Further tags

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να χαρακτηρίσει κάποιον γκαφατζή ή αφελώς εφευρετικό στη γκάφα. Χρησιμοποιείται επίσης για να υποδηλώσει τον γραφικό τύπο.

- Καλά ο Τίμος πήγε χτες για τρέξιμο και στραμπούληξε το πόδι του στο ίσιωμα.
- Εγώ το έχω πει. Ο Τίμος είναι πολύ παλικάρι.
- Παλικαράκι από τα λίγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που χαρακτηρίζεται από μία αντίληψη της πραγματικότητας βαθύτατα αποκλίνουσα από αυτή του συνόλου.

Δεν είναι τυχαίο ότι χαρακτηρίζει και τα ΠΑΟΚΙΑ.

- Μιλάμε το άτομο είναι τελείως αμπαλαέα!

(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ άσχημη γυναίκα. Που δε βλέπεται. Η εξαφανίσου να μη σε βλέπω.

- Πω πω τι παιδί είναι αυτό. - Την είδες από μπροστά; Μεγάλη μπετόσαυρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Γυναίκα ηλικίας συνήθως μεταξύ 30 και 40 ετών, προκλητικά ντυμένη, με λίγα κιλά παραπάνω, πρόσωπο μέτριο έως χάλια, συνήθως ανύπαντρη και αγάμητη, αλλά εντούτοις πηδήσιμη μετά από 3-4 ποτάκια και λίγο (σπανιότερα πολύ) καλή καρδιά. Το είδος απαντάται συχνά σε lounge bars και caffe σε ομάδες 3-4 ατόμων (δεινόσαυρων) και ψάχνεται διακριτικά. Σε μια συζήτηση ο δεινόσαυρος έχει συνήθως ευτελή επιχειρήματα ή κάνει copy paste τα επιχειρήματα του "ισχυροτερου" άντρα στην παρέα εκτός αν η συζήτηση αφορά τις γυναίκες. Σύνηθες χρώμα μαλλιών το ξανθό. Διακρίνονται ωστόσο ποικιλίες όπως ο τυραννόσαυρος, ο μονοκερόσαυρος και ο σαβουρογαμόσαυρος.

- Κοίτα έναν δεινόσαυρο δεξιά...
- Αυτό το μπάζο με το μίνι;
- Μια χαρά είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ετυμ. Σύνθετη λέξη από το κώλος + μπάρα (πέος). Αυτός που αρέσκεται στην παραφύση ασέλγεια. Η λέξη χρησιμοποιείται και για τον ενεργητικό ετερόφυλο ή ομοφυλόφιλο λάτρη του πρωκτικού σεξ αλλά και για τον παθητικό ομοφυλόφιλο.

  2. Ετυμ. Σύνθετη λέξη από το κώλος + μπαρ. Σπανιότερα ως κωλομπαράς χαρακτηρίζεται ο θαμώνας του κωλόμπαρου.

  1. - Για πες ρε Γιάννη ποια είναι η αγαπημένη σου στάση.
    - Το πρωκτικό.
    - Α κι εσύ κωλομπαράς είσαι;

  2. Ο Γιάννης όλο comfusio είναι. Σταθερός κωλομπαράς.

(από Vrastaman, 07/07/08)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλόμπα, κολομπαράς

Για τη δεύτερη σημασία, δες και κονσομίστας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια Τούρκικη έκφραση που έχει περιέλθει σε αχρηστία στην Τουρκία αλλά επιζεί στην Ελλάδα, κυρίως σε προσφυγικές οικογένειες.

ουζούν = ψηλός
αντάμ = άνδρας
αχμάκ = χαζός
ολούρ = είναι

Και όλο μαζί: ψηλός και χαζός.

Ταιριάζει κουτί σε κρεμανταλάδες μανταχαλαίους, αδέξιους και αργόστροφους.

- Ρε παιδάκι μου, τι 'ναι αυτός ο Κράουτς της Λίβερπουλ; Πού τον βρήκανε; Δίμετρο σέντερ φορ και μια κεφαλιά να μη μπορεί να πάρει; Όλο αγκώνες βάζει, όλο φάουλ κάνει. Κι από πάσα, μη τα συζητάς...
- Εμ, τι περιμένεις, ουζούν αντάμ αχμάκ ολούρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νήπιο, γένους θηλυκού, που φωνάζει συνεχώς με διαπεραστική φωνή σε στάθμες που ξεπερνούν (κατά μέσο όρο) τα 100db.
Σπάνια, μπορεί να αναφέρεται και σε γυναίκες με τάσεις παλιμπαιδισμού που το θεωρούν χαριτωμένο να φωνάζουν χωρίς λόγο.

- Ρε Μαρία, δεν μαζεύεις λίγο την πιτσιρίχτρα σου που έχει ξεσηκώσει τη γειτονία μεσημεριάτικα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι (έμψυχο ή άψυχο) που μας ανεβάζει το κέφι, τη διάθεση, τη λίμπιντο.

1
- Πολύ ανεβαστικό μωρό η Πόπη δικέ μου.
- Τι ανεβαστικό ρε μαλάκα που μου 'χει γίνει τιράντα μ' αυτά που φοράει.

2
...και περνάμε σε κάτι που μας ζητάτε συνέχεια, κάτι πολύ ανεβαστικό για να ξεκινήσει δυνατά αυτό το Σαββατόβραδο. Paul van Dyk και Let go.

3
- Πού ήσουν ρε μαλάκα τόση ώρα και σε ψάχνω; Και γιατί έχεις αυτό το ηλίθιο χαμόγελο της επιτυχίας; Γάμησες ρε;
- Όχι ρε πεζέ άνθρωπε... Έκανα test drive την Cayman S και φτιάχτηκα χοντρά. Μιλάμε για εντελώς ανεβαστικό εργαλείο.

(από Galadriel, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κραγμένη αδελφή. Δεν τίθεται θέμα μυστικότητας και διακριτικότητας εδώ. Μιλάμε ότι το ξέρει όλος ο ντουνιάς.

- Και βγήκε η ξεφωνημένη η αγριόπουστα στα κανάλια να κράξει εμένα!
ΕΜΕΝΑ! Που εγώ χρυσή μου ούτε προκαλώ, ούτε και είμαι καμιά κραγμένη σαν αυτή τη νταρντάνα την τριχωτή. Αλλά βέβαια, εγώ φταίω που δεν της κοπάνησα καμία με τη δωδεκάποντη στο κεφάλι να δει τον ουρανό σφοντύλι...

Βλέπε και κραγμένη, τελειωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τρολ, τρόλι

Έτσι λέγεται στη διαδικτυακή αργκό ο χρήστης του ίντερνετ με διάφορα απωθημένα, ο οποίος κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας μπαίνει σε forums, chat rooms ή blogs και γράφει άσχετα ή επιθετικά σχόλια με σκοπό να διαταράξει τη συζήτηση.

Ο όρος troll μάλλον προήλθε από την έκφραση trolling for suckers (= ρίχνω δόλωμα για να πιάσω κορόιδα), όπου trolling είναι μια μέθοδος ψαρέματος με πολλαπλά δολώματα από κινούμενο σκάφος. Πέρα από αυτό όμως, troll είναι και ένα κακόβουλο τέρας της σκανδιναβικής μυθολογίας, οπότε ήρθε κι έδεσε.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο; Όλο ξενέρωτα θέματα βάζεις στο blog σου τώρα τελευταία...
- Άσε με ρε, κάθε φορά που βάζω τίποτα «εθνικά ευαίσθητο», μου την πέφτουνε τα τρολ εθνίκια... Βαρέθηκα το ίδιο βιολί όλη την ώρα!

βλ. και τρολιά, τρολάρω, τρολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified