία μεταξύ φίλων.

- Ρε καρντασάκι, πότε θα βρεθούμε για κάνα καφέ;
- Χαλαρά δικέ μου, όποτε θες μέσα.

Δες και θεσσαλονικιώτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακός τεχνίτης.

Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτικός, συνήθως περιπλανώμενος ιατρός (τις παλαιότερες εποχές), ο σκιτζής ιατρός.

Παλιός, κλασσικός όρος, που δεν πρέπει να λείπει από το λεξικό αυτό.

- Δεν φταίει κανείς άλλος, φταις εσύ, που πίστεψες αυτόν τον κομπογαννίτη, ότι με την λοσιόν που σου πούλησε θα έβγαζες μαλλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified