Further tags

Ο skinhead, ο Χρυσαυγίτης.

Πάλι έγινε χαμός στα Εξάρχεια. Κάνανε διαδήλωση οι ανάρχες και τους την έπεσαν οι σκινάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπελιά που αξίζει για π...τσο και συνήθως το αποδεικνύει έμπρακτα τακτικά.

- Μα είναι δυνατόν, τόσους μήνες η ΧΧΧΧ να είναι μόνη της;
- Άσε ρε φιλάρα, χάλασε ο κόσμος. - Και ξέρεις ε, αυτή έχει υπάρξει στο παρελθόν τρανή κρεβατογεμίστρα!
- Το φωνάζει ρε. Έχει κυβικά η γκόμενα.

Ζορμπάς: Όταν μια γυναίκα κοιμάται μόνη της, ντροπιάζει όλο το αντρικό φύλο (παράδειγμα, α γραμμή) (από GATZMAN, 22/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος κάτοικου Κρήτης, ο οποίος φοράει συνήθως μαύρα ρούχα, οδηγεί 4x4 αγροτικό διπλοκάμπινο με μαύρα φιμέ τζάμια και συνήθως οπλοφορεί. Aρέσκεται στο να τρομοκρατεί τους γείτονές του παρκάροντας όπου του καπνίσει, σταματώντας το 4x4 στη μέση του δρόμου για να μιλήσει αδιαφορώντας για τους πίσω, βάζοντας μουσική όλες τις ώρες στη διαπασών, επιδιώκοντας να εμπλέκεται σε συμπλοκές -κυρίως με πιο αδύναμούς του και γυναίκες- και να κάνει επίδειξη ανδρισμού σε κάθε ευκαιρία. Έχει έντονα αρνητική και προσβλητική σημασία και απευθύνεται από άλλους Κρητικούς προς αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου.
Συνώνυμα: πετσί, λουρί, λούρος, πετσόλουρο. Θηλυκό: πετσογκόμενα, πετσού, μηζύθρα.

- Σ' αυτό το μαγαζί δεν πάει ο κόσμος γιατί είναι γεμάτο πέτσακες και γίνονται παρεξηγήσεις και κάνουν φασαρίες συνέχεια!

(από Khan, 10/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι νεοσύλλεκτοι και οι πρωτοετείς στην Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων, από την πράσινη φόρμα αγγαρείας.

(συμμαθητής προς πρωτοετή:)
- 'Ελα εδώ, αγγούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαζή μαζορέτα.

- Ο αγώνας δεν έλεγε τίποτα...
- Ναι, ειδικά οι χαζορέτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σούργελο που προσκυνά.

- Πολύ σουργελέισον είναι αυτός σήμερα.
- Σίγουρα.

Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλιδάτη γκόμενα με έντονα προκλητική εμφάνιση και συμπεριφορά.

- Πήγα σ΄ενα μαγαζί στην Κηφησιά κι έπηξε το μάτι μου στα χλιδότσουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστούρης ή μεθύστακας. Μεταφορικά, αυτός που λέει ή κάνει παλαβομάρες, ή που είναι εθισμένος με κάτι.

  1. Ρε καμένε πάλι στον υπολογιστή είσαι; Βγες λίγο!

  2. - «Ροζ δελφίνια πετάνε στο έδαφος της αμφιβολίας».
    - Τι λέει πάλι ο καμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αφοδεύει γρήγορα.

Απαντάται και ως γρηγοροκατρουλής.

Συνώνυμο: γρηγοροκατούρητος
Αντίθετο (με την έννοια αυτού που δεν πάει συχνά στην τουαλέτα, ή που δεν έχει πάει ακόμα, ιδίως στην Κρήτη απαντάται): ακατούρητος.

-Καλά ήρθες κιόλας από την τουαλέτα;
-Ναι, είμαι γρηγοροκατουρλής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified