Further tags

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται, όπως είναι προφανές, για να μας δείξει με επιβλητικό -ως και λυρικό (εφόσον υπάρχει ομοιοκαταληξία)- τρόπο το τεράστιο μέγεθος των οπισθίων μίας γυναίκας. Αν μάλιστα μπούμε στη διαδικασία ανάλυσης της φράσης, καταλήγουμε στο ότι χρησιμοποιείται για την περιγραφή του πρωκτού και μόνο (παρ. 2). Μολαταύτα συνήθως αναφέρεται στο σύνολο της οπίσθιας επιφάνειας.(παρ.1)
Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να γίνει χρήση της και για άντρες.
Παρόμοια έκφραση είναι και η: «Το δεξί της κωλομέρι είναι σαν το Κρυονέρι» και θα συμφωνείτε ότι είναι τουλάχιστον ανάλογου λυρικού ενδιαφέροντος έκφραση.

  1. -Πωωω, κοίτα γκομενάκι που περνάει... -Τι να σου πω; Πάντα στον κόσμο σου. Ρε βλέπεις μπροστά σου; Η κοπελιά έχει ένα κώλο που χωράει τον κόσμο όλο. Έλεος πια!

  2. - Ρε η Κατερίνα ... έχω μάθει πολύ πιπόζα κοπελίτσα.
    - Και πιπόζα και πρωκτόλαγνη και απ΄όλα...
    - Σώπα ρε τύπε...
    - Ρε λέμε έχει φάει πολύ πέος στον κώλο η κοπέλα.
    - Μάλιστα... έχει έναν κώλο που χωράει τον κόσμο όλο πλέον έτσι;

Τους τρακόσιους του Λεωνίδα και βάλε. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού (passe partout):
Αναφέρεται ως το κλειδί που ταιριάζει και ανοίγει κάθε κλειδαριά.
Στη μεταφορική χρήση του όρου, μπορούν να ενσωματωθούν οι παραπάνω ιδιότητές του.
Έτσι, ως πασπαρτού θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο ή την κατάσταση που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για πρόσβαση σε μη προσβάσιμους χώρους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε δηλαδή τον κατάλληλο άνθρωπο ή την κατάλληλη κατάσταση που χρειάζεται για να ανοιχτούν πόρτες που παραμένουν ερμητικά κλειστές για το ευρύ κοινό.

  1. - Θέλω να αναλάβω ρε γαμώτο μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία μου, αλλά μου λείπει ο άνθρωπος πασπαρτού.

  2. - Ο γάμος του με την κόρη του Δημητρόπουλου του εφοπλιστή αποτέλεσε το πασπαρτού για να γίνει διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά κι ασήκωτη, γεμάτη μαγκιά, συχνάζει σε λαϊκά μαγαζιά χειρίστης ποιότητας. Η έκφρασή της και τα γενικότερα χαρακτηριστικά της σιγά σιγά διαμορφώνονται από την εσωτερική της διάθεση. Το βλέμμα της σκοτεινό και άγριο, χαμένο στο υπερπέραν, η φωνή της υπερμπασάτη, τα χείλια της στραβά κατά την εκφορά του λόγου (ποιου λόγου δηλαδή;), η διάθεση της βαριά και η θηλυκότης της....υπό... υπό το 0. Περπατάει και μιλάει σα μαστουρωμένη (το «σα» μου άρεσε). Την ελκύουν τα χασικλίδικα τραγούδια και χορεύει ανάλογα άσματα. Αλλά πως χορεύει; Σα μοτοσακό. Συνήθως συχνάζει στα σκυλοκωλάδικα που πάει με όμοιές της (σκοτεινοχασικλομούρες) και συνήθως τουρτουλουκιάζονται στο χορό όλες μαζί. Σα να χορεύουν αρκούδες.
Τι φταίει όμως για την κατάστασή της;
Της φταίνε τα πάντα για την κατάντια της. Της φταίει η κοινωνία, οι γονείς της, οι άντρες κι ό,τι άλλο φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Η ψυχή της μοιάζει με ένα μαγκάλι κάρβουνα που καίει. βράζει και πού και πού ανατινάζεται. Μόνιμα μιλάει για αδικίες, για πίκρες, βρίζει, αναθεματίζει κλπ. Η φάση θυμίζει ολίγον από το ποίημα («Μοιραίοι») του Κ.Βάρναλη, το οποίο επισυνάπτεται. Υπάρχουν διαβαθμίσεις στο είδος των γυναικών αυτό, που μετρώνται σε **στάδια ή σε νταν***, π.χ: Αυτή είναι 3 στάδια πιο πολύ απ' τις άλλες σκοτεινοχασικλομούρες, ή αυτή είναι σκοτεινοχασικλομούρα 30 νταν). Καράτε δεν ξέρει, αλλά άμα λάχει τη ζώνη (όχι απαραίτητα μαύρη), την έχει έτοιμη, λυμένη για καυγά.

*Νταν: καμία σχέση με καράτε, ίσως όμως η διαβάθμιση αυτή προέρχεται από εκεί.

Σημείωση:Ίσως υπάρχει και είναι λογικό να υπάρχει και όρος για τον σκοτεινοχασικλομούρη.

- Πάμε στο στέκι του Αχαΐρευτου απόψε βράδυ;
- Πας καλά ρε μπουζουκοκέφαλε; Εκεί συχνάζουν όλες οι σκοτεινοχασικλομούρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζορίκλας ονομάζεται ο (συνήθως) άντρας ο οποίος προσπαθεί να επιβληθεί με τη «μυϊκή» του δύναμη έναντι πολλών αδυνάτων.

Ένα υψηλό ποσοστό ταιριάζει με το λήμμα λουοδύτης, δηλαδή γνωστοί ως οι υπερασπιστές της Θάλασσας και της παραλίας που επιδεικνύουν το επονομαζόμενο «Ζόρι».

Συνήθως τέτοια άτομα κάνουν την εμφάνιση τους στις παραλίες κατά την καλοκαιρινή περίοδο και συνηθίζουν να αποφεύγουν τους καβγάδες επιβάλλοντας την γνώμη τους σε όλους τους άλλους.

Πολλές φορές όμως αυτό αποτυγχάνει παταγωδώς, και εις βάρος τους ασκείται βία που αρμόζει σε αυτά τα ενοχλητικά απαράδεκτα άτομα.

- Τον θυμάσαι τον ζορίκλα τον Μελέτη στο Camping ;
- Αν τον θυμάμαι λέει; Ξεχνιέται τέτοιος δύτης και αργόσχολος; Το μόνο που ήξερε ήταν να «πουλάει» «ζόρι» στα 17 χρονών παιδιά, όντας ο ίδιος 46 χρονών γομάρι!!!! Εεεε τον ζορίκλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος τον οποίο θαυμάζει ο ομιλητής, χωρίς όμως να εγκρίνει / κατανοεί ιδιαίτερα τις τακτικές και τη συμπεριφορά του ή χωρίς να μπορεί να τα μιμηθεί. Επίσης ο άνετος, ο χαλαρός, ο μάγκας. Συνώνυμο του αφασία.

Στον προφορικό λόγο συνήθως προηγείται του χαρακτηρισμού μια μικρή παύση.

  1. - Ο Αντρέας στη δουλειά όποτε θέλει έρχεται όποτε θέλει φεύγει.
    - Καλά, ο Αντρέας είναι (...) γενναίος!

  2. - Κοίτα πώς χώθηκε στην γκόμενα ο γενναίος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος άντρας που συνοδεύει νεαρές, συνευρίσκεται σεξουαλικώς με νεαρές, κάνει σεξουαλικά σχόλια (ανάρμοστα συνήθως) ή είναι επιθετικός σεξουαλικά, έχει αυξημένες σεξουαλικές ορμές, ασχολείται με πορνό.

Αν και λίγα από τα παραπάνω είναι μειωτικά για εκείνον (γι' αυτό και συνεχίζει και τα κάνει ό,τι και αν λέμε), ο όρος εντούτοις χρησιμοποιείται μειωτικά, με σκοπό να προσβάλει τον ηλικιωμένο.

  1. Πού πας με το 18χρονο ρε πορνόγερε;

  2. Κατέβα από πάνω μου ρε πορνόγερε!

  3. Κοίτα Κούλα τι είχε ο πορνόγερος στο κουτάκι με τα χάπια του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων την ευκινησία και τη χάρη αιλουροειδούς.

  1. - Κοίτα κάρφωμα ο αίλουρας!

  2. - Όχι ρε μη σηκώνεσαι, περνάω, είμαι αίλουρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σώγαμπρος.

- Φιλαράκι, απ' τα μέρη μας είσαι; Δεν σ' έχω μπανίσει άλλη φορά εδωχάμου.
- Μπα, ερωτικός μετανάστης είμαι από πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο της λέξης «άτομο» με τη σημασία του ενδιαφέροντος και μοδάτου τύπου ή τύπισσας.

- Ρε συ, τι ατομάκι τρελό είναι αυτός ο φίλος του!
- Ναι ρε, πολύ ψαγμέ ατομάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανισιακά άψογος, περιποιημένος, καλοντυμένος. Συνώνυμα: κυριλέ

  1. Έχω στείλει το βιογραφικό μου και με καλούν για συνέντευξη. Για ποιο λόγο να ντυθώ στην τρίχα και να μην παρουσιαστώ στην συνέντευξη έτσι όπως θα με βλέπουν κάθε μέρα στο χώρο εργασίας μου; (από φόρουμ)

  2. Χαμογελαστοί πορτοφολάδες που ντύνονται «στην τρίχα» [...] Είναι καλοντυμένοι, χαμογελαστοί, ευγενικοί -αλλά δεν θα διστάσουν να κλέψουν το πορτοφόλι μας. (από την Καθημερινή)

Επίσης δες πένα, σένιος, τσίλικος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified