Τεχνικός όρος για την στρηπτιζού, λόγω του λικνίσματος στο οποίο επιδίδεται κατά τον χορό.
Ψηφοφορία: Ποια είναι η αγαπημένη σας λικνιτζού;
(από το πάλαι ποτέ διαλάμψαν www.bourdela.com)
Τεχνικός όρος για την στρηπτιζού, λόγω του λικνίσματος στο οποίο επιδίδεται κατά τον χορό.
Ψηφοφορία: Ποια είναι η αγαπημένη σας λικνιτζού;
(από το πάλαι ποτέ διαλάμψαν www.bourdela.com)
Got a better definition? Add it!
Ψαλιδοχέρης είναι ο άγαρμπος με τα χέρια του, αυτός που δεν μπορεί να πιάσει κάτι καλά και του πέφτει.
Γιώργος:
- Ρε Μήτσο, πιάσε μου τ' αλάτι ρε μαλάκα...
Μήτσος στον Νίκο:
- Δώσ' του το ρε...
(Ο Νίκος το ρίχνει πάνω στο Γιώργο)
Γιώργος στον Νίκο:
- Κάτσε ρε μαλάκα ψαλιδοχέρη. Κώλο μ' έκανες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στρατιωτικός κουρέας. Χρησιμοποιείται για πολύ κοντά κουρέματα και κουρέματα με ψαλιδιές («έπεσε νίντζα»), καθώς και για να περιγράψει κουρείς που έχουν μια τάση να κοντοκουρεύουν ανεξάρτητα του τι ζητήσεις.
Φαντάρος Α:
- Πού πας ρε;
Φαντάρος Β:
- Γάμησε... ο λόχας μ' έστειλε στο νίντζα για να κουρευτώ...
(Ο Γιάννης εμφανίζεται στραβοκουρεμένος στην παρέα του)
Οι άντρες της παρέας:
- Έπεσε νίντζα βλέπω...
Γιώργος:
- Γιατί τα 'κοψες τόσο κοντά ρε;
Τάσος:
- Καλά μαλάκα, ο Μίλτος δεν είναι κομμωτής, νίντζα είναι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άχρηστος τερματοφύλακας, ο οποίος τρώει γκολ ακόμα και όταν η μπάλα ακουμπήσει τα χέρια του μετά από σουτ αντιπάλου, αντί να την διώξει ή να την πιάσει. Δηλαδή σαν να είναι τα χέρια του τρύπια. Συνήθως λέγεται για άτομα που μπαίνουν προσωρινά τερματοφύλακες σε 5x5 κλπ. και όχι για μόνιμους.
Ρε τρύπα πρόσεχε λίγο τα σουτ του αντιπάλου! Πριν 5 λεπτά μπήκες τέρμα κι όμως εξαιτίας σου έχουμε φάει ήδη 2 γκολ!
Δες ακόμη μεσολογγίτης, τερματοτύφλακας, χαρταετός.
Got a better definition? Add it!
Άτομο που εμφανίζεται από το πουθενά, χωρίς εμφανή προσόντα, και επιτυγχάνει το σχεδόν ακατόρθωτο.
Συχνά αποκαλείται και «τσολιάς», παντρεύοντας έτσι διαφορετικούς πολιτισμούς.
Έμαθες για τον Τάκη; Χρωστούσε 20 μαθήματα τελευταίο έτος και πήρε την υποτροφία για εξωτερικό ο νίντζα.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για άτομα που είναι πολύ αδύνατα. Παρόμοιο με λέξεις όπως λουρί, σκουληκαντέρα κ.ά.
- Φάε κάτι ρε μαλάκα, σα σκλένος έχεις γίνει...
Got a better definition? Add it!
Βλ. και σχετικά λήμματα που περιγράφουν και τους υπόλοιπους βαθμούς πουστάκι, το, πουστανελάς, ο, πουσταρέλι, πούσταρχος, ο, πουστέρι, λούγκρα, πουστόμωρο, το, πουστρίγκος, πουστρίτσα, η, πουστρόνι, πουστρόνιο, πουστρώνι, το
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ φορτικός άνθρωπος, η κολλητσίδα.
Θα μαζέψει κάποιος τον Μπάμπη; Τώρα τελευταία μού 'χει γίνει μουνόψειρα!
Got a better definition? Add it!
«Δεν είναι παρά μια μουνότριχα στο μουνί μου!»
Λέγεται από αγέρωχη λεβεντομούνα σε μια στιγμή υπέρμετρης αλαζονείας / ύβρεως για:
1. Αντίζηλο, ή ευρύτερα για οποιαδήποτε γυναίκα τολμά να συγκριθεί μαζί της.
2. Άντρα που έχει καταστεί μουνόδουλος, μουνοείλωτας, ή μουνοτρέχας της.
Εννοείται ότι η εν λόγω γυναίκα είναι λαϊκιά και με υπερβολική αυτοπεποίθηση, ας πούμε μια Άντζελα Δημητρίου στο σεξουαλικό επίπεδο. Η έκφραση σχηματίζεται ανάλογα κατά τα: «Είναι ένα δαχτυλάκι του χεριού μου», ή «δεν με φτάνει ούτε στο μικρό μου δαχτυλάκι».
Γενικότερα μπορεί να ειπωθεί και από τρίτο με τις ίδιες έννοιες.
Και μια τρίτη έννοια θα μπορούσε να είναι μια γενικότατη ύβρις, συνώνυμη του μουνόπανο.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δώσανε τον τίτλο της Miss Ζαγοροχώρια στην Λάουρα! Αυτή δεν φτάνει ούτε μια τρίχα απ' το μουνί μου!
Επειδή μας ήρθες εδώ σκληρό αντράκι και μας κάνεις τον νταή και τον σκοτώνω, νομίζεις πως θα σε φοβηθούμε; Έχω δει πολλούς σαν και του λόγου σου! Δεν είσαι παρά μια μουνότριχα στο μουνί μου!
- Τι γίνεται ο Μένιος;
- Όσα ξέρεις, ξέρω. Απ' όταν τα 'φτιαξε με την Μαριλού, έχει γίνει μουνότριχα στο μουνί της!
- Ίσα από δω ρε μουνότριχα!
Got a better definition? Add it!
Ως ουσιαστικό, κατά κανόνα αρσενικό, «ο σκοτώνω» σημαίνει τον τύπο, που είναι ο απίστευτα γαμάουας, γαμάω και δέρνω, σκοτώνω και δεν πληρώνω. Ή που θεωρεί τον εαυτό του ως τέτοιο (βλ. γαμαωδέρνουλας).
Συνέβαλε στην καθιέρωση του όρου ο Χάρρυ Κλυνν με την ατάκα του ήρωά του, λαϊκού τραγουδιστή Διγενή Αντύπα. (βλ. παράδειγμα).
-Λίγο είναι, εκεί πού 'σουν με τον κάθε φίτσουλα/χλιμίτζουρα, ξαφνικά να σου τύχει ο σκοτώνω;
Δες και ο γαμάω. Ακόμη: άμεση ουσιαστικοποίηση ρήματος.
Got a better definition? Add it!