Ο skinhead, ο Χρυσαυγίτης.
Πάλι έγινε χαμός στα Εξάρχεια. Κάνανε διαδήλωση οι ανάρχες και τους την έπεσαν οι σκινάδες.
Ο skinhead, ο Χρυσαυγίτης.
Πάλι έγινε χαμός στα Εξάρχεια. Κάνανε διαδήλωση οι ανάρχες και τους την έπεσαν οι σκινάδες.
Χρυσαυγίτικα: αυγά, εγέρθουτου, κασιδιάζω, σκινάς, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλο, χρησοί αβγύ.
Got a better definition? Add it!
Η κοπελιά που αξίζει για π...τσο και συνήθως το αποδεικνύει έμπρακτα τακτικά.
- Μα είναι δυνατόν, τόσους μήνες η ΧΧΧΧ να είναι μόνη της;
- Άσε ρε φιλάρα, χάλασε ο κόσμος.
- Και ξέρεις ε, αυτή έχει υπάρξει στο παρελθόν τρανή κρεβατογεμίστρα!
- Το φωνάζει ρε. Έχει κυβικά η γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Τύπος κάτοικου Κρήτης, ο οποίος φοράει συνήθως μαύρα ρούχα, οδηγεί 4x4 αγροτικό διπλοκάμπινο με μαύρα φιμέ τζάμια και συνήθως οπλοφορεί. Aρέσκεται στο να τρομοκρατεί τους γείτονές του παρκάροντας όπου του καπνίσει, σταματώντας το 4x4 στη μέση του δρόμου για να μιλήσει αδιαφορώντας για τους πίσω, βάζοντας μουσική όλες τις ώρες στη διαπασών, επιδιώκοντας να εμπλέκεται σε συμπλοκές -κυρίως με πιο αδύναμούς του και γυναίκες- και να κάνει επίδειξη ανδρισμού σε κάθε ευκαιρία. Έχει έντονα αρνητική και προσβλητική σημασία και απευθύνεται από άλλους Κρητικούς προς αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.
Συνώνυμα: πετσί, λουρί, λούρος, πετσόλουρο. Θηλυκό: πετσογκόμενα, πετσού, μηζύθρα.
- Σ' αυτό το μαγαζί δεν πάει ο κόσμος γιατί είναι γεμάτο πέτσακες και γίνονται παρεξηγήσεις και κάνουν φασαρίες συνέχεια!
Got a better definition? Add it!
Οι νεοσύλλεκτοι και οι πρωτοετείς στην Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων, από την πράσινη φόρμα αγγαρείας.
(συμμαθητής προς πρωτοετή:)
- 'Ελα εδώ, αγγούρι!
Got a better definition? Add it!
Η χαζή μαζορέτα.
- Ο αγώνας δεν έλεγε τίποτα...
- Ναι, ειδικά οι χαζορέτες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το σούργελο που προσκυνά.
- Πολύ σουργελέισον είναι αυτός σήμερα.
- Σίγουρα.
Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χλιδάτη γκόμενα με έντονα προκλητική εμφάνιση και συμπεριφορά.
- Πήγα σ΄ενα μαγαζί στην Κηφησιά κι έπηξε το μάτι μου στα χλιδότσουλα!
Χλιδοκαταχωρίσεις: χλιδαίος, χλιδάμπουρας, χλιδάνεργος, χλιδάντερος, χλιδάφραγκος, χλιδοπαπάτζα, χλιδότσουλο.
Got a better definition? Add it!
Ο μαστούρης ή μεθύστακας. Μεταφορικά, αυτός που λέει ή κάνει παλαβομάρες, ή που είναι εθισμένος με κάτι.
Ρε καμένε πάλι στον υπολογιστή είσαι; Βγες λίγο!
- «Ροζ δελφίνια πετάνε στο έδαφος της αμφιβολίας».
- Τι λέει πάλι ο καμένος;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που αφοδεύει γρήγορα.
Απαντάται και ως γρηγοροκατρουλής.
Συνώνυμο: γρηγοροκατούρητος
Αντίθετο (με την έννοια αυτού που δεν πάει συχνά στην τουαλέτα, ή που δεν έχει πάει ακόμα, ιδίως στην Κρήτη απαντάται): ακατούρητος.
-Καλά ήρθες κιόλας από την τουαλέτα;
-Ναι, είμαι γρηγοροκατουρλής!
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.
-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...
Got a better definition? Add it!