Η χοντρή γυναίκα.
Τι μπομπιστάμνα είναι αυτή η Νίκη αδερφάκι μου. Σε λίγο το σπίτι θα της έρχεται εφαρμοστό.
Η χοντρή γυναίκα.
Τι μπομπιστάμνα είναι αυτή η Νίκη αδερφάκι μου. Σε λίγο το σπίτι θα της έρχεται εφαρμοστό.
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα εκλεπτυσμένων ή, απλά, ακριβών εμφανισιακών γούστων.
Η τυπική κυριλογκόμενα δεν θα διάβαζε Άρλεκιν, αλλά βλέπει «Σεξ εντ δε σίτι». Γουστάρει να ακούει μπουζούκια (πρόκειται λοιπόν και για μπουζουκομούνι) ή τζαζ –αλλά σπάνια κάτι το ενδιάμεσο.
Το ενδυματολογικό της προφίλ συχνά πλησιάζει τα όρια του κιτς, υπερβαίνοντάς τα μόνο κατ' άλλες γκόμενες και ποτέ κατά τους επίδοξους εραστές της –τους οποίους, καθώς συνήθως πρόκειται για τρελό παγόμουνο, πρώτα θα τους φαλιρίσει και μετά, ίσως, τους κάτσει από φιλότιμο ή από πλήξη.
Ανομολόγητο όνειρό της, να ήταν διεθνούς φήμης σταρ και να κατοικούσε σε κάποια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη κατά τα στάνταρ των παραγωγών χόλιγουντ, σε διαμέρισμα που κατά το ήμισυ τουλάχιστο θα αποτελούνταν από δωμάτια-γκαρνταρόμπες, σπα και γυμναστήρια.
Προϊόντος του χρόνου η τυπική κυριλογκόμενα συσσωρεύει φαρμάκι για την ξοδευμένη της ζωή, και άνθρωποι απέναντι στους οποίους είναι ακόμα κάπως ειλικρινής μπορούν να είναι μόνο τα παιδιά της –τουλάχιστον μέχρι και αυτά να ενηλικιωθούν.
Η τυπική κυριλογκόμενα τελικά είναι από τους ανθρώπους που, κατά το κλισέ, ακόμα και αν είναι αρκετά έξυπνοι που να μπορούν να αναπτύξουν εκλεπτυσμένο γούστο, την ικανότητά τους αυτή τη διοχετεύουν αποκλειστικά στο λεγόμενο «φαίνεσθαι».
Προφανώς, μπορεί κανείς ανάλογα να μιλά και για κυριλογκόμενους.
Παράβαλε: λαμέ γκόμενα, βλαχομπούρμπερη, ταγάρι, τρέντουλο
Απ' τη δεξιά πόρτα του Ντάτσουν ξεπροβάλλει ένα άπαιχτο, αλφαδιασμένο, δίμετρο, με γαλανά μάτια, σαρκώδη χείλια, φυσικά μεταξένια μαλλιά, φιδίσιο κορμί, μες στα Ντόνα Κάραν και το χρυσαφικό. Μιλάμε για την ιδανική δόση αθωότητας με υποψία προστυχιάς, ένα μωρό 20-22 ετών, κυριλάτο, με φοβερό ταμπεραμέντο και αριστοκρατική κοψιά, με το πανάκριβο φουλάρι του, το καπέλο του, με τα όλα του. Παγώνει, σας λέω, κυριολεκτικά το Κολωνάκι, παθαίνει την πλακάρα της η μπουρζουαζία: «Πού το χτύπησε τέτοιο «παιδί» ο τζίψι;». Χεράκι χεράκι ο Αθίγγανος με την άπαιχτη κυριλογκόμενα, να φιλιούνται και να κοιτάζονται τρυφερά και ν' ακούγεται σ' όλη την πλατεία ένας γδούπος (και ουχί ψίθυρος) καρδιάς που πολύ θα ζήλευε κι αυτός ακόμη ο Μανούσος Μανουσάκης. (από διαδικτυακό φόρουμ)
- Χάζευα αγγελίες και βρήκα μια για ένα Fuego Turbo του '86 με 300 ευρώ, έστω πως το αμάξι δεν είναι κοτέτσι, το χτυπάω και το φέρνω στη νορμάλ μορφή του [...]. Η απορία είναι τι αντίχτυπο θα είχε σε ένα ανυποψίαστο γκομενάκι αν έσκαγα σε ραντεβού με αυτό;
- Αν και δεν είμαι γκομενάκι απαντώ: Το ανυποψίαστο γκομενάκι θα έβγαζε ένα χλευασμό, μια υπεροψία, ένα για ποια με πέρασε, μα τι του βρήκα κτλ, όσο τσόλι και να ήταν ή όσο κυριλογκόμενα και να ήταν. (από διαδικτυακό φόρουμ)
Δες και -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Το μπυρολαμόγιο είναι το άτομο αυτό που γλυκοκοιτάζει την μπύρα σου και με το που θα γυρίσεις το βλέμμα σου θα βάλει χέρι στο πολύτιμο ποτό σου και θα κατεβάσει όσες περισσότερες γουλιές μπορεί.
Ένα μπυρολαμόγιο υπάρχει σε κάθε παρέα που σέβεται το αλκοόλ και συνήθως πρόκειται για κάφρο αρσενικού γένους. Ασχέτως αν έχει λεφτά να πληρώσει την δική του μπύρα το μπυρολαμόγιο πιστεύει πως η μπύρα του πλησίον του έχει πάντα καλύτερη γεύση. Σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει και η χρήση της λέξης «ποτολαμόγιο».
- Πώ ρε φίλε, κοίτα τι μπήκε μες το μαγαζί.
- Πάω, πάω.
- Κάτσε ρε μαλάκα να πιούμε την μπύρα μας πρώτα και μέτα πάμε να κεράσουμε σφηνάκι.
- Ρε συ, ποιός ήπιε την μπύρα μου; Ούτε στην μέση δεν την είχα φτάσει. Μαλάκα Βαγγέλη εσύ την ήπιες πάλι; Τι μπυρολαμόγιο είσαι αδερφέ μου.
- Όχι εγώ ρε, στ'ορκίζομαι ο Κώστας ήταν.
- Ποιός Κώστας ρε φιδέμπορα που το μουστάκι σου απο τον αφρό είναι σαν του Παπαφλέσσα.
Got a better definition? Add it!
Κατ' αρχήν κουμπάρος είναι ο συνέταιρος στο έγκλημα που λέγεται γάμος, κατέχων μάλιστα την τιμητική και εξόχως σημαντική θέση του εκτελεστή.
Βέβαια η καλοκάγαθη φύση του Έλληνος θεωρεί τον κουμπάρο φιλικό και άκακο ον, με αποτέλεσμα η προσφώνηση «κουμπάρε» να είναι συνώνυμη με άλλες τιμητικές / θετικού χαρακτήρα προσφωνήσεις όπως πρόεδρε, αρχηγέ, ψηλέ, μάστορα, γιατρέ μου, δικέ μου, πατριώτη, φίλε, φιλάρα, παληκάρι, αδερφέ και διάφορα άλλα που μου διαφεύγουν (όχι για πολύ).
Οι πρώτοι διδάξαντες στη συγκεκριμένη προσφώνηση είναι οι Κύπριοι αδελφοί μας που τη χρησιμοποιούν με την ίδια συχνότητα που εμείς οι καλαμαράδες χρησιμοποιούμε το «μαλάκα».
1
- Γεια σου ρε Νώντα τσίφτη, τι χαμπάρια;
- Έλα ρε κουμπάρε, χαθήκαμε. Πάμε για κανα ουζάκι να τα πούμε με την ησυχία μας.
2
- Πόσο έχει αυτό εδώ το μπλε;
- 59 ευρώ.
- Ε, ρε κουμπάρε, όχι και 59. Να σου δώσω 50 και να το πάρω να είμαστε εντάξει;
- Να μου δώσεις 50 και να μου δώσεις κι άλλα 9 και να το πάρεις όπου θες αδερφέ.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι σε θέση να λύνει προβλήματα κάθε είδους, και συνήθως τόσο εξωφρενικά, που κάθε άλλος θα παρέλυε από το σοκ ή την αμηχανία μπροστά τους, ο εξαιρετικά ψύχραιμος και αποτελεσματικός. Λέγεται και μίστερ γουλφ ή απλά γουλφ (όχι απαραίτητα σχετικό με τον ημεδαπό χρήστη).
Απο τον ήδη κλασικό ομώνυμο χαρακτήρα του «Παλπ Φίξιον» του Ταραντίνο, παιγμένο απο τον θεό Χάρβεϊ Καϊτέλ.
– Τί έγινε ρε μαλάκα στο εξοχικό σου προχθές; Κάνατε τη μάζωξη που λέγατε;
– Αμέ. Και είχαμε και ντράβαλα.
– Γιατί;
– Είχαμε ρε παιδί μου και καλά το σπίτι δικό μας για πουσουκού, έτσι; Έ, σκάμε Παρασκευή μεσημεράκι, και μέχρι το βραδάκι το είχαμε κάνει μπάχαλο: στα δωμάτια να πηδιούνται αβέρτα, στο σαλόνι άλλοι να σκάνε μπάφους και άλλοι να σνιφάρουν, καί οι δύο τουαλέτες πιασμένες απο αναίσθητους τελειωμένους που είχαν κλειδώσει κι' από πάνω οι γκιόζηδες, ο καθρέφτης θρύμματα απο τους μαλάκες που παίζανε μακριά γαϊδούρα στο χόλ, και γενικά γάμησέ τα κατάσταση σε λέω...
– Τί έγινε ρε μαλάκα; Όλοι τόσο φορτωμένοι ήσασταν;
– Ρε της πουτάνας σε λέω. Και τέλος πάντων, εκεί που παρανοούμε ωραία και καλά –μουσική στη διαπασών στο μεταξύ– πώς κι' άκουσα ρε μαλάκα το τηλέφωνο, ένας θεός ξέρει.
– Τί τηλέφωνο; Ποιος ήταν;
– Οι δικοί μου μαλάκα... Πήραν να πούν ότι θα ερχόντουσαν σε μισή ώρα.
– Όχι ρε πούστη!
– Γάμησέ τα...
– Και τί έκανες;...
– Ε τί να κάνω; Έπρεπε να τους ξενερώσω όλους το γρηγορότερο. Στο τσακ-μπαμ κλείνω μουσική, δίνω σύρμα και στο αδέρφι, και τους αρχίζουμε όλους στις σφαλιάρες. Μέσα σε δέκα λεπτά τους έχουμε τραβήξει όλους στην παραλία, μαζί και στάφ και ξύδια κι' όλα. Σ' άλλα είκοσι λεπτά έχουμε συμμαζέψει κακήν-κακώς ό,τι προλάβαμε. Αλλά κυριλέ, και τζιτζί να τό 'χαμε το σπίτι πιο ύποπτο θά 'τανε. Εντάξει, κι' οι δικοί δεν ήρθανε νταν σε μισή, οπότε πήραμε και μιά ανάσα.
– Κι' αυτοί στις τουαλέτες;
– Τους πετούσα κουβάδες με νερό απ' το παράθυρο...
– Ο καθρέφτης;
– Το παίξαμε τσακωμένοι με τον καρντάση. Συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια.
– Κι' αυτοί στα δωμάτια;
– Ε καλά ρε, αυτοί συνέχισαν στην παραλία απτόητοι...
– Καλά, μαλάκα, είσαι και πολύ γούλφ όμως ρε πούστη!
– Δε βαριέσαι, όλα μια συνήθεια είναι...
Δες ακόμη: ισμπιτιριτζής, μαγκάιβερ, ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!. Ατάκες από Pulp Fiction: γουίνστον γουλφ, γουόκ δη έρθ (walk the earth), η αράχνη έπιασε δυο μύγες, να συνεχίσουμε εδώ ή στη στενή;.
Got a better definition? Add it!
Η υπολειπόμενη ομορφιάς συνοδός αιθέριας ύπαρξης.
(παρατηρείται συχνά όμορφη νεανίς να συνοδεύεται από μη συνάδουσα φίλη).
Όταν οι ζεύγω δρώντες θηρευτές εντοπίσουν το θύμα, ρίχνουν τον κλήρο ποιος θα επωμισθεί το πακέτο.
Γενικότερα όταν είς εκ των θηρευτών ενδιαφέρεται ιδιεταίρως για την μία εκ των δύο, ο έτερος καλείται να ασχοληθεί με το πακέτο.
- Λοιπόν, εγώ την Λίτσα, εσύ το πακέτο!
- Να χαρώ το φιλαράκι μου!
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας με δεύτερο συνθετικό το όνομα Αντρέας, που προφανώς επιλέχθηκε γιατί ξεκινάει με άλφα και με το ίδιο γράμμα τελειώνει το πρώτο συνθετικό της λέξης. Είναι ίσως η μοναδική λέξη με ένα όνομα για συνθετικό το οποίο δεν είναι Θόδωρος ή Θοδώρα π.χ. γυναικοθόδωρος, Παστρικοθοδώρα. (αν κανείς ξέρει κανένα άλλο ας με διορθώσει)
Τρέχα ρε μαλακαντρέα θα χάσουμε το πλοίο.
Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε ομάδα πολλών χοντρών ανθρώπων που τριγυρνούν / κάθονται / χλαπακιάζουν μαζί. Προέρχεται από το αμερικάνικο «dream team», την ομάδα του μπάσκετ στους ολυμπιακούς του 1992.
- Ρε συ, θα έρθουν απόψε οι Σαχλεπίσογλου με την παρέα τους στο πάρτυ!
- Ωχ... δε χοντρήμ τημ... δεν θα μείνει μπουκιά...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραφθορά του εκκλησιαστικού όρου «Παναγιώτατος», αναφερόμενη σε εξτρεμιστή ιερέα της ορθόδοξης εκκλησίας, ο οποίος απειλεί με τον λόγο του και τη στάση του αντίχριστους, προδότες, κουλτουριάρηδες, ομοφυλόφιλους και γενικά όποιον έχει γνώμη και άποψη διαφορετική από την δική του και της επίσημης εκκλησίας.
Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε για τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα το 1992, λόγω του εξτρεμισμού του λόγου του.
(χωρίς παράδειγμα)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραφθορά του ινδιάνικου ονόματος «Ποκαχόντας». Υποννοεί τον μαλάκα.
Πολύ Ποκαχούφτας είσαι μωρ' αδελφάκι μου!
Got a better definition? Add it!
Published