Further tags

Aυτός που λέει τη μοίρα.

- Πήγα στον μέτρ τον Πίτ τον Παπαδάκο για το πρόβλημα με το Μαράκι αλλά δεν με διαφώτισε. Τζάμπα η πενηνταρούμπα.
- Φίλε η περίπτωσή σου είναι δύσκολη. Γνώμη μου είναι να πας σε ειδικό χαμπαρολόγο. Με ντοκτορά στις πατσόλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μαλάκας.

-Τι αυνάνας αυτός ο Μήτσος! Όλο μαλακίες λέει!

Got a better definition? Add it!

Published

Γυναίκα που δουλεύει στον πάγκο του μαγαζιού, η μπαργούμαν.

- Πού θες να κάτσουμε τελικά ρε μαλάκα; Μας έπρηξες τα καρκάλια να 'ούμε.
- Γάμησέ τα ρε πούστη: ξέκωλη σερβιτόρα ή ξώβυζη μπαργομούνα; Ιδού η απορία...

(από Khan, 21/04/13)

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλάκας, χάφτας, χαζός, ηλίθιος, γκαφατζής.

- Τί κλαίγεται πάλι για γκόμενες ο Πασχάλης ρε μαλάκα; Προχθές με τη Φούλη δεν βγήκε;
- Ε και;
- Τί «ε και»; Δεν τού 'κατσε η Φούλη; Αυτή είναι τρελή παρτόλα.
- Άν αυτή είναι τρελή παρτόλα, αυτός ειναι τρελός σμπόκος. Δέν φαντάζεσαι τι της είπε...
- Τι της είπε;
- Την έχει ρε στο αμάξι και την πηγαίνει σπίτι της. Η γκόμενα μες στα ζουμιά, «έλα πάνω μαζί μου» και «να πιούμε και κάτι ακόμα στο σπίτι» και λοιπά. Ο δικός σου ο αρχίφλωρας τουμπεκί κι ιδρώτας. Σε κάποια φάση αυτή απηυδισμένη, αλλα μες στη γκαύλα, του το πετά στα ίσια, «θέλω νά 'ρθεις σπίτι να με πάρεις».
- Σώπα ρε μαλάκα... Κι αυτός;
- Τη γείωσε. «Επειδή σε πήρα με το αυτοκίνητο νομίζεις οτι θα σε πάρω κιόλας;»
- Έλα ρε τον σμπόκο!...
- Ε τι σου λέω; Η τύπα στο επόμενο φανάρι απλά τον έβρισε και την έκανε. Και τον άφησε με το πουλί στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που σκάει να δει τον δικό της σε στρατόπεδο, γνωρίζοντας ότι θα αναστατώσει.

(Σκοπός νο1) - Πσσςςςςςς κοίτα ένα ξέκωλο...
(Σκοπός νο2) - Στο ύψος σου ρε, γάμησέ το το ξεφτιλοπούτανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή και ως φώκια, μπαζούκας, αστροπελέκι ή οξαποδώ, η γυναίκα αυτή προκαλεί σάλο και σάλιο στο πέρασμά της. Όποιος έχει βιώσει αυτό το συναίσθημα καταλαβαίνει πως η κατάσταση δεν είναι για γέλια.

Η λέξη προέρχεται από τα γνωστά σε όλους μας dwarfs, αλλά και τα αγαπημένα μας ξωτικά (elves). Ένα ουσιαστικό που δηλώνει πως αυτό το σπάνιο είδος γυναίκας (πάλι καλά) μέσα σε όλα τα προτερήματα που το χαρακτηρίζουν είναι και ένα κι ένα milko, ψωμωμένη, με σπυράκια και μυτερό αυτί, σαν τον Ντάνι Ντεβίτο στη συγκλονιστική ερμηνεία του «Πιγκουίνου» στο Μπάτμαν.

Ετυμολογία λεξης:
dwarf + elf => Dwelf => Ντουέλφ (μεταφρασμένο σε γαμάτα ελληνικά)

Έκτορας: - Πωπω φίλε... αυτή η Μαρία-Χριστίνα δεν βλέπεται...
Γιώργος: - Πραγματικά... σωστό ντουέλφ είναι τρομάρα της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αεράτος gay με χαλαρό περπάτημα και απαλό λίκνισμα των οπισθίων. Απαντάται συνήθως με see through ενδυμασίες και απαράδεκτο κόκκινο ή ροζ λουστρινάκι.

Μήτσος: - Κοίτα 'κει μια κουνιστή...
Κίτσος: - Καλά ο τύπος δεν παίζεται. Πουστάρα αραχνοΰφαντη...

(από Khan, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λατινογενής λέξη που απαντάται στην αγγλική γλώσσα ως creature.

Γυναικοειδές που με την εμφάνισή του και μόνο σε κάνει να αμφιβάλλεις για το εάν υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτόν τον κόσμο. Τερατώδες και συνάμα απαράδεκτο αυτό το «θαύμα» της φύσεως απαντάται δυστυχώς παντού και κινείται συνήθως σε αγέλες, τις κριτσουρίες.

Κοινό χαρακτηριστικό: η ασχήμια.

Λεοπόλδος: -Πω ρε φίλεεεε... τι μπαντόφλα είναι αυτή... Δεν βλέπεται η κοπελιά... Σκέτο κρίτσουρ.

Ιωακείμ: -Πού να κουβαλήσει μαζί της και τη λοιπή κριτσουρία..

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος ο φλου. Ο αραχτός. Ο ό,τι-βρέξει-ας-κατεβάσει-και-τ' αρχίδια-μου-κουνιούνται. Η έννοια της σήψης είναι έκδηλη σε αυτόν τον ορισμό.

Προέρχεται από τον γνωστό παίκτη καλαθοσφαίρισης του αμερικανικού μπασκετικού στερεώματος (NBA), Shaquille O'Neal.

Λεοπόλδος: -Ρε συ Μιμίκο... Ο Χοσέ πολύ Σαπίλ Ονίλ δεν έχει καταντήσει; Μου τη σπάει η αδιαφορία του...

Μιμικος: -Ρε Λεοπόλδε, ξεκόλλα από τη ζωή σου... Περνάει την άραγκον φάση του το παιδί... Στέι κουλ ντουντ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως αρχιδάμπουρας ή αρχιδαμός. Είναι μια πιο χαριτωμενιάρικη και αέρινη βερσιόν της λέξης σπαζαρχί, καθώς σου γεμίζει το στόμα χάρη στα ποικίλα σύμφωνα τα οποία την καθιστούν εύηχη.

Αρχέλαος: - Άσε... Πλέον ο Φραγκίσκος είναι πολύ αρχιδάμπουρ...
Βρασίδας: - Ναι, τον γαμημένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified