Further tags

Ο άνθρωπος που επιδεικνύει έντονη αγάπη και φροντίδα με ό,τι καταπιάνεται, προκειμένου να πετύχει το καλύτερο αποτέλεσμα και να κρατήσει τους πάντες ευχαριστημένους. Ασχολείται δηλαδή με κάτι έχοντας άφθονο μεράκι. Χρησιμοποιείται συχνά για μάγειρες και μάστορες. Ως ρήμα (μερακλώνομαι) σημαίνει ότι επιδεικνύω έντονο κέφι και νταλκά, ειδικά σε γιορτές. Η προέλευση της λέξης από τα τουρκικά.

Πήγαμε στον Τούρκο χθες φίλε μετά το κλαμπ και φάγαμε σαν βασιλιάδες. Πολύ μερακλής ο τύπος μιλάμε, τέτοιο ψητό και τέτοια λαδερά δεν κάνει ούτε η μάνα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σιωνισμός απετέλεσε εθνικοθρησκευτικό κίνημα που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα από τον Θεοδωρή Herzl με σκοπό την δημιουργία Εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Μετά την ίδρυση του κράτους, σιωνιστές πλέον θεωρούνται όσοι υποστηρίζουν και προωθούν ενεργά τα συμφέροντα του Ισραήλ.

Στο μυαλό πολλών e-λληναράδων ωστόσο, οι σιωνιστές, παρέα με μασόνους, Illuminati, και τις λοιπές αντιδημοκρατικές δυνάμεις, αναπτύσσουν και εξαπολύουν επί 24ώρου βάσεως δόλια και νοσηρά σχέδια με σκοπό να πατάξουν παρασκηνιακά το Ελληνικό έθνος, τα χρηστά ήθη, την ελληνική γλώσσα, την ορθοδοξία, κλπ. Θεωρούν ότι η παγκόσμια και σκοτεινή αυτή συνωμοσία εβραίων κρύβεται πίσω από την τουρκοκρατία, την μικρασιατική καταστροφή, τον εμφύλιο, την χούντα, το κυπριακό, το μακεδονικό.

Η αντίληψη αποκτά ιονεσκικό χαρακτήρα καθώς αγριοχρίστιανοι e-λληναράδες κατηγορούν τους σιωνιστές ότι υποσκάπτουν την Ορθοδοξία, ενώ νεοπαγάνεςe-λληναράδες κατηγορούν τους σιωνιστές ότι μας επέβαλαν τον χριστιανισμό για να μας ευνουχίσουν.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι οι πραγματικοί σιωνιστές χέστηκαν πατόκορφα για όλα αυτά. Προτεραιότητα είναι να προασπίζονται τα συμφέροντα του Ισραήλ. Έστω όμως ότι μισούσαν τον Ελληνισμό: η καλύτερη στρατηγική τους θα ήταν μας αφήσουν σε αυτόματο πιλότο, καθώς κανείς άλλος δεν μπορεί να μας βγάζει τα μάτια με την δεξιότητα με την οποία βάζουμε αυτογκόλ!

«....η παρακμή των ελλήνων ιερεωνσε ένα κράτος που η κυβέρνηση του έχει υποταχθεί στο σιωνισμό και βρίσκεται σε μια γενικότερη παρακμή σε αυτή δυστυχώς θα πέσουν και κάποιοι ιερείς του Χριστού...» (απάντηση Χριστιανικού site σε νεοπαγάνες που κατηγορούν τον χριστιανισμό σαν δούρειο ίππο του σιωνισμού).

«..1959 Το σιωνιστικό σχέδιο της Κυπριακής Ανεξαρτησίας υπό την εγγύηση της ΤΟΥΡΚΙΑΣ, δηλαδή η συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου..» (από site)

«..το χρηματοδοτούμενο από τον Σόρρος σιωνιστικό ανθελληνικό και θολοκουλτουριάρικο blog...» (από site)

«..Το ακατασίγαστο μίσος που επί αιώνες ο σιωνισμός τρέφει για τον Ελληνισμό, βρήκε την αποκορύφωσή του κατά τη διεξαγωγή της Μικρασιατικής εκστρατείας...» (από site)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός-ρατσιστικός χαρακτηρισμός με αποδέκτες τους μουσουλμάνους (ή κατά το γραφικότερον μωμαμεθανούς). Η προέλευση είναι το αραβικό όνομα Μαχμούντ, το οποίο στα τουρκικά μεταλλάσσεται σε Μέχμεντ. Λόγω της τουρκοκρατίας επικράτησε η χρήση του όρου από τους Ορθοδόξους Έλληνες για όλους τους μουσουλμάνους, δηλαδή τους Τούρκους. Στο πέρας του χρόνου η λέξη υπέστη αλλαγές, και τελικά από μεχμέντης κατέληξε να προφέρεται μεμέτης. Συχνότατη λέξη σε ρεμπέτικα τραγούδια.

  1. (Απόσπασμα από εθνοπατριωτικό blog στο διαδίκτυο)
    «Είναι τα 12 χρόνια από το θάνατο του Σαδίκ (ήταν ένας αυτός-αμαν αμαν),και ο Ερντογάν με την παρέα του,ετοιμάζουν απόβαση στο μνημόσυνο που θα γίνει στην Κομοτηνή,αρχές Αυγούστου,παρέα με 30 βουλευτές/μεμέτια από το δικό του κόμμα...»

  2. (Απόσπασμα από ρεμπέτικο άσμα του '30)
    «Δυό μεμέτια τα καημένα, μες στο κόλπο ήταν μπλεγμένα»

Μεμέτια προσευχόμενα (από krepsinis, 24/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O νωθρός και βαρύθυμος μετά από πολλές ώρες ύπνου, ο διακατεχόμενος από σπαρίλα. Αραβική λέξη που στη συνέχεια πέρασε στην τουρκική γλώσσα (mahmur = νυσταγμένος).

- Πρέπει να είναι μεγάλη περίπτωση ο γιος του διαχειριστή.
- Πως κι έτσι;
- Πήγα σήμερα κατά τις 18.00 και μου άνοιξε την πόρτα. Ξαφνικά βλέπω έναν έναν μαχμουρλή που χασμουριόταν και φορούσε μόνο το βρακί του. Στη κυριολεξία κοιμόταν όρθιος.

(από krepsinis, 24/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ταχέως εξελισσόμενο κλάδο της παραϊατρικής που ασχολείται με την περιποίηση και φροντίδα των ταλαιπωρημένων ποδιών. Εξειδικεύεται στην προστασία των ποδιών από τα ενοχλητικά βακτήρια, την προστασία από ενοχλητικούς κάλους, παρανυχίδες και λοιπά προβλήματα.

Πολλές φορές η επιστήμη αυτή συνδέθηκε με τη γνωστή σε όλους μας ποδολαγνεία, όπου ο πάσχων ερεθίζεται και διεγείρεται σεξουαλικά κατόπιν ενασχόλησης του με την πατούσα και τα δάκτυλα των ποδιών του ερωτικού του συντρόφου και σε ακραία μορφή με το δικό του πόδι (πρόκειται για τη γνωστή ψυχογενή αυτοποδολαγνεία).

- Ρε συ Τάκη, τι έπαθε το πόδι σου και πρήστηκε σαν μελιτζάνα:
- Δε ξέρω ρε φίλε, θα πάω στον ποδίατρο, τον Γιάννη Ποδόπουλο!!
- Ρε μαλάκα, μην πας σ' αυτόν!! Είναι ποδολάγνος!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σύνθετα επίθετα και ουσιαστικοποιημένα επίθετα σε -όβιος, -όβια, με δεύτερο συνθετικό το αρχαίο βίος (η ανθρώπινη ζωή ως κατάσταση, διάρκεια, τρόπος, στάση, πορεία) είναι πολύ δημοφιλή ως προσδιορισμοί που θέλουν να χαρακτηρίζουν συνολικά τον ποιόν του ανθρώπου.

Επηρεασμένη προφανώς από την ορμή της επιστημονικής αργκό, η οποία χρησιμοποίησε την κατάληξη κυρίως για την κατάταξη των ζωντανών οργανισμών σε κατηγορίες ανάλογα με τον τόπο και τρόπο ζωής τους –πχ. δενδρόβιος, υδρόβιος, αμφίβιος, λιμνόβιος, δασόβιος, αερόβιος (αυτός που μεταβολίζει με οξυγόνο) κλπ–, η σλανγκ έδωσε μερικά πολύ χαρακτηριστικά επίθετα και ουσιαστικά.

Προκαταβολικά να σημειώσουμε ότι: αν και έχουν περάσει στη σλανγκ, οι χαρακτηρισμοί αυτοί, επειδή με μια λέξη ξεμπερδεύουν με έναν ολόκληρο άνθρωπο, με τα λάθη του και τις αντιφάσεις του, τα καλά του και τα στραβά του, με τα κείνα του και με τ' άλλα του, έχουν μάλλον μικροαστική προέλευση και όχι πεζοδρομιακή, αφού η τελευταία, αν και γλώσσα στακάτη και σαφής, είναι και αγαπησιάρα και συγχωρητική για τον άνθρωπο με τα χιλιάδες λάθη του και τις μυριάδες αντιφάσεις του κλπ. Εξάλλου, πολλοί χαρακτηρισμοί σε -όβιος, λόγω μάλλον της κόσμιας εμφάνισής τους, έχουν καταγραφεί και στα επίσημα αντίστροφα λεξικά, ένα από τα οποία (Αναστασιάδη–Συμεωνίδη) με συμβούλεψε.

Πέραν λοιπόν των μπαρόβιος, πορνόβιος και τσοντόβιος, που ήδη έχουν καταγραφεί στο παρόν site, μπορούμε να συμπληρώσουμε και άλλα, η σημασία των οποίων εύκολα συνάγεται με τη βοήθεια του ρήματος ξημεροβραδιάζεται ή τη βγάζει σε/με:

  • καφενόβιος, μπουζουκόβιος, ντισκομπουζουκόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό που λέγαμε, προφανώς αναφέρεται στους «καρεκλάδες» εκείνης της εποχής), αλητόβιος (περνά τη ζωή του στην αλητεία), ταρατσόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό, δεν δίνει όμως τη σημασία, όποιος/α γνωρίζει ας γράψει), ταβερνόβιος, μηχανόβιος.
  • Το αντίστροφο λεξικό δίνει επίσης το οχετόβιος, που αν και δεν απαντά στη σλανγκ, μάλλον θα μπορούσε (για χαμηλής υποστάθμης άτομα, αφού αυτό το -χε- προσφέρεται).
  • Επίσης το λαθρόβιος όχι ως λήμμα αλλά ως σημασία είναι πολύ δημοφιλές στη σλανγκ: πέρα από το σχεδόν συνώνυμο περιφραστικό τζάμπα ζω, βλ. και τα λήμματα καβατζόπουστας, καβατζώνομαι, κροκόδειλος, του Κούτρα η μάνα δεν έκλαψε ποτέ.
  • Αξίζει επίσης να σημειωθεί το λήμμα νυκτόβιος, το οποίο στην επιστήμη σημαίνει το ζώο που είναι ξύπνιο τη νύχτα, ενώ στη σλανγκ (ως νυχτόβιος) τον άνθρωπο που λίγο-πολύ είναι όλα τα παραπάνω σε -όβιος, -όβια που καταγράψαμε –καμιά φορά και τον άνθρωπο που δουλεύει νύχτα, χωρίς να έχει σχέση απαραίτητα με τη Νύχτα.
  • Γενικά, ιδιοσυγκρασιακοί νεολογισμοί και λεξιπλασίες σε -όβιος είναι πολύ συνηθισμένα, ειδικά όταν η δεξαμενή σλανγκ κάποιου έχει στερέψει, ή αντιμετωπίζει μια νέα πρόκληση. Ωστόσο, αυτά είναι βραχύβια, ξεφυτρώνουν διαρκώς αλλά δεν διαδίδονται, είτε επειδή έχουμε άλλες πιο στρωτές λέξεις (πχ σίγουρα μπορούμε να πούμε ψωλόβια, αλλά έχουμε τόσες άλλες λέξεις) είτε –κυρίως– επειδή η λέξη ξεφεύγει ως προς τις συλλαβές (πχ. στοιχηματόβιος, κωλομπαρόβιος, ιντερνετόβιος). (Σημ.: Άλλες καταλήξεις της σλανγκ, όπως το , και το -ιά ή και το -ού για θηλυκά δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα καθώς προσθέτουν μία μόνο συλλαβή.)
  • Η πιο κοντινή και κάπως απαρχαιωμένη σλανγκ κατάληξη με την ίδια με το -όβιος σημασία, που επίσης έχει τη χάρη να προσθέτει μόνο μία συλλαβή, είναι το -άκιας, όπως στα πρεζάκιας, κοκάκιας, ξιδάκιας, χαπάκιας, ματάκιας, τηλεορασάκιας, τσαντάκιας, καλοπερασάκιας, εξυπνάκιας, βολεψάκιας, αλλά και διαδρομάκιας (φοιτητοπατέρας που τη βγάζει στους διαδρόμους της σχολής), αποδυτηριάκιας (ο αρουραίος των αποδυτηρίων και γνωστή αθλητική στήλη), ή και κωλομερακλάκιας.
  • Να σημειωθεί επίσης η κλασική λέξη εξωλέμβιος, που σημαίνει τη γυναίκα με ωραίο, πεταχτό και μεγάλο κώλο (από το: αυτή έχει «έξω λέμε όλο της το βιος»).

— Ω ρε ένα εξωλέμβιο που περνά.
Κωλάρα η λόγκο!

(από vikar, 01/06/12)(από dryhammer, 01/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τελευταίας κοπής αετονύχη απατεώνα, με ιδιαίτερα ψηλό και ευλύγιστο λαιμό, που εξειδικεύεται στην κλοπή Αυτόματων Ταμειακών Μηχανών.

Η μπάζα πραγματοποιείται ως εξής:

Το ανυποψίαστο θύμα πραγματοποιεί συναλλαγή σε ΑΤΜ τράπεζας. Την ώρα εκείνη, ο σβερκάκιας κάθεται αρκετά πίσω του αλλά παρακολουθεί και απομνημονεύει τον αριθμό PIN που πληκτρολογεί το θύμα. Την ώρα που ολοκληρώνεται η συναλλαγή, ο συνεργός του σβερκάκια πετάει στα πόδια του θύματος χαρτονόμισμα € 50 και το ρωτάει μήπως είναι δικό του. Καθώς το θύμα σκύβει να δει το χαρτονόμισμα, η ταμειακή κάρτα (ή οποία την ώρα εκείνη βγαίνει από την σχισμή) αντικαθίσταται ταχυδακτυλουργικά με πλαστή. Εναλλακτικά, ο συνεργός απλά την τσιμπάει και εξαφανίζεται, ενώ το θύμα πιστεύει ότι το μηχάνημα του «έφαγε» την κάρτα. Στη συνέχεια, ο «αετομάτης» σβερκάκιας και ο «μάγος» συνεργός του κάνουν ανάληψη σαν κύριοι από άλλη ταμειακή μηχανή, και περνούν μια ευχάριστη βραδιά δρέποντας τους καρπούς της καπατσοσύνης τους.

- Ή Ένωση Ελλήνων Τραπεζών εξέδωσε ανακοίνωση για την επιδημία κλοπών στα ΑΤΜ.
- Τι να σου κάνει, όταν η αστυνομία δεν μπορεί να πιάσει ούτε ένα σβερκάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άχαρο και πολύ, μα πάρα πολύ, ψηλό άτομο. Το αντίθετο δηλαδή της μισοριξιάς.

- Κάθε ταβανόσκουπα στην Ελλάδα το παίζει μοντέλα και μας πουλάει μούρη! Μαζεύω τα μπογαλάκια μου και την κάνω για σεξουαλικός μετανάστης στην Ουκρανία.
- Γάμησέ τα, τσιμπητέ, θα φας γλάρο! Όλες οι καλές Ουκρανές έχουν εκκενώσει την χώρα για Δυτική Ευρώπη και Μέση Ανατολή -εκεί έμειναν μόνο κάτι ραδιενεργά μπάζα!

Ταβανόσκουπα (από Vrastaman, 26/09/08)Ceci n\'est pas une tavanoskoupa! (από Vrastaman, 26/09/08)

Δες και ξαραχνιάστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο, ζώο ή πράγμα που αποδεικνύεται εκ των υστέρων αναξιόπιστο, αναληθές, ψεύτικο και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών.

  1. Ρε φιλαράκι, που με έστειλες; Πολύ σότο η ταινία ρε.

  2. Ρε φιλαράκι, που τον έστειλες; Πολύ μεγάλο σότο το γκομενάκι. Σωστό μουστάκι.

  3. Πω πω ρε ψηλέ, τι σότο είναι αυτός ο παίχτης που πήραμε;

Δες και μούφα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα. Βασικό διακριτικό στοιχείο αυτής της κατηγορίας το αντικειμενικά μη αναστρέψιμο της κατάστασης.

Μου κανόνισε ραντεβού με μια φίλη της η ξαδέρφη μου που αποδείχθηκε τρελό μουστάκι. Δεν διορθώνεται με την καμία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified