Ο περιπλανώμενος αυνανιστής της σύγχρονης Ελλάδας, (γεν.) μαλάκας.
Τι τρομπαδούρος, έχωσε το δάχτυλό του στην αλυσίδα του ποδηλάτου του εν κινήσει!
Ο περιπλανώμενος αυνανιστής της σύγχρονης Ελλάδας, (γεν.) μαλάκας.
Τι τρομπαδούρος, έχωσε το δάχτυλό του στην αλυσίδα του ποδηλάτου του εν κινήσει!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που φτιάχνει / λέει ψεμματάκια χωρίς λόγο. Όταν αυτό που διηγείται φαίνεται υπερβολικό.
Ψαράδες, κυνηγοί, γκομενοκυνηγοί κλπ.
Got a better definition? Add it!
Το πλουσιόπαιδο που φοράει μάρκες και όλα τα σχετικά παίζοντάς το μάγκας ενώ είναι φλώρος.
Κοίτα τον φλωροκάπηλο προσπαθεί να πιάσει γκόμενα δείχνοντας πόσα λεφτά έχει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υποκατηγορία της γενικότερης έννοιας μουνοβοσκός. Είναι ο άντρας που είναι περιτριγυρισμένος από πολλές γυναίκες αλλά τελικά μένει μόνο στα λόγια και ποτέ δεν προχωράει στα έργα. Έτσι, είναι ο καλύτερος φίλος των γυναικών και ο καλύτερος σύντροφος για τις δύσκολες ημέρες (όπως και οι σερβιέτες). Εκείνο που τον ξεχωρίζει από το μουνοβοσκό είναι η ποιότητα του εμπορεύματος η οποία ως επί το πλείστον είναι για τα μπάζα. Οπότε κατά μια άποψη καλύτερα που μένει μόνο στα λόγια.
- Κοίτα τον μαλάκα, μιλάμε για μεγάλο μπαζοβοσκό. Πάλι λιώμα είναι και κυνηγάει όποιες βρει αλλά μένει πάντα με το πουλί στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Και ντζερεμές [τουρκ.]
Ο νωθρός, φυγόπονος άνθρωπος, ο τεμπέλης.
Το αδικαιολόγητο πρόστιμο, η άδικη ζημιά.
Το δύστροπο, ανυπάκουο άλογο ή μουλάρι.
Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, όλη μέρα μπροστά στην τηλεόραση κοπροσκυλιάζει, ο παλιοτζερεμές!
Got a better definition? Add it!
Ο ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος άνθρωπος, το κοπρόσκυλο.
Παλιά βρισιά που έλεγαν οι παππούδες μας.
Επίσης χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσε ευρέως αποθανών πολιτικός κατά την προηγούμενη δεκαετία σε τηλεοπτικές του εκπομπές, κατά των πολιτικών του αντιπάλων -ότι δηλαδή ενώ ήταν ανεπρόκοποι αξίωναν την ψήφο του λαού.
- Δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του και θέλει να γίνει και υπουργός! Περίπτερο να του δώσεις να κουμαντάρει, θα το ρίξει έξω ο παλιοσκερβελές!
Got a better definition? Add it!
Παράφραση του υποκοριστικού «ευαισθητούτσικο».
Την λέξη δημιούργησε ο Σταμάτης Φασουλής στην απόδοση του θεατρικού έργου Εξ Επαφής (Closer) που είχε ανεβάσει πριν από μερικά χρόνια.
Όπως λεγόταν και στο έργο:
«μου είσαι κι ευαισθητοπούτσικο»
Got a better definition? Add it!
Αν και θεωρητικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε κάθε θηλυκιά ανθρώπινη ύπαρξη με αυτόν τον όρο (σε κάθε αιδοιοφορέα δηλαδή), εν τούτοις αποκαλούμε έτσι τη γκομενάρα, το πιπίνι, το έξαλλο και το προκλητικό θηλυκό. Αποκαλούμε δηλαδή έτσι τη γκόμενα της οποίας το αιδοιακό πλαίσιο υποστήριξης της αναδεικνύει τη θηλυκότητα και την κάνει αξιαγάμητη.
Το πλαίσιο αυτό αποτελεί το σασί, τη μόστρα, τη βιτρίνα, το περιτύλιγμα, το αμπαλάζ της και απαρτίζεται από οτιδήποτε η γυναίκα κουνάει, φοράει ή δε φοράει ώστε να κάνει αξιοποιήσιμο το αιδοίο της και να κάνει την ίδια αξιαγάμητη.
Η τεχνική της κίνησης της είναι καθοριστική στην προβολή της. Γιατί συμβαίνει αυτό; Aφού η εικόνα ισοδυναμεί με 1000 λέξεις και αφού η κινούμενη εικόνα ισοδυναμεί με (25 εικόνες/δευτερόλεπτο), συνάγεται πως η κινούμενη εικόνα ισοδυναμεί με 25.000 λέξεις/δευτερόλεπτο. Άρα η εμμονή στις σωστές τεχνικές κίνησης δίνει μετοχές στην αιδοίο φέρουσα, κάτι που οδηγεί στην αύξηση της ταχύτητας σεξουαλικών περιπτύξεων της (αριθμός σεξουαλικών περιπτύξεων/στη μονάδα του χρόνου).
Αν όμως... αν... η αιδοιο...φέρουσα καταστεί ενδιαφέρουσα, τότε μοιραία οι μετοχές της παίρνουν την κατιούσα.
- Χθες μιλάμε είχαμε πάει για πιπινοκατάσταση στο μπαρ της γωνίας.
- Πώς ήταν τα πράγματα;
- Είχε μαλάκα παρκαρισμένα αιδοιοφόρα παντού. Είχε μποτιλιάρει το σύμπαν από γκομενάκια.
- Άσε το μποτιλιάρισμα και πες μου. Έγινε τίποτα ή το μόνο που αποκόμισες από το μποτιλιάρισμα ήταν να μείνεις μπουκάλα;
Got a better definition? Add it!
Ο πολιτικός ή ο συνδικαλιστής που έχει εύκολες τις υποσχέσεις,που θέλει να παραμυθιάζει τους ψηφοφόρους του, που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται θαθάκιας, κατώτερος των περιστάσεων, υποκριτής και ανίκανος. Ο όρος προέρχεται από την ταινία:«Υπάρχει και φιλότιμο» με τον Κωνσταντάρα, όπου ο Κωνσταντάρας υποδυόταν τον υπουργό αγροτικής ανασυγκροτήσεως Ανδρέα Μαυρογιαλούρο, ο οποίος έχοντας εμπιστοσύνη στους αυλοκόλακες του περιβάλλοντός του αγνοούσε τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου και είχε εύκολες τις υποσχέσεις.
- Πλησιάζουν πάλι οι εκλογές.
- Ωχ. Θα μας πρήξουν πάλι τα αρχίδια οι διάφοροι Μαυρογιαλούροι με τα έργα που θα κάνουν, με τα χρυσά κουτάλια που θα μας δώσουν να τρώμε και με τις άλλες παπαριές που θα ακούσουμε.
- Αυτοί τη δουλειά τους και μεις τη δικιά μας
- Δηλαδή;
- Μαύρο δαγκωτό στους Μαυρογιαλούρους. Στο καρφί χωρίς επιστροφή.
Got a better definition? Add it!