Ο ηλικιωμένος που γουστάρει σεξ.
Μαγκουρογαμόσαυρος ο αιτωλοακαρνάνας.
Ο ηλικιωμένος που γουστάρει σεξ.
Μαγκουρογαμόσαυρος ο αιτωλοακαρνάνας.
Ενδοτάξεις γαμοσαύρων: καβουρογαμόσαυρος, καγκουρογαμόσαυρος ο φαντασιόπληκτος, καμπουρογαμόσαυρος domesticus, καμπουρογαμόσαυρος pornobichtus, καμπουρογαμόσαυρος ελευθέρας βοσκής, μαγκουρογαμόσαυρος, μπακουρογαμόσαυρος, σαβουρογαμόσαυρος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που ξέρει ή κάνει ότι ξέρει σωστά Ελληνικά.
- Στο «μυστικό», το «μυ-» πώς γράφεται;
- Με ύψιλον.
- Μπαμπινιώτη μου εσύ!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει πιει πολύ. Όσο δεν πάει....
- Χτες πήγα με τα παιδιά απο τη δουλειά σ'ένα ρεμπετάδικο....
- Ήπιατε;
- Ασε ρε, κλασμένος γύρισα σπίτι... Αφού δεν θυμάμαι πώς ανέβηκα, πώς έπεσα στο κρεβάτι, τίποτα σου λεω!
Got a better definition? Add it!
Εξαιρετικά καλός, ικανός σε κάτι, ασυναγώνιστος (δηλώνει θαυμασμό και επιδοκιμασία). Επιτατικά χρησιμοποιείται το ημίθεος, από τη γνωστή φράση του (θεού) Χάρρυ Κλυνν.
Είχαμε πάρει μεταγραφή έναν αφρικάνο σέντερ φόρ μαλάκα, που ούτε η μάνα του τον ήξερε, και αποδείχτηκε θεός. Χάρη σ' αυτόν πήραμε πρωτάθλημα.
Got a better definition? Add it!
Aυτός ή αυτή που κατά συρροή μπλέκει με τα λάθος άτομα.
Πού να σταυρώσω γκόμενο, αφού έχω τον μαλακομαγνήτη! Ο τελευταίος μού' σκασε ξαφνικά το παραμύθι πως ο γκουρού του τού είπε πως η σχέση μας βλάπτει την αύρα του!!
Got a better definition? Add it!
Ψηλός και αδύνατος άνδρας.
- Πού πας ρε μαγκουρίλοοο;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο καραφλός.
Καλώς τον φίλο μου τον ραφλάκα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ψιλομαλάκας.
- Ίσα ρε με τον πίτουρα!
Προφανώς από το μαλακοπίτουρας, αλλά χωρίς το α' συνθετικό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που τα γνωρίζει όλα, ο ξερόλας.
- Μα ποιος είσαι, ο φωτεινός παντογνώστης;
Σχετικά: WWW, ξερόλι, το, ξερολισμός, πανεπιστήμων / -ονας, που ξέρει τα πολλά κι ο νους του κατεβάζει, κινητή εγκυκλοπαίδεια
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο βλαχάκος που ψιλομαγκίζει.
Πάλι ρε μανούρα έκανε ο τσοπανοκαμπόης.
Θα 'θελαν αστοί: αρχοντόβλαχος, βλαχοκυριλέ, βλαχοτρέντι, κλαρινογαμπρός, μπαστουνόβλαχος, τραχανοπλαγιάς, τραχανοπλαγιέρο, τσοπανοκαμπόης, τσοπανοτραβόλτας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified