Η γυναίκα με στητό στήθος και παντελή άγνοια περί Νεύτωνος. Προφανώς το στήθος της αψηφά τον νόμο της βαρύτητας. Χρησιμοποιείται ως επίθετο, για να μην δίνει στόχο.
- Πώπω, δες την δεσποινίδα Αψηφά που μπήκε στο μαγαζί.
Η γυναίκα με στητό στήθος και παντελή άγνοια περί Νεύτωνος. Προφανώς το στήθος της αψηφά τον νόμο της βαρύτητας. Χρησιμοποιείται ως επίθετο, για να μην δίνει στόχο.
- Πώπω, δες την δεσποινίδα Αψηφά που μπήκε στο μαγαζί.
Got a better definition? Add it!
Κρυφοπρόστυχη έκφραση που λεγότανε/λέγεται στην Κρήτη από γυναίκες για γυναίκες. Πρόκειται για έπαινο προς τις πολύ δουλευταρούδες χωρικές, οι οποίες τα κατάφερναν σε όλες τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες (τρύγος, ελιές, άρμεγμα, βοσκή, τυροκομικά, σκάψιμο, κόψιμο ξύλων, πότισμα, κλάδεμα, θέρισμα, αλώνισμα και ξανά από την αρχή) το ίδιο καλά με τους άντρες, ενώ έκαναν φυσικά και όλα τα οικιακά. Έτσι, η μόνη δουλειά που δε μπορούσαν εκ φύσεως να κάνουν ήταν να τον κερνάνε (όχι ρακί, ρακί κερνούσαν).
Η φράση απαρχαιώθηκε όταν διαδόθηκαν και στην επαρχία τα στραπ-ον.
βλ. φωτό
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιες φορές χρησιμοποιείται και ως κωλοπετσώτρα. Αν και είναι τριγενές, τις περισσότερες φορές αποδίδεται σε γυναίκα. Αναφέρεται σε άτομο γένους θηλυκού, εξαιρετικά έξυπνο και ικανό να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει με καπατσοσύνη. Σύνθετο επίθετο, από το ουσιαστικό κώλος και το ρήμα πετσώνω.
- Η θεία κατάφερε να πάρει το χωράφι στο Πανόραμα: χθες με πήρε η γιαγιά και μου το είπε.
- Έγινε ακριβώς αυτό που περίμενα. Δεν είχα αμφιβολίες ότι η κωλοπετσωμένη θα πετύχει αυτό που διεκδικούσε χρόνια. Το κυνήγησε εξάλλου με σθένος και επιμονή.
Got a better definition? Add it!
Η αρχική σημασία της λέξης, η οποία είναι τουρκικής προελεύσεως (çavus), είναι στρατιωτικός βαθμός υπαξιωματικού. Το μεταφορικό της νόημα είναι ο ξεροκέφαλος και απαιτητικός άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από δυναμισμό και επιθετικότητα. Σχεδόν αποκλειστικά χαρακτηρίζει γυναίκες.
Got a better definition? Add it!
Η τουρμπινάτη γκόμενα που δίνει ρέστα σε όσους την κοιτάζουν. Η γκόμενα που προκαλεί ατύχημα με ένα βλέμμα ή με το περπάτημά της. Συνήθως είναι κωλοφτιαγμένη από αισθητικούς, πλαστικούς και δυνατούς μόδιστρους.
- Καλά ρε συ έπαθα πλάκα με την Λίτσα. Τρελό τούμπανο!!! Κόντεψα να τρακάρω καθώς την κοιτούσα να περπατάει στην Τσιμισκή.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραλλαγή της ορθότερης λεκτικά νομίζω λέξης της ελληνικής κάμποσος που σημαίνει αρκετός, πολύς -ετυμολογικά. Ως slang λέξη χρησιμοποιείται με σαφή ειρωνική διάθεση προς άτομα που το παίζουν πέραν του δέοντος μάγκες (γκραν γαμάω), ενώ στην ουσία πρόκειται για κότες λυράτες ή στην καλύτερη για όχι και τόσο μάγκες όσο θέλουν να δείχνουν. Με αυτό υπόψη, η λέξη αυτή συντάσσεται συνηθέστερα με κάποιο από τα παρακάτω ρήματα ακολουθούμενο από την λέξη σε διάφορες μορφές:
- Παριστάνει τον καμπόσο
- Το παίζει καμπόσος
- Την έχει δει καμπόσος κ.α.
Όπως φαίνεται απ' τα παραδείγματα σύνταξης, οι φράσεις που περιέχουν την εν λόγω λέξη συντάσσονται συνηθέστερα στο τρίτο ενικό πρόσωπο.
- Όποιος τολμήσει και κοιτάξει και μόνο το Μαράκι, του έκανα τον κώλο φινιστρίνι.
- Σιγά ρε Κοσμά... Κατούρα ρε τύπε και λίγο. Πάρε άνθρωπο ρε που μας παριστάνει και τον καμπόσο. Κάτσε κάτω ρε!
Got a better definition? Add it!
Φράση που λέμε για να τονίσουμε πόσο μυστήριος είναι κάποιος άνθρωπος. Πιο συγκεκριμένα αφορά ανθρώπους που δεν εκφράζονται και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το χαρακτήρα ή τις σκέψεις τους.
- Ρε ο Μηνάς πολύ καλό παιδί ρε συ και πολύ χιούμορ...
- Ναι ρε καλό παιδάκι δεν λέω, αλλά μυστήριο τρένο, αδελφάκι μου...
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για την (όχι συμπαθή σε μας) γκόμενα ενός ερωτοχτυπημένου. Από τον Δον Κιχώτη, βέβαια.
- Πώς πήγε χθες;
- Καλά.
- Α, τόσο;
- Ε αφού μας κουβάλησε ο μαλάκας την Δουλτσινέα του και δεν μπορέσαμε να πούμε μια κουβέντα της προκοπής όλη νύχτα...
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που τα παίρνει με το οτιδήποτε και που τον ενοχλούν τα πάντα και δεν αντέχει και δεν μπορεί, όπως αυτός στην διαφήμιση που έπαιξε πολύ φέτος το καλοκαίρι και δεν θυμάμαι πια τι διαφήμιζε... Το λέμε όμως κυρίως για κάποιον που συμπαθούμε. Επίσης και για γυναίκα.
- Δεν μπορώ ρε πούστη μου, με σκάνε τα κωλόπαιδα, όλο ερωτήσεις και ερωτήσεις, γιατί είναι μπλε η θάλασσα, γιατί τα λουλούδια έχουν διαφορετικά χρώματα, γιατί οι σφήκες δεν κάνουν μέλι, γαμώ τις διακοπές μου στη φύση γαμώ, ησυχία δεν έχουν...
- Έλα τώρα μωρό μου, τι σου φταίνε τα παιδιά, αφού είσαι νευρικούλιακας και το ξέρεις.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα συχνότερα, αλλά και ο άντρας, προχωρημένης ηλικίας.
Ανήκει σε κατηγορία λέξεων που σκοπός τους είναι τα καυστικά πειράγματα γύρω από αυτό που δεν έρχεται μόνο του αλλά πάει πακέτο μαζί με άλλα όπως το πέσιμο, το χέσιμο, τα ξεμωράματα, οι γεροντοέρωτες κ.λπ. Χρησιμοποιείται όμως και για άτομα που το πόδι τους απέχει αρκετά μακρύτερα απ' το λάκκο.
Άλλες λέξεις που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό: Ακρόπολη, Πελοπόννησος.
Η Καπνικαρέα είναι μικρή ιστορική εκκλησία που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας (Ερμού) και η μνεία της σε θέματα ηλικίας προφανώς οφείλεται στο ότι υπάρχει εκεί από τον 11ο αιώνα.
- Θυμάσαι εκείνους τους σχολικούς γαμοχορούς το 80; Μωρ' τι ζωντόβολα που 'μαστε τότε!
- Κρύβε λόγια μωρή, θα μας πάρουν χαμπάρι τις καπνικαρέες!
Got a better definition? Add it!